Της Ζηνοβίας (Τζένη) Λιαλιούτη, Επίκουρης Καθηγήτριας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ. Το άρθρο βασίζεται σε κεφάλαιο που περιλαμβάνεται στο συλλογικό τόμο Ανδρέας Κακριδής, Σωτήρης Ριζάς (επιμ.), Η Κρίση του 1929 και η Ελλάδα: Οικονομικές, πολιτικές και θεσμικές όψεις, Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 2021.
«Καθημερινώς κατακλύζουν το δημαρχιακόν κατάστημα διάφοροι άποροι αιτούντες ελάχιστον ποσόν προς αγοράν γάλακτος διά τα τέκνα των κ’ τροφής των θηλαζουσών μητέρων» διαπίστωνε, με απόγνωση, ο Δήμαρχος Λαυρεωτικής, το φθινόπωρο του 1933. Η δραματική αυτή περιγραφή αποτύπωνε ένα μικρό μέρος των συνεπειών της οικονομικής κρίσης, η οποία για την πόλη του Λαυρίου, είχε ως αφετηρία το 1929 και συνεχίστηκε με ιδιαίτερη ένταση στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η ελληνική εμπειρία της οικονομικής κρίσης που πυροδοτήθηκε από το Κραχ του 1929 διαφέρει, ως προς τα χαρακτηριστικά και την έντασή της, από την αντίστοιχη εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών ή εκείνης των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο ελληνικό πλαίσιο, η οικονομική κρίση οριοθετείται χρονικά από την κρίση στην αγροτική οικονομία το 1929, με τη σημαντική μείωση του αγροτικού εισοδήματος, και την πτώχευση του Μαΐου 1932. Σε ό,τι αφορά τη σχέση οικονομίας και κοινωνίας, η εμπειρία της κρίσης ήταν συνυφασμένη με τρεις επιμέρους διαστάσεις: α) τις επιπτώσεις του προσφυγικού ζητήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, β) την υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης στα αστικά κέντρα ως συνέπεια της εσωτερικής μετανάστευσης, καθώς και της προσφυγικής εγκατάστασης, και γ) τους κλυδωνισμούς που υφίστατο η εθνική οικονομία.
Η εμπειρία του Λαυρίου αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδειγμα για τις ιδιαίτερες κοινωνικές διαστάσεις της οικονομικής κρίσης, καθώς πρόκειται για μια μικρή βιομηχανική πόλη, με ετερόκλητο πληθυσμό, οργανωμένη εργατική τάξη, η οποία αποτέλεσε, συγχρόνως, και τόπο υποδοχής για σημαντικό αριθμό Μικρασιατών προσφύγων. Στον Δήμο Λαυρεωτικής, οι πρόσφυγες αντιστοιχούσαν στο 19,7%, με τον πληθυσμό της πόλης να εκτιμάται στις 7.921.
Αφετηρία για την κρίση, έτσι όπως αυτή βιώνεται στην πόλη του Λαυρίου, είναι η διάρκειας 47 ημερών απεργία των μεταλλωρύχων το 1929 (από 1.2.1929 έως 18.3.1929) – η οποία σημαδεύτηκε από τη δολοφονία ενός απεργού – και η διακοπή των εργασιών της Ελληνικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου το 1930. Η κρίση της μεταλλευτικής βιομηχανίας συνοδεύθηκε από σημαντική μείωση του πληθυσμού της πόλης, εξέλιξη που επιβάρυνε τον δημοτικό προϋπολογισμό στις αρχές της δεκαετίας του 1930 λόγω της μείωσης των εσόδων. Στο πλαίσιο αυτό, οι δημοτικές αρχές κατανοούν την κρίση ως κατεξοχήν τοπικό φαινόμενο, που συναρτάται κατά κύριο λόγο με την άνοδο της ανεργίας και αποδίδεται στην παγκόσμια κρίση της μεταλλευτικής και μεταλλουργικής βιομηχανίας.
Για την πόλη του Λαυρίου, αυτή είναι μια μεταβατική περίοδος σε ό,τι αφορά τη συγκρότηση της τοπικής ταυτότητας, γεγονός που αντανακλάται στην αμφιθυμία με την οποία αντιμετωπίζονται επιμέρους κοινωνικές ομάδες στις συζητήσεις του Δήμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η στάση του Δημοτικού Συμβουλίου την περίοδο 1929-1930 έναντι της απόφασης της κυβέρνησης να παραχωρήσει γεωργικές εκτάσεις προς τους ακτήμονες μεταλλωρύχους του Λαυρίου. Ο Δήμος, αφού εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο για την «πατρικήν μέριμναν» με την οποία περιέβαλλε την πόλη, ζήτησε την επέκταση του μέτρου ώστε να συμπεριλάβει το σύνολο των ακτημόνων και απόρων κατοίκων της Λαυρεωτικής. Η στόχευση των κυβερνητικών μέτρων στην ομάδα των μεταλλωρύχων προκάλεσε τις αντιδράσεις του Δημοτικού Συμβουλίου, το οποίο έκανε λόγο για «προνομιακή διάκρισι υπέρ ωρισμένης τάξεως εργατών όπερ ούτε νόμιμον ούτε δίκαιον […] είναι».
Σε ό,τι αφορά τον προνοιακό ρόλο του Δήμου έναντι της οξύτατης κοινωνικής κρίσης, αυτός υπήρξε καχεκτικός. Οι δημοτικές αρχές εμφανίζονταν απρόθυμες να αναλάβουν έναν τέτοιο ρόλο, ενώ θεωρούσαν επαρκές ότι ορισμένες προνοιακές υπηρεσίες παρέχονταν από τις μεταλλευτικές εταιρείες και τα αλληλοβοηθητικά ταμεία της πόλης.
Η αυξανόμενη ανεργία στην πόλη προκάλεσε σημαντική πίεση στις οικονομικές δυνατότητες του Δήμου κατά το διάστημα 1932-1933. Ο Δήμαρχος ενημέρωνε το Δημοτικό Συμβούλιο ότι ο Δήμος «όχι μόνον να μη δύναται να επαρκέση κ’ ανταποκριθή εις τας Νέας υποχρεώσεις του αίτινες εδημιουργήθησαν εκ της μεγάλης ανεργίας, αλλά ούτε κ’ εις αυτάς τας στοιχειώδεις του υποχρεώσεις». Την άνοιξη του 1932 ο Δήμος Λαυρεωτικής δήλωνε αδυναμία εκπλήρωσης των μισθοδοτικών του υποχρεώσεων. Προτάσεις για αύξηση των δημοτικών φόρων απορρίφθηκαν ως ανεφάρμοστες, λόγω της έντασης της κρίσης στην πόλη, και ως μόνη διέξοδος θεωρήθηκε η κρατική ενίσχυση με την αύξηση της επιχορήγησης προς τον Δήμο.
Ωστόσο, η κρίση στην πόλη του Λαυρίου έχει σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη του προβληματισμού για την αλλαγή παραγωγικής δραστηριότητας, με τον Δήμο να δραστηριοποιείται για την προσέλκυση μονάδων κλωστοϋφαντουργίας. Η ίδρυση των Κλωστηρίων Λαυρίου από τους Αμπάζογλου και Δέδε, το 1938, με την ενεργό υποστήριξη των δημοτικών αρχών, μπορεί να θεωρηθεί το επιστέγασμα αυτής της προσπάθειας.
Συνοψίζοντας, σε μια μεταβατική περίοδο για το ρόλο του κράτους και τη φυσιογνωμία των ελληνικών πόλεων, ο πολιτικός λόγος και οι αναπαραστάσεις του κοινωνικού ζητήματος στο Δήμο Λαυρεωτικής φωτίζουν τις ιδιαίτερες πτυχές της κρίσης του 1929 στην ελληνική περίπτωση.