Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

Οι Ιογενείς Ηπατίτιδες αποτελούν πολύ σημαντικά προβλήματα δημόσιας υγείας, που δυστυχώς ευθύνονται για 1,3 εκατομμύρια θανάτους στον κόσμο κάθε χρόνο. Έτσι, οι ιοί ηπατίτιδας αποτελούν τους πιο θανατηφόρους ιούς παγκοσμίως μετά τον πρόσφατο κορωνοϊό και ευθύνονται για περισσότερους από τους θανάτους που προκαλούνται από τον ιό του AIDS, την ελονοσία και τη φυματίωση. Ταυτόχρονα, υπάρχουν πάνω από 2 εκατομύρια νέες λοιμώξεις με ιούς ηπατίτιδας κάθε χρόνο παγκοσμίως και πάνω από 300 εκατομύρια άνθρωποι που ζουν με Χρόνια Ιογενή Ηπατίτιδα. Υπολογίζεται ότι οι θάνατοι από Ιογενείς Ηπατίτιδες θα αυξηθούν σημαντικά τα επόμενα χρόνια παρά την διαθεσιμότητα ιδιαίτερα αποτελεσματικών θεραπειών, γιατί οι ιογενείς ηπατίτιδες είναι συχνά ασυμπτωματικές, δεν διαγιγνώσκονται έγκαιρα και παραμένουν υποεκτιμημένες χωρίς την απαραίτητη προσοχή από τις Αρχές και τον ιατρικό χώρο.

Το 2010, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας  (ΠΟΥ) όρισε την 28η Ιουλίου ως Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ιογενών Ηπατιτίδων, μία από τις μόλις 4 επίσημες συγκεκριμένες Παγκόσμιες Ημέρες Υγείας. Επίσης, το 2016, ο ΠΟΥ κάλεσε όλες τις χώρες να οργανώσουν σχέδια εξάλειψης των ιογενών ηπατιτίδων με βασικούς στόχους τη μείωση της επίπτωσης κατά 90% και της σχετικής θνητότητας κατά 65% μέχρι το 2030. Η Ελλάδα έχει συμφωνήσει σε αυτή την προσπάθεια και έχει ετοιμάσει από το 2017 ολοκληρωμένο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Ηπατίτιδα C, που ξεκίνησε να υλοποιείται το 2018 αλλά χωρίς την απαραίτητη παρακολούθηση.

Οι Οξείες Ηπατίτιδες (Α, Β, C, D, E) μπορεί να είναι χωρίς συμπτώματα ή να συνοδεύονται από ίκτερο και σπάνια να καταλήξουν σε κεραυνοβόλο ηπατική ανεπάρκεια. Σοβαρότερο πρόβλημα είναι οι Χρόνιες Ηπατίτιδες Β (συνήθως χωρίς ή σπανιότερα μαζί με D) και C, οι οποίες προκαλούνται από ιούς που μολύνουν τα ηπατικά κύτταρα και προκαλούν χρόνια βλάβη (φλεγμονή), αλλά παραμένουν χωρίς συμπτώματα για δεκαετίες. Σταδιακά, όμως, η ηπατική βλάβη επιδεινώνεται, αυξάνεται η ίνωση του ήπατος και αρκετοί ασθενείς αναπτύσσουν κίρρωση, αν αφεθούν χωρίς θεραπείαΤαυτόχρονα, οι ασθενείς έχουν αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνου του ήπατος, ειδικά εφόσον έχουν αναπτύξει κίρρωση. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ηπατοκυτταρικός Καρκίνος είναι η 3η συχνότερη αιτία θανάτου από καρκίνο παγκοσμίως, με 750.000 νέες περιπτώσεις και 650.000 θανάτους ανά έτος.

Στη χώρα μας, υπολογίζεται ότι υπάρχουν πάνω από 200,000 ασθενείς με Χρόνια Ηπατίτιδα Β ή C, ενώ η επίπτωση του Ηπατοκυτταρικού Καρκίνου είναι από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη με 12 νέους καρκίνους ανά 100.000 άνδρες & 4.6 νέους καρκίνους ανά 100.000 γυναίκες ανά έτος. Οι περισσότερες περιπτώσεις Ηπατοκυτταρικού Καρκίνου στην Ελλάδα σχετίζονται με τις Χρόνιες Ηπατίτιδες Β και C.

Οι Χρόνιες Ιογενείς Ηπατίτιδες είναι νοσήματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν και σε πολλές περιπτώσεις να ιαθούν πλήρως, εφόσον υπάρξει έγκαιρη διάγνωση και χορήγηση της κατάλληλης θεραπείας. Για τη Χρόνια Ηπατίτιδα Β, βασικός στόχος είναι η επίτευξη μακροχρόνιας ιολογικής ύφεσης και βασική θεραπευτική επιλογή είναι η μακροχρόνια χορήγηση ενός αντιικού (εντεκαβίρη ή τενοφοβίρη), που χορηγείται ως ένα δισκίο την ημέρα για αρκετά χρόνια. Η θεραπεία αυτή είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, αφού επιτυγχάνει αναστολή του πολλαπλασιασμού του ιού σχεδόν σε όλους τους ασθενείς (>95%), ομαλοποίηση των δεικτών βλάβης του ήπατος (τρανσαμινασών), εξαφάνιση της φλεγμονής, μείωση του κινδύνου για καρκίνο και σημαντική βελτίωση της επιβίωσης. Σημαντική εξέλιξη υπάρχει και στη θεραπεία της Χρόνιας Ηπατίτιδας Β+D, που είναι σχετικά σπάνια αλλά πολύ πιο σοβαρή, αφού ένα νέο αντιικό (bulevirtide) έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα στην πλειονότητα των ασθενών.

Στη Χρόνια Ηπατίτιδα C, στόχος της θεραπείας είναι η εκρίζωση του ιού. Την τελευταία 10ετία, αυτό επιτυγχάνεται με αντιικά φάρμακα (συνδυασμοί αντιικών σε ένα δισκίο), που χορηγούνται από το στόμα ως 1-3 δισκία την ημέρα για 8-12 εβδομάδες και επιτυγχάνουν εκρίζωση του ιού και συνεπώς ίαση σε πάνω από 95% των ασθενών. Τα φάρμακα αυτά είναι πολύ καλά ανεκτά με ελάχιστη πιθανότητα παρενεργειών.

Παρά τις εντυπωσιακές θεραπευτικές εξελίξεις, πολλοί άνθρωποι με Χρόνια Ηπατίτιδα Β ή C παγκοσμίως, αλλά και στη χώρα μας, δεν γνωρίζουν ότι έχουν μολυνθεί, και γι’ αυτό δεν μπορούν να επωφεληθούν από τις διαθέσιμες θεραπείες. Δυστυχώς, εξαιτίας όλων αυτών των προβλημάτων υπολογίζεται ότι τελικά μειοψηφία των μολυνθέντων φθάνουν να θεραπεύονται, γεγονός που επιβάλλει καλύτερη στρατηγική τόσο στην ανεύρεση των ασθενών όσο και στην δυνατότητα παραπομπής τους στα κατάλληλα ιατρεία.

Ένα ακόμα σημαντικό ζήτημα είναι η αντιμετώπιση του στιγματισμού των ασθενών και η καταπολέμηση της άγνοιας. Αυτή η άγνοια οδηγεί τους ανθρώπους να υποθέσουν ότι δεν κινδυνεύουν λόγω και της απουσίας συμπτωμάτων, τους αποτρέπει από το να υποβληθούν σε εξετάσεις και να αρχίσουν θεραπεία και  αποσπά την προσοχή της κοινής γνώμης από τα μηνύματα ευαισθητοποίησης. Έτσι, αυξάνεται ο κίνδυνος διασποράς της λοίμωξης, λόγω ανεπαρκούς ενημέρωσης για τους τρόπους μετάδοσης και αντιμετώπισης, και ενισχύεται ο στιγματισμός των πασχόντων.

Η Ιατρική Σχολή του Ε.Κ.Π.Α., μέσω πολλών μελών ΔΕΠ, συμμετέχει ενεργότατα στην προσπάθεια αντιμετώπισης και εξάλειψης των Ιογενών Ηπατιτίδων τόσο σε επίπεδο Κλινικής Ιατρικής όσο και σε επίπεδο Δημόσιας Υγείας. Μέλη ΔΕΠ που κατέχουν καίριες θέσεις σε Δημόσιους ή Επιστημονικούς φορείς, όπως ο καθ. Δ. Παρασκευής. Αντιπρόεδρος στον ΕΟΔΥ, ο καθ. Γ. Παπαθεοδωρίδης, Συντονιστής της Επιστημονικής Επιτροπής Ιογενούς Ηπατίτιδας του ΕΟΔΥ και Επιστημονικός Σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Μελέτης Ήπατος, ο καθ. Ι. Βλαχογιαννάκος, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Ήπατος, και πολλά άλλα μέλη ΔΕΠ με ηπατολογική δραστηριότητα συμβάλλουν ενεργότατα σε αυτή την προσπάθεια, σε συνεργασία με ιατρούς ΕΣΥ, αρμόδιους συλλόγους ασθενών, διάφορους εμπλεκόμενους φορείς και το Υπουργείο Υγείας.

Παρά την μέχρι σήμερα πρόοδο, χρειάζεται περαιτέρω συντονισμένη προσπάθεια όλων των εμπλεκομένων φορέων για την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των Ιογενών Ηπατιτίδων, την αντιμετώπιση του στίγματος και τελικά την επίτευξη των στόχων του ΠΟΥ για εξάλειψη μέχρι το 2030.

ΕΚΠΑ © 2024. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος

Μετάβαση στο περιεχόμενο
EN