Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

Άρθρο του καθηγητή Ε.Κ.Π.Α. Αριστείδη Χατζή για την «Πράξη Υποτέλειας» του 1825

Στις 11 Φεβρουαρίου 1825 ξεκίνησε στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο η απόβαση του αιγυπτιακού τακτικού στρατού, με επικεφαλής τον Ιμπραήμ πασά.  Μέσα σε 14 μήνες ο Ιμπραήμ θα ανατρέψει σχεδόν όλες τις ελληνικές επιτυχίες της περιόδου 1821-1823. Θα συντρίψει τον Καραϊσκάκη και τον Τζαβέλλα στο Κρεμμύδι στις 7 Απριλίου και μερικές ημέρες αργότερα θα κατορθώσει να ελέγξει πλήρως τον κόλπο του Ναβαρίνου. Στις 20 Μαΐου ο Παπαφλέσσας θα αυτοθυσιαστεί στο Μανιάκι ενώ στις αρχές Ιουνίου ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θα ηττηθεί στην Τραμπάλα.

Όταν ο Κολοκοτρώνης κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να αναχαιτίσει εύκολα τον Ιμπραήμ, έδωσε εντολή να εκκενωθεί η Τριπολιτσά. Ο υπασπιστής του, Φωτάκος Χρυσανθόπουλος, περιγράφει με υποβλητικό τρόπο στα απομνημονεύματά του την υποχώρηση των Ελλήνων και την πυρπόληση της Τριπολιτσάς, για να μην πέσει στα χέρια των Αιγυπτίων: «Η πόλη ήταν έρημη, έβλεπα μόνο σπίτια να καίγονται. Καθώς προχωρούσα προς το κέντρο της πόλης, αγρίεψα, φοβήθηκα. Στο δρόμο έβλεπα μόνο πτώματα και φιγούρες ανθρώπων που είχαν φορτωθεί πράγματα και έφευγαν στα γρήγορα ενώ τα σκυλιά ούρλιαζαν. Εγκατέλειψα αμέσως την Τριπολιτσά χωρίς να εκτελέσω τις εντολές του αρχηγού.» Τίποτε δεν φαινόταν να μπορεί να εμποδίσει τον Ιμπραήμ να προελάσει προς τον κάμπο του Άργους και να πολιορκήσει το Ναύπλιο.

Μέσα στο χάος ο Μακρυγιάννης κατόρθωσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Οχυρώθηκε στους Μύλους για να προστατεύσει το Ναύπλιο αλλά και τις προμήθειες που είχε συγκεντρώσει για τον Κολοκοτρώνη η κυβέρνηση. Κατέφτασαν για να τον ενισχύσουν ο Δημήτριος Υψηλάντης και ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης. Οι τρεις τους πέτυχαν εκεί τη μοναδική μεγάλη νίκη κατά του Ιμπραήμ, στις 13 Ιουνίου 1825. Όμως, μερικές ημέρες αργότερα, ο Κολοκοτρώνης έχασε άλλη μια σημαντική μάχη στα Τρίκορφα και τότε κατάλαβε πως το μόνο όπλο που του απέμενε ήταν ο ανταρτοπόλεμος. Ο Ιμπραήμ είχε στο επιτελείο του έμπειρους Γάλλους και Ιταλούς αξιωματικούς, πολεμούσε με τακτικές που αιφνιδίαζαν τους Έλληνες οπλαρχηγούς οι οποίοι πλήρωναν τώρα ακριβά τη συστηματική υπονόμευση της οργάνωσης τακτικού στρατού. Στις 12 Δεκεμβρίου οι Αιγύπτιοι, που έλεγχαν πλέον το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, στρατοπέδευαν έξω από το Μεσολόγγι. Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει και για τη Ρούμελη.

Τα τραγικά αυτά γεγονότα θα είχαν, πιθανόν, οδηγήσει στο τέλος της Επανάστασης αν οι Έλληνες δεν διέθεταν δύο σημαντικά πλεονεκτήματα. Η Ανατολική Μεσόγειος, ελέγχονταν από τον εθνικό στόλο του Ανδρέα Μιαούλη, κυρίως όμως από τους ανεξέλεγκτους Έλληνες κουρσάρους και πειρατές που είχαν διαλύσει το εμπόριο. Από την άλλη είχε ήδη αρχίσει να αποδίδει η ευφυέστατη εξωτερική πολιτική του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου που θέτοντας ως στόχο τη διεθνοποίηση του Ελληνικού ζητήματος, υποχρέωσε τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις να κινητοποιηθούν. Στο τέλος του 1824 ο Ρώσος αυτοκράτορας, Αλέξανδρος Αʹ, είχε σχεδόν αποφασίσει να εισβάλει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την ίδια ώρα που τα αιγυπτιακά στρατεύματα ετοιμάζονταν για την απόβαση στον Μοριά. Ο ξαφνικός θάνατος του Αλέξανδρου δεν μετέβαλε την κατάσταση καθώς ο διάδοχος και αδελφός του Νικόλαος ήταν αποφασισμένος να ακολουθήσει σκληρότερη πολιτική έναντι των Οθωμανών, αν και αντιμετώπιζε εχθρικά την Επανάσταση. Οι Βρετανοί και οι Αυστριακοί ήθελαν να αποτρέψουν έναν ρωσοτουρκικό πόλεμο που θα επέτρεπε στους Ρώσους να ελέγξουν τα Βαλκάνια ενώ η Γαλλία έπαιζε διπλό παιχνίδι: συνεργαζόταν με τους Αιγύπτιους και προωθούσε ταυτόχρονα έναν Γάλλο πρίγκηπα για τον ελληνικό θρόνο.

Οι Έλληνες φλέρταραν με τη γαλλική επίθεση φιλίας, έλπιζαν στη βρετανική διαμεσολάβηση, συνομιλούσαν ακόμα και με τους Αυστριακούς και επιδίωκαν να αποφύγουν το ρωσικό σχέδιο που θα οδηγούσε αντί της εθνικής ανεξαρτησίας σε αυτονόμηση με υποτέλεια στον Σουλτάνο και το μακρύ χέρι της Ρωσίας να ελέγχει την αδύναμη ελληνική ηγεμονία. Ο Μαυροκορδάτος επέμενε πως μόνο η συμμαχία με τις ΗΠΑ θα εξασφάλιζε την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας. Θεωρούσε πως οι Έλληνες έπρεπε να αποφύγουν τη μονοπώληση της προστασίας τους από μία ευρωπαϊκή δύναμη.

Όμως η επέλαση του Ιμπραήμ οδήγησε στην αποδοχή ενός σχεδίου που κατέστρωσε στη Ζάκυνθο μια ομάδα Ελλήνων πατριωτών (η λεγόμενη «Επιτροπή Ζακύνθου»), που είχε προνομιακές σχέσεις με τη Βρετανική διοίκηση στα Ιόνια και τα τεκτονικά δίκτυα. Ο κόντες Διονύσιος Ρώμας, ο Παναγιώτης Στεφάνου και ο Κωνσταντίνος Δραγώνας ετοίμασαν την πρώτη εκδοχή της Αίτησης Προστασίας που ονομάστηκε υποτιμητικά «Πράξη Υποτέλειας». Οι Έλληνες εναπόθεταν τις ελπίδες τους στη Μεγάλη Βρετανία και της ανέθεταν να αναλάβει την προστασία των συμφερόντων τους: «Το Ελληνικό Έθνος, δυνάμει της παρούσης πράξεως, θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού Ελευθερίας, Εθνικής ανεξαρτησίας, και Πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας.» Στην εξαιρετική μονογραφία του Χ.Ν. Βλαχόπουλου με τίτλο «Ο Διονύσιος Ρώμας και η Επιτροπή Ζακύνθου στον δρόμο για την εθνική συγκρότηση» (ΕΚΠΑ, Βιβλιοθήκη Σαριπόλου, 2020) θα βρουν οι αναγνώστριες/τες μια αξιόπιστη λεπτομερή περιγραφή της προετοιμασίας του κειμένου.

Ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών Τζορτζ Κάνινγκ έλαβε τέσσερεις εκδοχές της Αίτησης με διαφορετικές υπογραφές από «τον Κλήρο, τους Βουλευτές, τους Πολιτικούς και τους Στρατιωτικούς Αρχηγούς Ξηράς και Θάλασσας του Ελληνικού Έθνους». Στην πρώτη (30.6.1825) υπογράφει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και οι σημαντικότεροι Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί και προεστοί· στη δεύτερη (10.7.1825) υπογράφει ο Ανδρέας Μιαούλης και οι σημαντικοί παράγοντες της Ύδρας, των Σπετσών και άλλων νησιών· στην τρίτη (Αθήνα, 14.7.1825) υπογράφουν κυρίως Ρουμελιώτες · η τέταρτη (26.7.1824) υπογράφεται και πάλι από τον Μιαούλη, υποτίθεται στο Μεσολόγγι για συμβολικούς λόγους, και περιλαμβάνει οπλαρχηγούς, κληρικούς, προεστούς και πολιτικούς της δυτικής Ρούμελης. Εκεί βρίσκουμε τα ονόματα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και της ομάδας του (Τρικούπης, Πολυζωίδης, κ.ά.) που καθυστέρησαν να υπογράψουν καθώς η Επιτροπή Ζακύνθου επιχείρησε να τους αποκλείσει. Στα Βρετανικά Εθνικά Αρχεία όπου βρήκα τα πρωτότυπα κείμενα που βλέπετε, οι Βρετανοί πρόσθεσαν μία επιστολή του Κολοκοτρώνη προς τον Κάνινγκ (η οποία ετοιμάστηκε στη Ζάκυνθο), μια πανομοιότυπη του Μιαούλη, μια κοινή των δύο αλλά και μια ατομική επιστολή-προσχώρηση του Γεώργιου Κουντουριώτη, Προέδρου του Εκτελεστικού. Ο φάκελος κλείνει με την απάντηση του Κάνινγκ προς τον Κολοκοτρώνη και τον Μιαούλη.

Ο Μαυροκορδάτος, αν και περιθωριοποιημένος, φρόντισε να εγκριθεί τυπικά η έκκληση από τα συνταγματικά όργανα του ελληνικού επαναστατικού κράτους και έστειλε λίγο αργότερα στον Κάνινγκ μια από εκείνες τις επιστολές του που αναδεικνύουν τις εντυπωσιακές του διπλωματικές ικανότητες. Έλεγε, σχεδόν ανοικτά, στον Βρετανό υπουργό πως οι Έλληνες θα εμπιστεύονταν τη Μεγάλη Βρετανία εφόσον αυτή τους βοηθούσε ουσιαστικά, ειδάλλως θα στρέφονταν σε άλλη Δύναμη.

Ο Κάνινγκ δεν απάντησε στην κυβέρνηση, ούτε άμεσα στον Μαυροκορδάτο αλλά αποκλειστικά στον Κολοκοτρώνη και τον Μιαούλη – οι Βρετανοί δεν αναγνώριζαν επίσημα το ελληνικό επαναστατικό κράτος αλλά είχαν αναγνωρίσει τους επαναστάτες ως «εμπόλεμους». Παρά την ανησυχία του Μαυροκορδάτου η Αίτηση Προστασίας, τελικώς, ωφέλησε τη διπλωματική θέση της Επανάστασης καθώς έδωσε στον Κάνινγκ ένα ατού που επιζητούσε στη διαπραγμάτευσή του με τη Ρωσία αλλά και την Οθωμανική Αυτοκρατορία και διευκόλυνε τη στρατηγική του που ήταν η εξής (όπως προκύπτει από πλήθος, άγνωστων μέχρι σήμερα, εγγράφων που είχα την ευκαιρία να μελετήσω στα Βρετανικά αρχεία): Οι Βρετανοί ήταν έτοιμοι να αναγνωρίσουν, ακόμα και μονομερώς, την εθνική ανεξαρτησία των Ελλήνων εφόσον οι Έλληνες κατόρθωναν να την κερδίσουν μόνοι τους, στο πεδίο των μαχών. Αν οι Έλληνες δεν τα κατάφερναν στρατιωτικά αλλά άντεχαν, έστω και με μεγάλες απώλειες (όπως συνέβη κατά την περίοδο 1825-1827), οι Βρετανοί θα επέβαλαν έναν συμβιβασμό με την Πύλη, ακόμα και με δυναμικό τρόπο, οπωσδήποτε όμως σε συνεργασία με τη Ρωσία και τη Γαλλία ώστε καμία δύναμη να μην μπορέσει να εκμεταλλευτεί καιροσκοπικά την παρέμβαση.

Για την Αίτηση Προστασίας έχουν γραφτεί πολλά στο πλαίσιο της δημαγωγικής, κακής ποιότητας, ιστοριογραφίας. Είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτό ότι η Επανάσταση βρισκόταν σε υποχώρηση, σχεδόν τα πάντα είχαν διαλυθεί και ο μόνος τρόπος διάσωσής της ήταν τα εργαλεία της διπλωματίας. Η ανθεκτικότητα και το πείσμα των Ελλήνων τους επέτρεψε να πετύχουν, τελικώς, την «αντιστροφή της ήττας» (κατά την πετυχημένη διατύπωση του Πέτρου Πιζάνια) αλλά με τη βοήθεια των Ευρωπαίων. Το γιατί αυτή ήταν απαραίτητη μας εξηγεί ο απελπισμένος Κολοκοτρώνης σε (αδημοσίευτη) αναφορά του προς την Κυβέρνηση (7.9.1825): «Φρικτή απειθαρχία, φρικτή αταξία, φρικτότερη λιποταξία. Αυτές είναι οι μοναδικές αρετές του στρατού μας. Θα ήταν όλοι τους ευχαριστημένοι αν δεν ακούσουν ποτέ διαταγή από ανώτερό τους. Το μόνο που τους ευχαριστεί είναι να τριγυρίζουν από ‘δώ κι από κει και να ληστεύουν τους χριστιανούς αδελφούς τους, να τους κυνηγάνε για να τους ληστέψουν μέσα στα χωριά τους, ακόμα και στις τρύπες που κρύβονται. Κι άμα είναι να πρέπει να κινηθεί το στράτευμα σε κάποια αποστολή τότε εξαφανίζονται με μύριες προφάσεις. Είτε τους έχεις είτε δεν τους έχεις, το ίδιο κάνει.»

Αυτά τα φαινόμενα υποχρέωσαν την Ελληνική Διοίκηση να δώσει την άδεια στον Κολοκοτρώνη να συλλαμβάνει, να ανακρίνει, να δικάζει και να εκτελεί τους λιποτάκτες μέσα σε 24 ώρες. Αλλά η κατάσταση ελάχιστα βελτιώθηκε. Μέχρι και το 1828 ο άτακτος ελληνικός στρατός είχε τις ίδιες παθογένειες. Με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί ο Δημήτριος Υψηλάντης να καταγγείλει σε (αδημοσίευτη) αναφορά του, τον Ιούλιο του 1828, μερικούς από τους γνωστότερους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Στερεάς: «Από παιδιά έχουν ανατραφεί με αρπαγές και ληστείες και αυτή τη βδελυρή συμπεριφορά δίδαξαν και στους στρατιώτες τους· τους έμαθαν να είναι απειθείς και να διαπράττουν αισχρότητες. Σας παρακαλώ να μου δώσετε το δικαίωμα να τους απομακρύνω από το στρατόπεδο.»

Όταν έπεσε το Μεσολόγγι, τον Απρίλιο του 1826, οι Έλληνες αποφάσισαν να συμβιβαστούν με ένα sui generis καθεστώς αυτονομίας αν τους απάλλασσε πλήρως από την παρουσία των Οθωμανών και τους προστάτευε από τον εναγκαλισμό της Ρωσίας. Η Εθνική Ανεξαρτησία φαινόταν, πλέον, άπιαστο όνειρο. Έγραφε ο Κολοκοτρώνης στους άνδρες του, στις 21.4.1826: «Μην ανησυχείτε, δεν μας έχουν εγκαταλείψει οι πάντες. Ελπίζουμε να μας βοηθήσουν οι χριστιανικές δυνάμεις. Όχι, βέβαια, όπως θα θέλαμε αλλά όπως οι ίδιες αποφασίσουν και όπως η πραγματικότητα επιτρέπει.»

Στις αρχές Ιανουαρίου του 1826 ο Τζορτζ Κάνινγκ περιέγραφε συνοπτικά τον πολιτικό σχεδιασμό του στον Βρετανό πρέσβη στο Παρίσι: «Ελπίζω να σώσω την Ελλάδα αξιοποιώντας τον φόβο που προκαλούν οι Ρώσοι στους Τούρκους, αποφεύγοντας ταυτόχρονα έναν ρωσοτουρκικό πόλεμο». Δεν πέτυχε το δεύτερο αλλά πέτυχε το πρώτο. Όμως αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

Ο Αριστείδης Χατζής είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συγγραφέας του βιβλίου Ο Ενδοξότερος Αγώνας: Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 (Εκδ. Παπαδόπουλος, 2021). Ευχαριστεί ιδιαίτερα τη συνεργάτιδά του Αγγελική Διαμαντοπούλου καθώς και τα Εθνικά Αρχεία της Μεγάλης Βρετανίας για τη βοήθεια στην έρευνά του.

Πρώτη δημοσίευση Εφημερίδα Καθημερινή

ΕΚΠΑ © 2025. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος

Μετάβαση στο περιεχόμενο
EN