Ένα ερώτημα που πολλές φορές τίθεται σε συζητήσεις συμπολιτών μας είναι το αν κινδυνεύει η ελληνική γλώσσα σήμερα. Μια προσπάθεια πολύ σύντομης αποτύπωσης της κατάστασης θα κατέγραφε, πιστεύω, τα εξής βασικά σημεία:
1. Η ελληνική γλώσσα, όπως πολλές άλλες γλώσσες παγκοσμίως, αντιμετωπίζει διάφορες προκλήσεις και αλλαγές. Υπάρχει πραγματικά η κυριαρχία της αγγλικής γλώσσας ως διεθνούς γλώσσας επικοινωνίας και η χρήση της, στον τομέα της τεχνολογίας, των επιστημών και των επιχειρήσεων, επηρεάζει και τις «μικρότερες» (ο όρος καταχρηστικά χρησιμοποιείται για να δηλωθούν εν συντομία οι γλώσσες που έχουν συγκριτικά με άλλες μικρότερο αριθμό ομιλητών) γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής. Πολλές λέξεις και εκφράσεις εισάγονται ιδιαίτερα από την αγγλική γλώσσα στην καθημερινή χρήση και με σχετικά μεγάλη ευκολία.
2. Έχουμε, επίσης, τη χρήση της τεχνολογίας και των κοινωνικών δικτύων, η οποία αλλάζει τον τρόπο που οι άνθρωποι επικοινωνούν. Η ταχύτητα και η συντομία της επικοινωνίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απαιτεί απλούστευση της έκφρασης, χρήση γλωσσικών συντομεύσεων και μπορεί να οδηγήσει σε εργαλειακή αντιμετώπιση της γλώσσας γενικότερα.
3. Στον χώρο της εκπαίδευσης (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας) παρατηρούνται στοιχεία χαλαρότητας και αναποτελεσματικότητας σε ό,τι αφορά στη διδασκαλία της γλώσσας, παρόλο που η ποιότητα της εκπαίδευσης και ο τρόπος που διδάσκεται η ελληνική γλώσσα παίζουν ασφαλώς πρωταρχικό ρόλο στην καλλιέργεια και στην εξέλιξή της.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν θα μπορούσε αυτή η κατάσταση να θεωρηθεί απειλητική. Σχηματικά μιλώντας θα έλεγα ότι οι απαντήσεις που δίνονται στο ερώτημα είναι δύο: Η μία είναι θετική (ναι, η γλώσσα διατρέχει κίνδυνο) και προέρχεται από ανθρώπους προβληματιζόμενους για τη γλώσσα, αλλά κατά κανόνα μη ειδικούς, ενώ η άλλη είναι αρνητική και προέρχεται συνήθως από τους ειδικούς σε θέματα γλώσσας.
Όσοι φοβούνται για το μέλλον της ελληνικής γλώσσας θεωρούν ότι τα προαναφερθέντα τρία σημεία (και άλλα που ενδεχομένως θα μπορούσαν να προσθέσουν) προειδοποιούν για την ανάγκη κάποιας παρέμβασης στα ζητήματα της γλώσσας. Από την άλλη πλευρά, τώρα, η σύγχρονη γλωσσολογία δηλώνει ρητώς ότι είναι επιστήμη περιγραφική και όχι ρυθμιστική ή κανονιστική. Η στάση της επιστήμης είναι η στάση του κριτικού παρατηρητή και του αναλυτή των γλωσσικών φαινομένων. Δεν αναλαμβάνει σε καμία περίπτωση να κάνει αξιολογήσεις ή να προδικάσει αποτελέσματα. Ωστόσο, η απάντηση της γλωσσολογίας στο βασικό μας ερώτημα δεν έχει αγνωστικιστικό χαρακτήρα και είναι ανεπιφύλακτα αρνητική, γιατί η παρατήρηση του φαινομένου της γλώσσας έχει δείξει ότι η εξέλιξη, καθώς και η συνδεόμενη με αυτή σχέση με άλλες γλώσσες και με ποικίλες κοινωνικές εξελίξεις, αποτελεί σταθερό χαρακτηριστικό της γλώσσας ως ζωντανού οργανισμού και σταθερή συνθήκη εντός της οποίας κινείται.
Γιατί, όμως, οι απαντήσεις των ειδικών δεν μπορούν να καθησυχάσουν, στο σύνολό τους τουλάχιστον, όσους έχουν κάποιες ανησυχίες για το μέλλον της ελληνικής γλώσσας στη νέα εποχή; Νομίζω αυτό συμβαίνει γιατί ζητήματα που σχετίζονται με τη γλώσσα είναι, εκτός από επιστημονικά, και ζητήματα ιδιαζόντως πολιτικά και ιδεολογικά, καθώς ο κάθε άνθρωπος ταυτίζεται με τη γλώσσα που μιλάει και αυτό που κάνει, συνειδητά ή ασυνείδητα, είναι να την χρησιμοποιεί όπως την διδάχτηκε και, άρα, να την διατηρεί ή να επιθυμεί να την διατηρήσει. Η συζήτηση, λοιπόν, για την προστασία της γλώσσας και για την ανάγκη παρέμβασης στα γλωσσικά ζητήματα είναι κατά βάσιν πολιτική. Είναι, όμως, σημαντικό, όταν γίνεται αυτή η συζήτηση, να μην αγνοεί την επιστήμη. Εδώ πρέπει να κάνουμε μια διάκριση: είναι άλλο πράγμα η κρατική ρυθμιστική παρέμβαση στην ίδια τη γλώσσα, σε εθνικό επίπεδο, και άλλο οι επιμέρους ρυθμιστικές παρεμβάσεις σε ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής, δημόσιας επικοινωνίας, κλπ που σχετίζονται με τη γλώσσα. Η πρώτη είναι από ύποπτη έως επικίνδυνη, αντιεπιστημονική και κατακριτέα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση μπορούν να υπάρξουν πολιτικές αποφάσεις μετά από συζήτηση με την επιστημονική κοινότητα. Επομένως, σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση η διαπραγμάτευση μεταξύ πολιτικών τάσεων και επιστημονικών θέσεων αφορά τελικά στο ποια μορφή πρέπει να πάρει ή ποια είναι τα όρια που δεν πρέπει να ξεπεράσει η όποια προστατευτική παρέμβαση για τη γλώσσα, αν και όταν αυτή αποφασιστεί.
Οι συζητήσεις για τον καθορισμό ορίων είναι πάντοτε δύσκολες, αλλά στην δική μας περίπτωση πιστεύω ότι τέτοια συζήτηση δεν χρειάζεται καν να γίνει! Τις όποιες διαφορές απόψεων, θέσεων, τάσεων, ανησυχιών τις γεφυρώνει, νομίζω, η ίδια η γλώσσα μας! Τις γεφυρώνει με την εύγλωττη παρουσία της και την καταλυτική μακραίωνη ιστορία και εξέλιξή της! Ο Ελύτης είχε πει στην ομιλία του κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ: «Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν’ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις». Η γλώσσα μας, λοιπόν, έχει διανύσει μάκρος πολλών αιώνων, κουβαλάει ένα δικό της υψηλό ήθος και αυτό μας δημιουργεί υποχρεώσεις! Αυτή η γλώσσα απαιτεί σεβασμό, γιατί τον αξίζει, και τον ζητάει πρώτα-πρώτα από τους ομιλητές της!
Η λέξη κλειδί στις συζητήσεις που ανέφερα παραπάνω είναι μία: σεβασμός! Σεβασμός στη γλώσσα την ελληνική! Αν υπάρχει ή αν υπάρξει ο σεβασμός εκ μέρους των ομιλητών ακυρώνονται οι φόβοι, οι σκέψεις για ρυθμιστικές παρεμβάσεις, η αβεβαιότητα για το μέλλον. Τι σημαίνει, όμως, σεβασμός στη γλώσσα; Σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε την αξία της όχι μόνο ως ενός ζωντανού και διαρκώς εξελισσόμενου συστήματος επικοινωνίας, αλλά και ως μοναδικού για μας μέσου έκφρασης και ως φορέα του πολιτισμού μας. Όταν ο σεβασμός είναι ουσιαστικός, αντανακλάται στη συμπεριφορά μας απέναντί της: Κατανοούμε και εκτιμάμε την ιστορία της (οι λέξεις της κουβαλούν τη μνήμη και την ταυτότητα του λαού μας), αγωνιζόμαστε για τη σωστή της χρήση και δεν αδιαφορούμε, αποφεύγουμε την καταχρηστική χρήση ξένων λέξεων, όταν υπάρχουν αντίστοιχες ελληνικές, υποστηρίζουμε τη χρήση της στην επιστήμη, στην τεχνολογία, στο διεθνές στερέωμα και, γενικότερα, την προωθούμε και την καλλιεργούμε σε όλα τα επίπεδα.
Ο σεβασμός αυτός είναι δυστυχώς σήμερα εξασθενημένος και η στάση μας απέναντι στην γλώσσα μας δεν είναι η ενδεδειγμένη. Αυτό μπορεί να το παρατηρήσει κανείς σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς και χώρους, όπως είναι, π.χ., ο δημόσιος λόγος, τα μέσα ενημέρωσης (ΜΜΕ), η αγορά και βέβαια η εκπαίδευση. Ο δημόσιος λόγος χαρακτηρίζεται συνήθως από γλωσσική χαλαρότητα, δεν είναι φροντισμένος και, κυρίως δεν είναι χωρίς γλωσσικά λάθη, όπως οφείλει (κατάλογος τέτοιων επαναλαμβανόμενων λαθών δεν είναι του παρόντος). Οι κυβερνητικοί παράγοντες και η δημόσια διοίκηση εισάγουν νέους όρους στην αγγλική με χαρακτηριστική ευκολία (βλ. από το lockdown και click away στο market pass και youth pass, στο voucher, το panic button, το kids wallet κλπ)! Μεταξύ των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών μας σταθμών δύσκολα θα βρούμε κάποιους με ελληνικό όνομα! Με μια περιήγηση σε οποιαδήποτε τοπική αγορά μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι οι ονομασίες των καταστημάτων σπάνια είναι στην ελληνική γλώσσα! Στον χώρο της επιστήμης και της τεχνολογίας (ακόμα και στο χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών) η ελληνική δεν καλλιεργείται ιδιαίτερα ούτε στη χώρα της, καθώς τα κελεύσματα του διεθνούς ανταγωνισμού επιβάλλουν τη χρήση της αγγλικής (ή κάποια άλλης «ισχυρής» ξένης γλώσσας).
Ένας χώρος, λοιπόν, που πρέπει οπωσδήποτε να προσεχθεί είναι αυτός της εκπαίδευσης και ιδιαίτερα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, όπου τίθενται οι βάσεις της ουσιαστικής εκμάθησης της γλώσσας και της καλλιέργειας του σεβασμού προς αυτήν. Φοβάμαι ότι τις τελευταίες δεκαετίες δεν είμαστε καθόλου αποτελεσματικοί σε αυτόν τον τομέα! Δεν χρειαζόμαστε παρεμβάσεις νομοθετικές για την προστασία της γλώσσας (βλ. π.χ. υποχρέωση και ελληνικών επιγραφών στις πινακίδες των καταστημάτων, επιτροπή ορολογίας και υποχρέωση χρήσης των προτάσεών της στον δημόσιο λόγο κοκ). Μία ουσιαστική παρέμβαση χρειάζεται που θα γίνει στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια (κυρίως στην υποχρεωτική) εκπαίδευση. Αυτή η παρέμβαση θα είναι σοβαρή και μελετημένη και θα στοχεύει στο να οδηγήσει τους μικρούς μαθητές στην πλήρη κατάκτηση της μητρικής τους γλώσσας, στη μύησή τους στις άπειρες εκφραστικές της δυνατότητες και στην εκπαίδευσή τους στο πώς να τις αξιοποιούν σε ένα παιχνίδι αναζήτησης ακρίβειας, σαφήνειας και προσεγμένης αισθητικής. Αυτή η διαρκής υπό καθοδήγηση δημιουργική επαφή με τη μητρική τους γλώσσα θα καλλιεργήσει παράλληλα στους μαθητές και τον σταθερό σεβασμό προς αυτή.
Μια παρέμβαση αποφασιστική προς την κατεύθυνση που περιγράψαμε παραπάνω θα έχει τεράστια ευεργετικά αποτελέσματα για τους μαθητές και πρώτα απ’ όλα θα εξαφανιστεί ο λειτουργικός αναλφαβητισμός. Πρόσφατα δημοσιεύματα (βλ. Καθημερινή, 4.1.25) γνωστοποίησαν στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό ένα τεράστιο εκπαιδευτικό ζήτημα. Ένας στους τέσσερεις μαθητές ολοκληρώνει την υποχρεωτική εκπαίδευση λειτουργικά αναλφάβητος (ένα ποσοστό μεγαλύτερο του 20% δεν κατανοεί αυτό που διαβάζει στην ελληνική γλώσσα)! Το πρόβλημα αυτό δεν δημιουργήθηκε βέβαια ξαφνικά! Πρόκειται για ένα πρόβλημα που έχουμε επισημάνει πολλές φορές εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον, πριν λάβει τις σημερινές του διαστάσεις! Πρέπει, δηλαδή, να ληφθούν μέτρα, ούτως ή άλλως, στον τομέα της γλωσσικής εκπαίδευσης των μαθητών μας. Τέλος, δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας ότι τα παιδιά που ενστερνίζονται τον σεβασμό προς τη γλώσσα και τη σωστή της χρήση σέβονται εξίσου την ίδια τη γνώση, τον πολιτισμό, το περιβάλλον τους, φυσικό και κοινωνικό.
* Ο Δημήτρης Καραδήμας είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας, Πρόεδρος του Διδασκαλείου Νέας Ελληνικής Γλώσσας του ΕΚΠΑ, τ. Αντιπρύτανης του ΕΚΠΑ