του Μ.Δασενάκη, Ομ. Καθηγητή Χημικής Ωκεανογραφίας
Η Ωκεανογραφία είναι ο επιστημονικός κλάδος που μελετά το ευρύτερο θαλάσσιο περιβάλλον δηλ. τους ωκεανούς, τις θάλασσες, τον πυθμένα τους και τις ακτές που τις περιβάλλουν, αλλά και κάθε μορφή ζωής που απαντάται εκεί, με σκοπό την κατανόηση των φαινομένων και των διεργασιών που λαμβάνουν χώρα, αλλά και την διερεύνηση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ θάλασσας – στεριάς και ατμόσφαιρας καθώς και μεταξύ θάλασσας και πυθμένα. Η Ωκεανογραφία είναι ένας διεπιστημονικός κλάδος. Στο σχήμα φαίνονται οι επιστήμες που συμμετέχουν σε αυτήν.
Η σύνδεση όλων των κλάδων γίνεται και στο πεδίο της Διαχείρισης του Θαλάσσιου Περιβάλ-λοντος για την επίτευξη της της αειφόρου γαλάζιας ανάπτυξης και της προστασίας των θαλασσών.
Είναι προφανές ότι σε μια κατ’ εξοχήν θαλάσσια χώρα, όπως η Ελλάδα, η ωκεανογραφία μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στην οικονομική – κοινωνική ανάπτυξη και την ορθολογική περιβαλλοντική διαχείριση. Ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή, δεν νοείται διαχείριση του θαλάσσιου χώρου που να μην στηρίζεται σε ωκεανογραφική επιστημονική βάση. Είναι προφανής η σημασία της Ελλάδας στην έρευνα και διαχείριση τόσο της Κεντρικής και Ανατολικής Μεσογείου αλλά και της Δυτικής Μεσογείου και της Μαύρης θάλασσας Είναι ακόμα προφανής η αναγκαιότητα της ανάπτυξης των ωκεανογραφικών σπουδών στην Ελλάδα, σε επίπεδο πρωτοποριακό για την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και την Μεσόγειο.
Η προστασία και διαχείριση του θαλάσσιου περιβάλλοντος στην Ευρώπη στηρίζεται στην Οδηγία 2008/56/ΕΚ για την ‘’Ευρωπαϊκή Θαλάσσια Στρατηγική’’ όπου περιγράφονται 11 άξονες οι οποίοι προσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά της «Καλής Περιβαλλοντικής Κατάστασης» που είναι ο στόχος της οδηγίας.
- Διατήρηση της βιοποικιλότητας σε όλες τις περιοχές/υποπεριοχές των Ευρωπαϊκών θαλασσών.
- Η εισαγωγή μη αυτόχθονων ειδών να είναι σε επίπεδα που δεν αλλοιώνουν τα οικοσυστήματα.
- Οι πληθυσμοί των εμπορικά εκμεταλλεύσιμων ειδών να είναι σε ασφαλή, από βιολογική άποψη, όρια.
- Τα θαλάσσια τροφικά πλέγματα να είναι σε συνθήκες φυσιολογικής αφθονίας και ποικιλίας.
- Ελαχιστοποίηση του ανθρωπογενούς ευτροφισμού και ιδίως των δυσμενών επιπτώσεών του,
- Η ακεραιότητα του θαλασσίου πυθμένα θα πρέπει να διασφαλίζει τη δομή και τις λειτουργίες των οικοσυστημάτων.
- Η όποια αλλοίωση των υδρογραφικών συνθηκών να μην επηρεάζει δυσμενώς τα θαλάσσια οικοσυστήματα.
- Οι συγκεντρώσεις των ρυπογόνων ουσιών να βρίσκονται σε επίπεδα που δεν προκαλούν προβλήματα στα οικοσυστήματα.
- Οι ρυπογόνες ουσίες σε ψάρια και θαλασσινά που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση δεν υπερβαίνουν τα επίπεδα που θεσπίζονται από την κοινοτική νομοθεσία .
- Οι ιδιότητες και οι ποσότητες των απορριμμάτων που καταλήγουν στη θάλασσα δεν προκαλούν βλάβη στο παράκτιο και θαλάσσιο περιβάλλον.
- Η εισαγωγή ενέργειας, καθώς και υποθαλάσσιου θορύβου βρίσκονται σε επίπεδα που δεν επηρεάζουν δυσμενώς το θαλάσσιο περιβάλλον.
Για την επιτυχία των στόχων αυτών απαιτείται επιστημονική καθοδήγηση και διακρατική συνεργασία .
Ειδικά για την Μεσόγειο Το Μεσογειακό Πρωτόκολλο για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση της Παράκτιας Ζώνης που υπογράφηκε στην Μαδρίτη το 2009 στο πλαίσιο της Σύμβασης της Βαρκελώνης (ΟΗΕ – 1976) ήταν ένα σημαντικό βήμα για την προστασία και τη σωστή διαχείριση των ακτών της Μεσογείου με στόχους :
- Υποστήριξη της αειφόρου ανάπτυξης των παράκτιων ζωνών μέσω του σχεδιασμού των δραστηριοτήτων.
- Διατήρηση των παράκτιων ζωνών προς όφελος των σημερινών και μελλοντικών γενεών.
- Η εξασφάλιση της αειφόρου εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων.
- Η διατήρηση της ακεραιότητας των παράκτιων οικοσυστημάτων και της γεωμορφολογίας των παράκτιων ζωνών.
- Η αποτροπή των φυσικών καταστροφών ιδιαίτερα από την κλιματική αλλαγή.
- Η επίτευξη συνοχής μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών πρωτοβουλιών σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, οι οποίες επηρεάζουν τη χρήση των παράκτιων ζωνών
- Στην Ελλάδα ο κύριος Ερευνητικός Ωκεανογραφικός φορέας είναι το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών – ΕΛΚΕΘΕ. που προήλθε από την ενοποίηση το 2001 του Εθνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών-ΕΚΘΕ (1985) με το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης – ΙΘΑΒΙΚ (1987).
- Το μεγαλύτερο Ελληνικό Ωκεανογραφικό σκάφος είναι το ‘’Αιγαίο’’ το οποίο όμως είναι αρκετά παλιό (ναυπήγηση 1985, μετασκευή 1997). Αναγκαία είναι η ναυπήγηση ενός σύγχρονου Ωκεανογραφικού ερευνητικού σκάφους.
Στον τομέα της Ωκεανογραφίας του Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ) πρωτοστάτησε στον Ελληνικό χώρο καθώς το 1974 ιδρύθηκε στο το «Επαγγελματικό Ενδεικτικό Ωκεανογραφίας», με συνεργασία των τμημάτων Βιολογίας, Γεωλογίας, Φυσικής και Χημείας, το οποίο το 1982 εξελίχθηκε σε Μεταπτυχιακό Ενδεικτικό Ωκεανογραφίας και το 2010 μετονομάστηκε σε «Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Ωκεανογραφίας και Διαχείρισης Θαλασσίου Περιβάλλοντος».
Το πρόγραμμα αυτό αποτελεί το παλαιότερο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του ΕΚΠΑ και στα 48 χρόνια της λειτουργίας του έχει απονείμει περισσότερα από 500 μεταπτυχιακά διπλώματα και αρκετές διδακτορικές διατριβές. Η λειτουργία του Π.Μ.Σ. ανέδειξε κατηρτισμένο επιστημονικό δυναμικό το οποίο συμβάλλει στην ανάπτυξη της επιστήμης της Ωκεανογραφίας στη χώρα μας καθώς και στην αντιμετώπιση προβλημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης και προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος. Το Π.Μ.Σ. απέδειξε την δυναμική της διεπιστημονικής συνεργασίας και βοήθησε στην ανάπτυξη της Ωκεανογραφικής έρευνας με την συμμετοχή σε πολλά εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμβολή του στην στελέχωση και ανάπτυξη του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών – ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.
Σήμερα το Διατμηματικό Π.Μ.Σ. έχει μετεξελιχθεί σε δι-ιδρυματικό, με τη συμμετοχή του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. Η θεσμοθέτηση της συνεργασίας ΕΚΠΑ-ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. με την ταυτόχρονη διεθνοποίηση του ΔΠΜΣ Ωκεανογραφίας μέσω της ευρύτερης προβολής του στον ευρωπαϊκό και γενικότερα τον διεθνή χώρο, με την εισαγωγή νέων μαθημάτων, με τη συμμετοχή έμπειρων καθηγητών/ερευνητών και με την πρόσβαση των φοιτητών σε όλες τις διαθέσιμες ερευνητικές υποδομές, έχει αναβαθμίσει σημαντικά την ποιότητα των σπουδών του.
(πληροφορίες https://oceanography-en.geol.uoa.gr )
Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η έλλειψη ενός μικρού ερευνητικού ιδιόκτητου σκάφους του ΕΚΠΑ δυσχεραίνει την ανάπτυξη σπουδών και έρευνας.