Την Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023, το Εργαστήριο Μελέτης Ελληνογερμανικών Σχέσεων και ο Τομέας Κοινωνικής Θεωρίας και Κοινωνιολογίας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημοσίας Διοίκησης του ΕΚΠΑ, φιλοξένησαν τον κ. Ιωάννη Μπρίγκο, υποψήφιο διδάκτορα στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Ο κ. Μπρίγκος πραγματοποίησε διάλεξη με θέμα “Ανθρωπιστές, Ουδέτεροι ή Ρεαλιστές; Οι σχέσεις της Αυστρίας με τη Δικτατορία, 1967-1974”, την οποία παρακολούθησαν προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές, καθώς και διδάσκοντες του τμήματος ΠΕΔΔ.
Στη διάλεξή του ο κ. Μπρίγκος παρουσίασε μια ανεξερεύνητη μελέτη περίπτωσης των διακρατικών σχέσεων του Ψυχρού Πολέμου, αυτή μεταξύ της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του δικτατορικού καθεστώτος των Συνταγματαρχών (1967-1974) από τη μια και των αυστριακών κυβερνήσεων υπό τις κυβερνήσεις των Josef Klaus (Λαϊκό Κόμμα ÖVP, 1966-1970) και Bruno Kreisky (Σοσιαλιστικό Κόμμα SPÖ, 1970-1974) από την άλλη.
Με τη βοήθεια της μεθοδολογίας του «περικεντρικού μοντέλου» (pericentrism) της μελέτης του Ψυχρού Πολέμου όπως καθιερώθηκε από τον Tony Smith (2000) και του κλάδου της Νέας Διπλωματικής Ιστορίας (New Diplomatic History) που φέρνει στο επίκεντρο πρωταγωνιστές μεσαίου και μικρότερου βεληνεκούς σε διπλωματικό επίπεδο, αλλά και μη κρατικούς φορείς στο ρόλο τους ως διπλωματικών συνδέσμων, ο κ. Μπρίγκος υποστήριξε ότι η ψυχροπολεμική διπλωματία της Βιέννης δεν ανταποκρινόταν πάντοτε στις προϋποθέσεις του συμφώνου ουδετερότητας, όπως διακηρύχθηκε και υπογράφηκε το 1955 (Αυστριακή Κρατική Συνθήκη). Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Αυστρία άσκησε τη δική της realpolitik παρέχοντας συγκεκαλυμμένη στήριξη στη δικτατορία, όπως φάνηκε στην «Ελληνική υπόθεση» στο Συμβούλιο της Ευρώπης (1967-1969). Επιπρόσθετα, απτό παράδειγμα των αγαστών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες μεταπολεμικές αυστριακές επενδύσεις στο εξωτερικό, όπως μαρτυρά η συμφωνία της αυτοκινητοβιομηχανίας Steyr-Daimler-Puch-AG και η ίδρυση συνακόλουθα της θυγατρικής της εταιρείας Steyr-Hellas (μετέπειτα ΕΛΒΟ) στη Β. Ελλάδα το έτος 1972, στο ύψος των 78 $ εκατομμυρίων.
Παράλληλα, η διάλεξη του κ. Μπρίγκου εστίασε στο πως η ελληνική χούντα στόχευσε αρχικά στη διατήρηση κι έπειτα στην ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, προκειμένου να εδραιωθεί τόσο στο εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο και να προσελκύσει τα πολυπόθητα ξένα κεφάλαια. Ενισχύοντας συνεχώς τους διαύλους επικοινωνίας με την αυστριακή διπλωματία οι Έλληνες ανώτεροι αλλά και μεσαίου βεληνεκούς διπλωμάτες προσπάθησαν — και πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό — να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της Βιέννης, στην προσπάθεια της δικτατορίας να ασκήσει μια — τηρουμένων των αναλογιών — αυτόνομη εξωτερική πολιτική προς αποφυγήν της διεθνούς απομόνωσης.
Τέλος, ξεχωριστή πτυχή της διάλεξη υπήρξε το ζήτημα της ανθρωπιστικής διάστασης της αυστριακής εξωτερικής πολιτικής σε συνάρτηση με τη στάση της αυστριακής κοινής γνώμης. Ειδικότερα, η Βιέννη παρενέβη πολλάκις σε υποθέσεις Ελλήνων πολιτικών κρατουμένων, είτε απαιτώντας την καλύτερη μεταχείρισή τους είτε την αποφυλάκισή ή τροποποίηση της ποινής τους. Αν και η στάση αυτή των Αυστριακών προκάλεσε συχνά την μήνι των στρατιωτικών και οδήγησε σε μικρής έκτασης διπλωματικά επεισόδια, μολαταύτα δε στάθηκε εμπόδιο στην εν γένει άριστη επικοινωνία και συνεργασία της διπλωματίας των δυο κρατών κατά τη διάρκεια της επταετίας.
Μετά την ολοκλήρωση της διάλεξη, ακολούθησε συζήτηση με το κοινό για ζητήματα που αφορούν στη σχέση ιδεολογίας και εξωτερικής πολιτικής στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και υπό το πρίσμα της ιστορικής διαδρομής των δύο χωρών.