Ο Πρύτανης του Ε.Κ.Π.Α., Καθηγητής κ. Γεράσιμος Σιάσος, έδωσε ομιλία σχετική με το brain drain στις 28 Μαρτίου 2024 στο 2ο Star Forum το οποίο διοργανώνεται από το STAR Κεντρικής Ελλάδας, το πενθήμερο 26 – 30 Μαρτίου, στην Πανελλήνια Έκθεση Λαμίας.
Ο Πρύτανης στην ομιλία του ανέφερε: «Η οικονομική κρίση στη χώρα μας τα προηγούμενα χρόνια πυροδότησε ένα είδος σύγχρονης μετανάστευσης – πιο σωστά φυγής στο εξωτερικό. Μια μετανάστευση υψηλής ειδίκευσης που αφορά νέους με πανεπιστημιακή εκπαίδευση, με μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους σπουδών.
Ιστορικά, τις δύσκολες δεκαετίες του ’60 και του ’70 η μετανάστευση λειτούργησε ευεργετικά για τη χώρα, αφού οι περισσότεροι νέοι που έφευγαν για σπουδές επέστρεφαν αργότερα στελεχώνοντας πανεπιστήμια, οργανισμούς και διοίκηση συμβάλλοντας στην ανάπτυξη και πρόοδο της χώρας.
Η μετανάστευση όμως στα χρόνια της πρόσφατης κρίσης δεν είχε τα ίδια χαρακτηριστικά. Αυτή τη φορά οι υψηλών προσόντων νέοι αναζητούσαν μονιμότερη εγκατάσταση στην αλλοδαπή χωρίς μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς επιστροφής.
Θα ξεκινήσω με κάτι που μπορεί να ακουστεί παράδοξο. Εάν κάτι δείχνει το φαινόμενο του brain drain, δηλαδή η μαζική μετανάστευση Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό, είναι πρώτα από όλα ότι τα δημόσια πανεπιστήμια στη χώρα μας, αυτά από τα οποία αποφοίτησαν οι νέοι που μετά μεταναστεύουν, έχουν εξαιρετικά υψηλό επίπεδο.
Δηλαδή, αποδεικνύεται ότι τα δημόσια πανεπιστήμια, τα οποία έχουν στοχοποιηθεί από ορισμένους, αναγνωρίζονται στο εξωτερικό ως ιδρύματα από όπου αποφοιτούν υψηλού επιπέδου επιστήμονες.
Κάτι που δείχνει ότι μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι τα δημόσια πανεπιστήμια ανεβαίνουν διαρκώς στις διεθνείς κατατάξεις. Ούτε είναι τυχαίο ότι η ελληνική κοινωνία θεωρεί ότι έχουν υψηλό κύρος. Αυτό είναι το αποτέλεσμα του αγώνα που κάνουν τα δημόσια πανεπιστήμια, όπως το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, του οποίου έχω την τιμή και τη βαριά ευθύνη να είμαι πρύτανης.
Σε πρόσφατη πανελλήνια δημοσκόπηση οι πολίτες εμπιστεύονται, σε συντριπτικό ποσοστό, τα δημόσια πανεπιστήμια ενώ το Ε.Κ.Π.Α. επιλέγεται ως κορυφαίο πανεπιστήμιο για το κύρος του και την ποιότητα σπουδών του από σχεδόν το 80% της ελληνικής κοινωνίας. Είναι, άλλωστε, στις διεθνείς κατατάξεις κορυφαίο Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα, 16ο στην Ευρώπη και 89ο στον κόσμο.
Και αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με μια εκρηκτική αντίφαση:
Από τη μια βλέπουμε ότι παρ’ όλα τα εμπόδια που βάζουν οι επιπτώσεις από την υποστελέχωση, την υποχρηματοδότηση και την επίμονη γραφειοκρατία, στη χώρα μας παράγεται διαρκώς επιστημονική γνώση, έρευνα και καταρτίζεται ένα επιστημονικό δυναμικό με σημαντικές ερευνητικές και τεχνολογικές δυνατότητες.
Από την άλλη, αυτή η χώρα αυτό το δυναμικό δεν το αξιοποιεί, παρότι όλες και όλοι μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο μεγάλη θα ήταν η συνεισφορά του και στην οικονομική ανάπτυξη και στην ενίσχυση του αισθήματος κοινωνικής ευημερίας και ασφάλειας.
Και ενώ πολλά από τα Πανεπιστημιακά τμήματά μας συγκαταλέγονται ανάμεσα στα κορυφαία παγκοσμίως, χάρη στις ερευνητικές επιδόσεις τους, βάσει σχετικής μελέτης του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης, όπου ο δείκτης απήχησης των δημοσιεύσεων από ελληνικούς φορείς είναι πολύ μεγαλύτερος από τον παγκόσμιο μέσο όρο και αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια, με το 83% αυτών να προέρχεται από τα δημόσια πανεπιστήμια, κάθε χρόνο χάνουμε χιλιάδες άξιους επιστήμονες οι οποίοι γίνονται ανάρπαστοι σε μεγάλα πανεπιστήμια ή ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η χώρα εγκαταλείπεται από το δυναμικό που αντιπροσωπεύει το ίδιο της το μέλλον.
Και μπορεί να έχουν ανακοπεί, με βάση τα στοιχεία, οι ρυθμοί της μαζικής φυγής στο εξωτερικό, όμως δεν έχει σταματήσει το brain drain και εκτιμάται ότι 250.000 εργαζόμενοι, οι περισσότεροι επιστήμονες, εξακολουθούν να είναι στο εξωτερικό. Άρα το πρόβλημα είναι ενεργό.
Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι οι μισοί επιθυμούν αυτή τη στιγμή να επιστρέψουν μόνιμα στην Ελλάδα. Όμως, το πρόβλημα είναι ότι ολοένα και περισσότεροι σκέφτονται να μείνουν μόνιμα. Ήδη το ένα τρίτο σκέφτεται τον επαναπατρισμό μόνο όταν πάρει σύνταξη.
Πολλοί λόγοι μάς οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση. Καταρχάς η μεγάλη οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας διαμόρφωσε όντως μία συνθήκη όπου για τους νέους η μόνη επαγγελματική προοπτική ήταν να φύγουν στο εξωτερικό. Έπειτα, ακόμη και εάν έβρισκαν δουλειά στην Ελλάδα ανάλογη με τα υψηλά προσόντα τους, οι απολαβές ήταν συντριπτικά χαμηλότερες με αυτές που θα είχαν στο εξωτερικό. Και ο τρίτος λόγος είναι ότι ο κατεξοχήν χώρος που θα μπορούσε να προσελκύσει και να απασχολήσει αυτούς τους υψηλά καταρτισμένους νέους επιστήμονες, δηλαδή ο χώρος της έρευνας, στην Ελλάδα δέχτηκε μεγάλα πλήγματα εκείνη την περίοδο. Αρκεί να σκεφτούμε το πάγωμα νέων προκηρύξεων θέσεων για χρόνια, αλλά και την καθυστέρηση ακόμη και των διορισμών όσων καθηγητών Πανεπιστημίου είχαν εκλεγεί.
Οι νέοι επιστήμονες αντιλαμβάνονται ότι οι προσπάθειες και η επένδυση στην εκπαίδευση και την υψηλή εξειδίκευση δεν ανταμείβονται, γιατί το παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας μας δεν τους δίνει ευκαιρίες ανάπτυξης και εξέλιξης.
Έτσι η σκιά του “brain drain” εξακολουθεί να βαραίνει την ελληνική πραγματικότητα, υποδεικνύοντας ότι η χώρα δεν έχει ακόμη ξεπεράσει πλήρως τις δυσκολίες που προέκυψαν από την περίοδο της κρίσης και των μνημονίων.
Ακόμη και σήμερα πολλοί από αυτούς τους νέους μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους στα ελληνικά δημόσια Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα επιλέγουν να φύγουν στο εξωτερικό, προσφέροντας τις γνώσεις τους και τις δεξιότητές τους στις οικονομίες άλλων χωρών με ολέθριες επιπτώσεις για τη χώρα μας που επένδυσε στην εκπαίδευσή τους, αλλά δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί το πολύτιμο ανθρώπινο- επιστημονικό της κεφάλαιο.
Η επιστροφή των Ελλήνων επιστημόνων που έφυγαν στο εξωτερικό αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα για την επόμενα χρόνια, καθώς οι καλύτερες προοπτικές που εμφανίζει σήμερα η ελληνική οικονομία σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία δημιουργούν τις συνθήκες περιορισμού του φαινομένου της διαρροής ανθρώπινου κεφαλαίου. Τα στοιχεία όμως δείχνουν ότι το αναμενόμενο brain gain καθυστερεί. Κι όπως σημειώνουν με νόημα οι οικονομολόγοι, ο πραγματικός δείκτης οικονομικής ανάκαμψης για μια χώρα είναι η δημιουργία ρεύματος επιστροφής αυτών που έφυγαν.
Η ανακοπή αυτή της συνεχιζόμενης διαρροής επιστημονικού δυναμικού της χώρας, αυτής της πραγματικής διανοητικής αιμορραγίας αποτελεί αυτή τη στιγμή μια εθνική προτεραιότητα. Δεν είναι απλώς ένα «κοινωνικό θέμα». Έχει να κάνει με το εάν θέλουμε ένα μέλλον γι’ αυτή τη χώρα που να στηρίζεται στην υψηλή τεχνολογία και την ανάπτυξη που να σχετίζεται με την ένταση γνώσης και έρευνας και όχι απλώς εργασίας.
Το ερώτημα λοιπόν πώς θα αναστρέψουμε το “brain drain” σε “brain gain” παραμένει.
Η λύση είναι σύνθετη αλλά σίγουρα θα εμπεριέχει την αντιμετώπιση δύο σημαντικών συνιστωσών: πρωτίστως την έλλειψη θέσεων στα πανεπιστημιακά Ιδρύματα αλλά και τις χαμηλές αμοιβές. Και στις δύο αυτές συνιστώσες υπάρχουν αδιάψευστοι αριθμοί. Τα τελευταία 15 χρόνια τα Πανεπιστήμια έχουν χάσει το 30% των θέσεων τους (περίπου 2.500 θέσεις Πανεπιστημιακών) οι οποίες ουδέποτε αναπληρώθηκαν. Αν τα Πανεπιστήμια διέθεταν αυτές τις θέσεις σίγουρα χιλιάδες εξαιρετικοί απόφοιτοί μας θα είχαν παραμείνει ή θα είχαν επιστρέψει να υπηρετήσουν την επιστήμη στην Ελλάδα.
Ένα ακόμα αντικίνητρο για το «brain gain» είναι οι πολύ χαμηλές αποδοχές των Καθηγητών Πανεπιστημίου στην Ελλάδα, οι οποίες τα τελευταία 20 έτη υπέστησαν σημαντικές οριζόντιες περικοπές που έφτασαν έως και 40%. Πράγματι, οι αποδοχές των Πανεπιστημιακών στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη καταλαμβάνοντας την προτελευταία θέση πριν την Ουγγαρία, όπως καταδεικνύεται και από δημοσιευμένες μελέτες.
Χωρίς αξιοπρεπείς αποδοχές δεν μπορούν τα ιδρύματα να προσελκύσουν τους επιστήμονες που ήδη εργάζονται στο εξωτερικό με υψηλές αμοιβές και υπό εργασιακά καλύτερες συνθήκες. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με δύο αποφάσεις του, δικαίωσε τους Πανεπιστημιακούς για τις χαμηλές αποδοχές τους και επιβάλλει την επαναφορά του μισθολογίου τους στα επίπεδα πριν από τις μειώσεις, ώστε να ανταποκρίνεται στα αυξημένα προσόντα και στις απαιτήσεις του έργου που επιτελούν οι Καθηγητές Πανεπιστημίου.
Οι αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο των Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών και η ίδρυση Ξενόγλωσσων Προπτυχιακών Προγραμμάτων Σπουδών ενίσχυσαν την αυτονομία και την εξωστρέφεια των Πανεπιστημίων. Όμως τα Πανεπιστήμια αυτή τη στιγμή έχουν ανάγκη από «νέο αίμα». Το ότι χρειάστηκε προσπάθεια ακόμη και για να εξασφαλίσουμε πολύ πρόσφατα τη νομοθέτηση της άμεσης επαναπροκήρυξης των θέσεων όσων αφυπηρετούν είναι ενδεικτικό των δυσκολιών που αντιμετωπίζουμε. Και εάν στέκομαι στα Πανεπιστήμια, είναι γιατί αυτός είναι ο χώρος στον οποίο εργάζομαι και τον οποίο υπηρετώ. Όμως, ανάλογα είναι τα πράγματα και στο σύνολο της ερευνητικής υποδομής της χώρας.
Και πολύ φοβάμαι ότι δεν θα αποτελέσει διέξοδο και απάντηση αυτό που έχει ακουστεί, δηλαδή ότι τα μη κρατικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που πρόσφατα θεσμοθετήθηκαν θα συμβάλουν στη αναστροφή του brain drain, γιατί πιστέψτε με, νέοι επιστήμονες με σημαντικές ακαδημαϊκές προοπτικές δεν θα εγκαταλείψουν εύκολα τα Ιδρύματα υψηλού κύρους του εξωτερικού. Ωστόσο, η ενίσχυση των δημόσιων Πανεπιστημίων που βρίσκονται πολύ ψηλά στις διεθνείς κατατάξεις είναι σίγουρα μια ενδεδειγμένη λύση, κάτι που πλέον επιδιώκει η Πολιτεία.
Προφανώς και το brain gain δεν είναι υπόθεση μόνο των δημοσίων πανεπιστημίων και των δημόσιων ερευνητικών κέντρων. Όμως, επειδή τα δημόσια πανεπιστήμια και τα δημόσια ερευνητικά ιδρύματα είναι ο κορμός της έρευνας στη χώρα μας, είναι αυτά που θα δώσουν τον τόνο, που θα δείξουν ότι όντως θέλουμε αυτό το δυναμικό να δουλέψει και να συνεισφέρει εδώ. Γιατί με αυτόν τον τρόπο και ο ιδιωτικός τομέας θα λάβει το μήνυμα και η τάση θα αντιστραφεί πραγματικά.
Μπορώ, όμως, να αναφερθώ και σε έναν άλλο τομέα, τον οποίο επίσης γνωρίζω. Αυτόν της δημόσιας υγείας. Άλλωστε, τα δημόσια πανεπιστημιακά νοσοκομεία και οι πανεπιστημιακές κλινικές είναι η ραχοκοκαλιά του συστήματος υγείας, την ώρα που μεγάλο μέρος του δυναμικού των επιστημόνων που είναι στο εξωτερικό είναι απόφοιτοι των δικών μας ιατρικών σχολών. Η επιστροφή ιατρών και νοσηλευτών θα σημάνει ταυτόχρονα και την σημαντική αναβάθμιση του προσφερόμενου έργου από το σύστημα υγείας και την πλήρη στελέχωση των νοσοκομείων. Αρκεί βεβαίως να έχουν το κίνητρο ότι θα δουλέψουν σε ένα σύστημα υγείας που θα αμείβει αξιοπρεπώς και θα προσφέρει ανθρώπινες συνθήκες εργασίας.
Για τον λόγο αυτόν ήταν ιδιαίτερα σημαντική η κατανομή 270 θέσεων πανεπιστημιακών ιατρών για όλες τις πανεπιστημιακές κλινικές της χώρας, κάτι που δείχνει ότι η Πολιτεία έχει αναγνωρίσει το πρόβλημα και ήδη επιδιώκει τη λύση του.
Επιτρέψτε μου ολοκληρώνοντας να υπογραμμίσω κάτι: Στα Πανεπιστήμια δεν παραπονιόμαστε, ούτε γκρινιάζουμε. Δεν ήταν ποτέ, ούτε θα γίνει «άλλοθι» η έλλειψη προσωπικού που αντιμετωπίζουμε για να μην κάνουμε τη δουλειά μας. Εμείς επιτελούμε το έργο μας και τα αποτελέσματα τα βλέπετε στις διεθνείς κατατάξεις, στα ερευνητικά αποτελέσματα, στην εμπιστοσύνη των φοιτητών και της ελληνικής κοινωνίας. Όμως, αναρωτηθείτε πόσα πράγματα παραπάνω θα μπορούσαμε να κάνουμε εάν είχαμε αυτό το δυναμικό εδώ, στην πατρίδα του, να προσφέρει.
Και χωρίς να μπω σε «ανταγωνισμό» για το τι συνιστά τη «βαριά βιομηχανία» της χώρας, γνωρίζουμε όλοι ότι χωρίς επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη υψηλής τεχνολογίας, μέλλον δεν υπάρχει.
Με νέες θέσεις ακαδημαϊκού προσωπικού, αξιοπρεπείς αποδοχές και αναβάθμιση των υποδομών θα μπορέσουν τα Πανεπιστήμια να απορροφήσουν το εξαιρετικό επιστημονικό προσωπικό και να συμβάλλουν καθοριστικά στην πολυπόθητη αντιστροφή του Brain Drain.
Η χώρα βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Ή θα κερδίσει μία λαμπρή γενιά που θα στελεχώσει την Ελλάδα της προόδου και της πρωτοπορίας ή θα απολέσει ένα σημαντικό μέρος από την αναπτυξιακή αλλά και την ευρύτερη κοινωνική και εθνική δυναμική της.»