Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Routledge το νέο βιβλίο με τίτλο “Resilience in Modern Day Organizations” το οποίο πραγματεύεται το ζήτημα της ψυχικής ανθεκτικότητας (resilience) στους σύγχρονους οργανισμούς.
Στην συγγραφική ομάδα του βιβλίου συμμετέχει ο Καθηγητής του ΕΚΠΑ κ. Αλέξανδρος-Σταμάτιος Αντωνίου μαζί με την Ritsa S. J. Fotinatos-Ventouratos και τον Cary L. Cooper.
***
Η σημασία της ανθεκτικότητας για τους σύγχρονους οργανισμούς
Fotinatos-Ventouratos, R. S., Cooper, C. L., & Antoniou, A.-S. (Eds) (2023)
Το ζήτημα της ψυχικής ανθεκτικότητας (resilience) έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης επί πολλά έτη και από σημαντικό αριθμό επιστημόνων ανά την υφήλιο (π.χ. Barker και συν., 2021﮲ Crane, 2017). Ο όρος εισήχθη στην αγγλική γλώσσα κατά τις αρχές του 17ου αιώνα από το λατινικό ρήμα «resilio» το οποίο σημαίνει «ανακάμπτω» ή «ανακρούω». Πράγματι, η ανθεκτικότητα συνιστά μια έννοια η οποία δεν έχει μόνο μελετηθεί από επιστήμονες οι οποίοι εκπροσωπούν ένα ευρύ επιστημονικό φάσμα αλλά δύναται να εμπεριέχει και πολλαπλά νοήματα ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο εφαρμόζεται όπως και το υπό διερεύνηση περιεχόμενο. Για παράδειγμα, οι Meredith και συνεργάτες (2011) επανεξέτασαν την βιβλιογραφία αναφορικά με την ανθεκτικότητα και διαπίστωσαν ότι άλλοι ερευνητές κατά το παρελθόν είχαν διατυπώσει συνολικά 104 διαφορετικούς ορισμούς για την εννοιολογική αυτή κατασκευή. Παρά τη διαφοροποίηση που επισημάνθηκε σε σχέση με το περιεχόμενο της έννοιας «ανθεκτικότητα», και οι 104 αυτοί ορισμοί συνέτειναν ως προς το ότι ο όρος «ανθεκτικότητα» αυτός καθαυτός προσδιορίζεται με θετικό πρόσημο και περιγράφεται συχνά στη συναφή βιβλιογραφία ως «η ικανότητα ανάκαμψης από αντίξοες συνθήκες», ενώ ταυτόχρονα είναι ευρέως αποδεκτό ότι συνιστά ένα σύνθετο, δυναμικό και πολύπλευρο φαινόμενο (Armaou & Antoniou, 2014a).
Πέραν του μεγάλου αριθμού επιστημονικής βιβλιογραφίας που στόχο έχει να προσδιορίσει με ακρίβεια τη συγκεκριμένη έννοια, ο όρος «ανθεκτικότητα» έχει λάβει επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση, με την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία (ΑΡΑ, 2016) να σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι η ανθεκτικότητα αναφέρεται στην ικανότητα προσαρμογής στο στρες και τις αντιξοότητες της ζωής. Επιπρόσθετα, η οργανωσιακή ανθεκτικότητα στον χώρο εργασίας αποτελεί πλέον ένα ιδιαίτερα επίκαιρο θέμα συζήτησης και διερεύνησης μεταξύ των οργανωσιακών ψυχολόγων σε παγκόσμια κλίμακα. Ενδεχομένως, θα ήταν σκόπιμο να υποστηριχθεί ότι όλη αυτή η ενδελεχής έρευνα για την ανθεκτικότητα σε οργανωσιακά πλαίσια δε θα μπορούσε να είχε πραγματοποιηθεί σε πιο αντιπροσωπευτική περίοδο, δηλαδή από το 2007 και εφεξής, δεδομένων των δύσκολων συνθηκών των οποίων οι πολίτες και οι εργαζόμενοι κατέστησαν αυτόπτες μάρτυρες: αρχικώς, ως συνέπεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης (Fotinatos-Ventouratos & Cooper, 2015) και εν συνεχεία εξαιτίας των συνεπειών της πανδημίας του COVID-19. Ως εκ τούτου, κρίνεται ως επιβεβλημένη η έρευνα ως προς το θέμα της ανθεκτικότητας επί τη βάσει αξιολόγησης ερευνητικών δεδομένων που αφορούν σε πολλαπλές ατομικές και οργανωσιακές προκλήσεις οι οποίες και θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν.
Με βάση τις ανωτέρω διαπιστώσεις είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι οργανωσιακοί ψυχολόγοι έχουν πραγματοποιήσει ένα συστηματικό ερευνητικό έργο το οποίο μέχρι τώρα έχει δώσει έμφαση πρωταρχικώς στα ατομικά χαρακτηριστικά τα οποία θεωρούνται αναγκαία για να ενισχυθούν τα επίπεδα ανθεκτικότητας στην εργασία. Παραδείγματος χάριν, o Kakkar (2019) αναφέρει ότι «η έρευνα υποδεικνύει ότι οι ανθεκτικοί άνθρωποι μπορούν να διαχειριστούν το στρες και να αντιμετωπίσουν αντίξοες συνθήκες» και επιπλέον ότι «οι οργανισμοί με ανθεκτικούς εργαζομένους είναι πιο πιθανό να ευημερούν σε αβέβαια εργασιακά περιβάλλοντα». Ομοίως, έχει επισημανθεί (King και συν., 2016) μια σειρά από ατομικούς προστατευτικούς παράγοντες όπως η αυτοεκτίμηση, η αυτοαποτελεσματικότητα και η αισιοδοξία, οι οποίοι σχετίζονται με την ανθεκτικότητα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που έχει συνδεθεί με την ανθεκτικότητα είναι η ικανότητα αντιμετώπισης στρεσογόνων καταστάσεων (coping), το οποίο σχετίζεται με γνωστικές και συμπεριφορικές προσπάθειες οι οποίες απώτερο στόχο έχουν τη μείωση της έντασης που δημιουργείται από στρεσογόνα γεγονότα και την ανάκτηση των προσωπικών πόρων (resources) (Armaou & Antoniou, 2016b).
Επιπλέον, άλλοι ψυχολογικοί πόροι που είναι φορτισμένοι με θετικό πρόσημο όπως η ελπίδα, η αισιοδοξία και η ύπαρξη νοήματος ζωή φαίνεται να σχετίζονται αρνητικά με την ψυχική δυσφορία (Drosos & Antoniou, 2016) και να μπορούν να διαδραματίσουν έναν προστατευτικό ρόλο στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας για το άτομο. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι υπάρχει επαρκής ερευνητική τεκμηρίωση η οποία, πράγματι, έχει αναδείξει σε σημαντικό βαθμό ατομικούς παράγοντες για τον/την εργαζόμενο/η σε σχέση με τη βελτίωση της ανθεκτικότητας στο χώρο εργασίας. Τέτοιοι παράγοντες μπορούν να αφορούν και στον τρόπο που οι ηγέτες -ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες στο οργανωσιακό περιβάλλον- αλληλεπιδρούν με τους εργαζομένους και διαμορφώνουν δυναμικές που θεωρούνται απαραίτητες για την αύξηση των ποσοστών απόδοσής τους, καθώς και για τη διαχείριση ενδο-οργανωσιακών κρίσεων (Antoniou, 2021).
Ωστόσο, μετά την ανασκόπηση των διεθνών ερευνών καθίσταται φανερό ότι δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς το ζήτημα που σχετίζεται με το τί οι σύγχρονοι οργανισμοί μπορούν -και θα έπρεπε- να κάνουν με σκοπό την ενίσχυση της ανθεκτικότητας στον χώρο των επιχειρήσεων. Επιπρόσθετα, διαπιστώνεται περιορισμένη σε μεγάλο βαθμό προσοχή που έχει δοθεί στην αναγκαιότητα ύπαρξης εθνικών ή/και ευρωπαϊκών χρηματοδοτούμενων πρωτοβουλιών προκειμένου να αμβλυνθούν οι αρνητικές συνέπειες τόσο της οικονομικής κρίσης όσο και της πανδημίας του COVID-19 και να εδραιωθούν η ανθεκτικότητα και η ψυχική υγεία (π.χ. Drosos και συν., 2021) στους οργανισμούς.
Με βάση τα ανωτέρω, ως επιμελητές του παρόντος τόμου κρίναμε ότι υπήρχε περιορισμένος αριθμός θεωρητικών και εμπειρικών ερευνών που να πιστοποιούν ότι έχει εξεταστεί συστηματικώς το σύνολο των οργανωσιακών παραμέτρων οι οποίες μπορούν να προάγουν την ανθεκτικότητα σε οργανωσιακά πλαίσια. Από την άλλη πλευρά, αυτό που φαίνεται να έχει πραγματοποιηθεί προς την κατεύθυνση αυτή είναι η συναφής έρευνα η οποία εστιάζει πρωτίστως στον εντοπισμό χαρακτηριστικών προσωπικότητας σε κάθε άτομο που ενδεχομένως θα μπορούσαν να προβλέψουν την ατομική ανθεκτικότητα εντός του εργασιακού περιβάλλοντος. Ωστόσο, για να είναι εφικτό για τους εργαζομένους να βιώνουν υψηλά επίπεδα ευεξίας κατά την παραμονή τους στην εργασία, και ειδικά υπό δυσχερείς κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, προκύπτει ως επιτακτική η ανάγκη για ανάλυση των οργανωσιακών παραγόντων και οργανωσιακών πόρων οι οποίοι θα επιτρέψουν στο ανθρώπινο δυναμικό να είναι δραστήριο και δημιουργικό και να αποδειχθεί «ανθεκτικό» στον χώρο εργασίας. Μόνο όταν και οι δυο αυτοί βασικοί πυλώνες θα έχουν αναδειχθεί και διερευνηθεί επαρκώς θα μπορέσει να σχηματιστεί η πλήρης εικόνα του τι είναι η οργανωσιακή ανθεκτικότητα με το σύνολο των επιμέρους στοιχείων που την αποτελούν.
Κατά συνέπεια, ως επιμελητές της παρούσας έκδοσης -και μάλιστα και οι τρεις με την ιδιότητα του οργανωσιακού ψυχολόγου- λάβαμε την απόφαση να έρθουμε σε επικοινωνία με ακαδημαϊκούς από όλον τον κόσμο προκειμένου να τους προσκαλέσουμε να συμμετάσχουν με συναφές δικό τους κείμενό στο έργο: «Η Ανθεκτικότητα στους Σύγχρονους Οργανισμούς» (Resilience in Modern Day Organizations). Με όλα τα ανωτέρω κατά νου, ενθαρρύνουμε τους αναγνώστες να μελετήσουν κάθε τμήμα του παρόντος τόμου συνθετικά και συμπληρωματικά. Το Μέρος Ι του βιβλίου, πραγματεύεται κεντρικά θεωρητικά, εννοιολογικά και επιστημονικά στοιχεία του όλου ζητήματος. Το Μέρος ΙΙ, θέτει υπό εξέταση το τι είναι ανθεκτικότητα μέσω της αξιολόγησης με επιστημονικά κριτήρια τόσο κεντρικών εργασιακών παραμέτρων όσο και άλλων εμπλεκόμενων διαστάσεων του ευρύτερου συγκείμενου της υφιστάμενης διεθνούς κατάστασης. Στο Μέρος ΙΙΙ, οι συγγραφείς θέτουν προς συζήτηση προτάσεις για μελλοντική έρευνα με το σκεπτικό να ενισχυθεί το εννοιολογικό υπόβαθρο της ανθεκτικότητας και να επανεξεταστούν οι υπάρχουσες υποθέσεις για τα αποτελέσματά της στους οργανισμούς.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω και έχοντας οργανώσει το παρόν πόνημα βασιζόμενοι σε μία συγκεκριμένη δομή, θεωρούμε ότι οι αναγνώστες θα συμφωνήσουν ότι δεδομένων και των υφιστάμενων ατομικών, οργανωσιακών και κοινωνικών προκλήσεων σε παγκόσμια κλίμακα, η μελέτη για την ψυχική ανθεκτικότητα αναμφίβολα μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη αρωγός και ενδεχομένως περισσότερο από ποτέ άλλοτε στο να κατανοήσουμε πώς το εργασιακό περιβάλλον δύναται να επηρεάσει με θετικό αλλά και με αρνητικό πρόσημο την ψυχική ευεξία των εργαζόμενων. Κλείνοντας, θα μπορούσε να διατυπωθεί η άποψη ότι τα διεθνή γεγονότα σε πολιτικό, διπλωματικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο -μετά και τα βιώματα από τα πρόσφατα διεθνή κοινωνικά συμβάντα με τα οποία έχουν έρθει αντιμέτωποι οι πολίτες και οι εργαζόμενοι ανά την υφήλιο- καθιστούν αναγκαία για το κάθε άτομο την προσαρμοστικότητα στην αλλαγή, την αυτορρύθμιση και την ευελιξία με τελικό στόχο τα υψηλά επίπεδα ψυχικής ευεξίας και αναβάθμισης των δεικτών ποιότητας ζωής.
( απόδοση της εισαγωγής του βιβλίου)