Ένα από τα πρώτα πράγματα, τα οποία μας διδάσκει η Ιστορία, είναι ότι επαναλαμβάνεται. Και ένα από τα πρώτα πράγματα, τα οποία (πρέπει να) μας διδάσκει η εμπειρία, είναι ότι, όποιος υποπίπτει κατ’ επανάληψη στα ίδια λάθη, κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει τίποτα πλέον να χάσει, αφού τα έχει ήδη χάσει όλα.
Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα πληροφορείται τις τελευταίες εβδομάδες από τα εγχώρια ΜΜΕ ότι το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδος-Κυπριακής Δημοκρατίας-Ισραήλ θα επανεκκινήσει άμεσα και θα προχωρήσει -και μάλιστα ότι αυτό θα συμβεί εντός του διαρρέοντος μηνός Απριλίου.
Τις δημόσιες και επίσημες αυτές διακηρύξεις της Ελληνικής Κυβέρνησης ενεθάρρυναν σίγουρα η είσοδος της αμερικανικής εταιρείας Chevron στο «ενεργειακό παιχνίδι» στην περιοχή της θαλάσσιας δικαιοδοσίας μας, οι πιέσεις εκ μέρους της γαλλικής εταιρείας Nexans, η οποία έχει αναλάβει το έργο της κατασκευής του καλωδίου της ηλεκτρικής διασύνδεσης, αλλά σίγουρα και η (τουλάχιστον εικαζόμενη) ισχυρή συμπαράσταση-προτροπή εκ μέρους της Ισραηλινής Κυβέρνησης.
Εύλογα, λοιπόν, η Αθήνα δικαιούτο και δικαιούται να προσμένει πολιτική στήριξη από τις ΗΠΑ (λόγω της Chevron), πολιτική και επί του πεδίου στήριξη από τη Γαλλία (λόγω της Nexans), αλλά και πολιτική ίσως και επί του πεδίου στήριξη από το Ισραήλ.
Το πολύ πρόσφατο παρελθόν με τα γεγονότα της Κάσσου δεν αφήνουν, βάσει κοινής λογικής και εμπειρίας, κανένα περιθώριο διαφορετικών εκτιμήσεων για το πώς θα αντιδράσει η Άγκυρα σε πιθανή επανέναρξη της διαδικασίας πόντισης καλωδίου εκ μέρους της Ελλάδος σε περιοχή, η οποία με βάση το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας συνιστά πέραν πάσης αμφιβολίας περιοχή ελληνικής θαλάσσιας δικαιοδοσίας, αλλά παρανόμως και μονομερώς έχει οριοθετηθεί από την Τουρκία ως περιοχή δικής της θαλάσσιας δικαιοδοσίας.
Σύμφωνα με την πάγια πρακτική της η Άγκυρα θα αποστείλει άμεσα ισχυρές ναυτικές δυνάμεις στην περιοχή και θα επιχειρήσει να επιβάλει στην Αθήνα τις παράλογες και παράνομες απαιτήσεις της κατηγορώντας την για «μαξιμαλισμό και προκλητικότητα».
Μη αναστρέψιμη ήττα
Εάν η Άγκυρα το επιτύχει αυτό έμμεσα ή άμεσα (δηλ. εάν η Αθήνα ματαιώσει / αναβάλει ξανά τις εργασίες ή εάν καθ’ οιονδήποτε τρόπο ζητήσει τη συναίνεση / άδεια της Άγκυρας για την εκτέλεση του έργου), τότε η Ελλάδα θα έχει υποστεί μία ανυπολόγιστης αξίας και μη αναστρέψιμη ήττα, αφού η Τουρκία θα μας έχει επιβάλει (και μάλιστα επισήμως και ενώπιον της διεθνούς κοινότητας) τη λογική του παράλογου και το δίκαιο του άδικου.
Σε μία τέτοια περίπτωση το παράνομο «τουρκολιβυκό μνημόνιο» και το εξίσου παράνομο και παράλογο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» θα αποτελέσουν τη νέα τραγική για την Ελλάδα πραγματικότητα, η οποία θα παραμείνει αμετάβλητη, έως ότου η Τουρκία προχωρήσει σε επόμενα αναθεωρητικά βήματα εις βάρος μας.
Καίρια ερωτήματα
Με αυτά τα δεδομένα γεννώνται διάφορα καίρια ερωτήματα, για τα οποία η Αθήνα όφειλε να έχει έτοιμες και πειστικότατες απαντήσεις, πριν προχωρήσει στις επίσημες δηλώσεις της προηγηθείσας περιόδου:
- Πόσο αποφασισμένη είναι η Αθήνα να υπερασπιστεί, όπου, όποτε και όπως απαιτηθεί, τα εκ του Διεθνούς Δικαίου και εκ του Δικαίου της Θάλασσας απορρέοντα δικαιώματά μας στις επίμαχες περιοχές;
- Εάν πράγματι η Αθήνα είναι απολύτως αποφασισμένη να το πράξει αυτό, σε ποιον βαθμό η εκτέλεση της απόφασής της εξαρτάται από την «έγκριση» ή / και την αρωγή ξένων παραγόντων (ΗΠΑ, Γαλλίας, Ισραήλ);
- Εάν επί του προκειμένου ο βαθμός εξάρτησης της Ελλάδος από ξένους παράγοντες είναι σημαντικός, πόσο ισχυρές (και μη «ανακλήσιμες») διαβεβαιώσεις έχει λάβει η Αθήνα για τη στάση που θα επιδείξουν οι εν λόγω ξένοι παράγοντες, εάν εντέλει απαιτηθεί να λάβει επί του πεδίου η Άγκυρα σαφές μήνυμα ότι η ληστρική συμπεριφορά της έναντι της Ελλάδος και της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν μπορούν πλέον να γίνονται ανεκτές ούτε από την Ελλάδα ούτε από τη Διεθνή Κοινότητα;
- Εάν η Αθήνα στην παρούσα συγκυρία δεν είναι αποφασισμένη να επιβάλει τα εκ του Διεθνούς Δικαίου και εκ του Δικαίου της Θάλασσας απορρέοντα δίκαιά της, γιατί για άλλη μία φορά παρέχει την ευκαιρία στην Άγκυρα να κάνει εκ του ασφαλούς επίδειξη ισχύος και να υλοποιήσει τους αναθεωρητικούς της σχεδιασμούς εις βάρος μας (διαμοιρασμός ή «συνεκμετάλλευση του Αιγαίου», επιβολή de facto του παράνομου «τουρκολιβυκού μνημονίου», εδραίωση του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» κ.λπ.);
Στα ερωτήματα αυτά θα μπορούσαν σίγουρα να προστεθούν πολλά ακόμα και εξίσου καίρια. Το ζήτημα βεβαίως είναι ότι τέτοια ερωτήματα απαντώνται πειστικά μόνον όταν, όπου και όπως πρέπει…
Διόλου τυχαίο και άσχετο με τις προθέσεις και τους σχεδιασμούς της Άγκυρας επί του προκειμένου πρέπει να θεωρείται το γεγονός ότι καταρχάς το Υπ.Εξ. και εν συνεχεία το Υπ.Αμ. της Τουρκίας δήλωσαν ότι
«η εκτέλεση προκλητικών έργων, όπως αυτό της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδος-Κυπριακής Δημοκρατίας-Ισραήλ, δεν είναι εφικτά χωρίς την έγκριση της Τουρκίας αφού σχεδιάζονται να περάσουν από περιοχές της θαλάσσιας δικαιοδοσίας της Τουρκίας, χωρίς τη συγκατάθεσή της».
Προς αποφυγή μάλιστα παρανοήσεων -και προφανώς για να ενεργοποιήσουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό το εικαζόμενο από την Άγκυρα φοβικό σύνδρομο των Αθηνών- οι ίδιες πηγές έσπευσαν να δηλώσουν ότι
«δεν υπάρχει καμία αλλαγή στη στάση της Τουρκίας απέναντι σε τέτοιες συμπεριφορές, που δεν σέβονται τα δικαιώματα και τα συμφέροντά της. Η Τουρκία θα συνεχίσει να κάνει αυτό που έκανε και στο παρελθόν».
Επιπλέον, ο κρατικός (και παρακρατικός) μηχανισμός της Άγκυρας δια του τουρκικού Τύπου επαναφέρει στο προσκήνιο, και μάλιστα με πολύ μεγάλη ένταση, το σύνολο των παράνομων και παράλογων διεκδικήσεων και αξιώσεων της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδος και υλακτούν περί «κατειλημμένων από την Ελλάδα τουρκικών νήσων, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο», περί «παράνομης στρατιωτικοποίησης νήσων του Αιγαίου» κ.λπ.
Θα πρέπει μάλιστα να προσεχθεί, τόσο από την ελληνική Κοινή Γνώμη όσο φυσικά και από το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ότι στο εθνικιστικό και αναθεωρητικό αυτό παραλήρημα του τουρκικού πολιτικού-στρατιωτικού κατεστημένου συμμετέχει, και μάλιστα με μέγιστη ένταση, η αντιπολίτευση της Τουρκίας…
- Με αυτά τα δεδομένα σε κάθε νηφάλιο και ευαισθητοποιημένο Έλληνα πολίτη γεννάται σοβαρή ανησυχία, όταν π.χ. ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ J. Pyatt στο 10ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών δηλώνει ότι διακρίνει «πολύ περισσότερες δυνατότητες για ευρύτερη περιφερειακή ενεργειακή συνεργασία μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας».
Ομοίως, σε κάθε νηφάλιο και ευαισθητοποιημένο Έλληνα πολίτη γεννάται σοβαρή ανησυχία και όταν, ενώ έχει εξαγγελθεί από επίσημα κρατικά χείλη της Ελλάδος η άμεση επανέναρξη των εργασιών πόντισης του επίμαχου καλωδίου, αίφνης ανακύπτει ζήτημα εκτίμησης «της τριβής που θα μπορούσε να δημιουργηθεί» με την Άγκυρα και γίνεται επίκληση της διάστασης του «πολυπαραγοντικού χρονισμού» για την επανέναρξη των εργασιών πόντισης, ως εάν οι πολύ πρόσφατες δηλώσεις των Αθηνών περί αυτού ακριβώς του ζητήματος να είχαν γίνει από θεσμικά χείλη άλλων κρατών.
Αυτό που μένει να αποδειχθεί είναι αν η Αθήνα θα αποδεχθεί την γνωστή, πάγια και δοκιμασμένη «πολιτική των κανονιοφόρων εκ του ασφαλούς» της Άγκυρας ή αν θα καταστήσει σαφές στην Άγκυρα (και σε όσους ενδεχομένως παίζουν παρασκηνιακά παιχνίδια εις βάρος της Ελλάδος) ότι τα δεδομένα και οι καιροί αλλάζουν…
Για να συμβεί, βεβαίως, το δεύτερο, θα πρέπει η ίδια η Αθήνα να έχει αλλάξει. Και μία τέτοια αλλαγή, σε ένα διεθνές περιβάλλον διαρκώς μεταβαλλόμενο, είναι απολύτως επιβεβλημένη.
Πρώτη δημοσίευση εδώ