Οι δύο πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις στο Μαγδεβούργο και στη Νέα Ορλεάνη αναζωπυρώνουν με τραγικό τρόπο την ασφυκτική συζήτηση περί μεταναστών και μουσουλμάνων τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Επιπλέον, οι δύο αυτές περιπτώσεις αναδιαμορφώνουν ριζικά τα τυπικά έως τώρα προφίλ τόσο των ριζοσπαστικοποιημένων μουσουλμάνων όσο και των ακροδεξιών, οι οποίοι προβαίνουν τελικά σε τρομοκρατική πράξη.
Από τη μια μεριά, ο Σαουδάραβας ιατρός Ταλέμπ αλ Αμπντουλμοζέν γεννήθηκε μουσουλμάνος, αλλά στην πορεία απαρνήθηκε τόσο τη χώρα του όσο και τη θρησκεία του Ισλάμ αναζητώντας καταφύγιο στη Γερμανία. Ο συγκεκριμένος έμοιαζε να έχει ενταχθεί ομαλά στη κοινωνία όπου ζούσε πολλά χρόνια, καθώς πρόσφερε κοινωνικό έργο ως ψυχίατρος σε τοπική δομή υγείας. Αρχικά οι ειδικοί φάνηκε να αντιλαμβάνονται την πράξη του ως τζιχαντιστική, όμως αποδείχθηκε ότι ο ίδιος εμφορούνταν από ακροδεξιά ιδεολογήματα με σαφώς αντιισλαμική στόχευση, κατηγορώντας τη Γερμανία για τον εξισλαμισμό της Ευρώπης. Η τρομοκρατική επίθεση που εξαπέλυσε δολοφόνησε αθώα θύματα και εγκατέστησε τον φόβο όχι μόνο στη Γερμανία αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Από την άλλη μεριά, ο Σαμσούντ Ντιν Τζαμπάρ, μουσουλμάνος Αμερικανός υπήκοος, αισθανόταν πολίτης της χώρας του, αφού για χρόνια είχε υπηρετήσει στον αμερικανικό στρατό, ενώ έως τώρα δεν είχε εκδηλώσει χαρακτηριστικά απόρριψης ή αδυναμία ένταξης λόγω καταγωγής ή θρησκείας. Εως τη στιγμή που εξαπέλυσε το τρομοκρατικό του χτύπημα δολοφονώντας πληθώρα αθώων θυμάτων, εμφορούμενος από τζιχαντιστικό μίσος και θαυμάζοντας την τρομοκρατική οργάνωση του ISIS, προκαλώντας φόβο και απειλή στις ΗΠΑ κατά την περίοδο μάλιστα αλλαγής της πολιτικής εξουσίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Οι δύο τρομοκράτες ήταν μορφωμένοι και σε γενικές γραμμές ενταγμένοι στις τοπικές κοινωνίες, προσφέροντας μακροχρόνια υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο, αλλά έχουν πρωτοφανή «κόντρα» χαρακτηριστικά με τα τυπικά προφίλ τζιχαντιστών ή ακροδεξιών που μελετούν οι ειδικοί και οι αρμόδιες υπηρεσίες ανά τον κόσμο. Ωστόσο, οι δύο περιπτώσεις επηρεάζουν την πολιτική συζήτηση τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη σχετικά με τους μουσουλμάνους και τους μετανάστες, αφού ήδη τα περιστατικά αυτά γίνονται αντικείμενο ρηχής πολιτικής εκμετάλλευσης. Στην Ευρώπη, ακροδεξιοί πολιτικοί σχηματισμοί εντείνουν τη ρητορική τους κατά των μουσουλμάνων μεταναστών, ενώ ο νέος Αμερικανός πρόεδρος θεώρησε τον τρομοκράτη έναν από τα εκατομμύρια παράτυπους μετανάστες, δηλώνοντας ότι «οι εγκληματίες που έρχονται είναι πολύ χειρότεροι από αυτούς που έχουμε στη χώρα μας».
Ως άμεσο αποτέλεσμα προκύπτει μια αβασάνιστη σύνδεση μεταξύ μουσουλμάνων, μεταναστών και τρομοκρατών, που διαμορφώνει ιδιαίτατα αρνητικά την κοινή γνώμη, οδηγώντας τους πολιτικούς σε βεβιασμένες αποφάσεις. Η συντριπτική πλειονότητα των μουσουλμάνων είναι φιλήσυχοι χωρίς παράλογες διεκδικήσεις, όπως η καθολική εφαρμογή της σαρίας που απαιτούν οι σκληροπυρηνικοί. Η πλειοψηφία των μεταναστών προσπαθεί για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής της, χωρίς να στρέφεται εναντίον των κοινωνιών υποδοχής.
Η ηχηρή μειοψηφία των ακραίων μουσουλμάνων και των ακραίων μεταναστών, όμως, οι οποίοι επιδιώκουν μεταβολή των κοινωνιών και των ευρύτερων συνθηκών τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα με πολιτικούς, πολιτισμικούς και κοινωνικούς όρους, έπειτα από συστηματική και ουσιαστική μελέτη πρόταξης των αξιών του δημοκρατικού πολιτισμού. Οι τρόποι υπάρχουν… Η βούληση αναζητείται…