*Γράφουν ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Kαθηγητής Θεωρίας και Ιστορίας της Ιστοριογραφίας και Πρόεδρος Διοικούσας Επιτροπής Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών και η Χάιδω Μπάρκουλα, μέλος Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εφημερίδα «Πανεπιστήμιο Αθηνών», Φύλλο 4, κυκλοφόρησε με «Το Βήμα της Κυριακής» 25 Μαΐου 2025.
Ηδη από τα μέσα του 19ου αιώνα ο μεγάλος εκπαιδευτικός φορέας στάθηκε αρωγός στις κοινωνικές ανάγκες του τόπου – Από τη δημιουργία της Αστυκλινικής και του Φαρμακευτικού Χημείου, έως τη διασφάλιση του ότι όλοι οι Ελληνες θα ξέρουν… τι ώρα είναι.
Η δεσπόζουσα θέση του Πανεπιστημίου Αθηνών στην εξέλιξη του ελληνικού κράτους δεν συνδέεται μόνο με το γεγονός ότι ανέλαβε εξαρχής την αναπαραγωγή του επιστημονικού – εκπαιδευτικού προσωπικού της χώρας, στελεχώνοντας τη δημόσια διοίκηση και τον ιδιωτικό τομέα. Ούτε μόνο ότι αποτέλεσε, τουλάχιστον έως τον Μεσοπόλεμο, τον κατ’ εξοχήν χώρο δημιουργίας και διάχυσης επιστημονικού λόγου και έργου. Πέραν αυτών, η λειτουργία του συνδέθηκε με τις διαδικασίες συγκρότησης δημόσιων και ιδιωτικών θεσμών, την αντιμετώπιση των πολύμορφων κοινωνικών αναγκών, την επιτέλεση κρατικών λειτουργιών.
ο Πανεπιστήμιο θα μπορούσαμε να πούμε ότι υποκατέστησε την κρατική μηχανή, στο μέτρο που πρόσφερε υπηρεσίες οι οποίες αργότερα συνδέθηκαν με συναφείς κρατικούς θεσμούς. Πληθώρα περιπτώσεων αναδεικνύει μια εντυπωσιακή σε όγκο αλλά και σε ποιότητα παροχή υπηρεσιών από πλευράς του Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο ανταποκρίθηκε σε ένα πλήθος αιτημάτων από φορείς ή ιδιώτες με διαφορετικό περιεχόμενο και προσανατολισμό, που δηλώνουν ένα σύνολο απαιτήσεων αναγκαίων για την εύρυθμη λειτουργία μιας κοινωνίας: βελτίωση καθημερινών συνθηκών στις πόλεις, περίθαλψη, νομικές συμβουλές, στοιχειώδεις υποδομές για μετακινήσεις, ύδρευση, πρόγνωση καιρού. Τα αιτήματα δεν εξαντλούνται σε «παραδοσιακές» μόνο ανάγκες, αλλά επεκτείνονται και στη δημιουργία των αναγκαίων συνθηκών για την οικοδόμηση ενός σύγχρονου, ευρωπαϊκού κράτους με σαφείς διαδικασίες ελέγχου: χημικές αναλύσεις, μετρήσεις, πιστοποίηση προϊόντων και τυποποίηση.
Την ίδια περίοδο το Πανεπιστήμιο προσαρμόζει και τη δική του λειτουργία, ώστε να μπορέσει να φέρει εις πέρας τον αναβαθμισμένο ρόλο του: Η εύρυθμη λειτουργία των εργαστηρίων, η αναβάθμιση της υλικοτεχνικής υποδομής τους, η καθιέρωση νέου τύπου ασκήσεων, αλλά και η επέκταση του υγειονομικού δικτύου και ο εξοπλισμός του με σύγχρονα μέσα για τη θεραπεία των ασθενών και την κλινική εκπαίδευση των φοιτητών αποτελούν απαραίτητα βήματα, ώστε οι απόφοιτοι να έχουν εκείνες τις γνώσεις που απαιτούνται για τη διαχείριση των διαφορετικών αιτημάτων που θα αντιμετωπίσουν στο όποιο επάγγελμα ασκήσουν. Στην πραγματικότητα εκπαιδεύονται σε ένα σύνολο νέων πρακτικών, οι οποίες καθιερώνονται μέσω ερευνών και αποσκοπούν κατά κύριο λόγο στην αντιμετώπιση κοινωνικών αναγκών, σύμφωνα με τη δυτική εμπειρία. Αξίζει να δούμε τρεις περιπτώσεις θεσμών που ανήκαν ή συνδέθηκαν με το Πανεπιστήμιο και κάλυψαν καίριες κοινωνικές ανάγκες.
Η πρώτη Αστυκλινική
Δωρεάν περίθαλψη σε ενδεείς, ασπίδα απέναντι στις επιδημίες
Στην Αθήνα των μέσων του 19ου αιώνα, το νεοπαγές Πανεπιστήμιο χρειαζόταν όλο και περισσότερους ασθενείς για την πρακτική άσκηση των φοιτητών του, πέραν εκείνων του Δημοτικού Νοσοκομείου Αθηνών. Αποφάσισε έτσι τη σύσταση Πολυκλινικής ή Αστυκλινικής ή Αστικού Ιατρείου (σύμφωνα με τις διάφορες ονομασίες που έλαβε κατά καιρούς) για την άσκηση των φοιτητών αλλά και τη δωρεάν περίθαλψη των φτωχών ασθενών της πρωτεύουσας. Ως κτίριο της Αστυκλινικής χρησιμοποιήθηκε αρχικά η οικία Γ. Σκουζέ, κοντά στον ναό της Καπνικαρέας.
Στην πρώτη ετήσια αναφορά του προς το υπουργείο Παιδείας για την Αστυκλινική, το 1859, ο πρύτανης Θεόδωρος Ορφανίδης σημείωνε ότι πολλοί από τους ασθενείς δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο επάγγελμα, οι απολαβές τους ήταν πολύ χαμηλές και ανεπαρκείς, στερούνταν καθαριότητας και σωστής διατροφής, ενώ οι περισσότεροι κατοικούσαν σε υγρές και ψυχρές καλύβες ή υπόγεια. Οι προσερχόμενοι ασθενείς ήταν συχνά φορείς παλαιότερων ασθενειών που έπρεπε κι αυτές να αντιμετωπιστούν. Όσον αφορά την κατάσταση των εγκαταλελειμμένων παιδιών, τα οποία η Αστυκλινική φιλοξενούσε έως την ίδρυση του Βρεφοκομείου, χαρακτηριζόταν άθλια.
Τα πρώτα δέκα σχεδόν χρόνια της λειτουργίας της, η Αστυκλινική, περιέθαλψε περισσότερους από 15.000 ασθενείς παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε για τη νοσηλεία. Σημειώνουμε ότι το Δημόσιο κάλυπτε μόνο τους μισθούς του προσωπικού. Στην Αστυκλινική προσέρχονταν για νοσηλεία ασθενείς όχι μόνο από την Αθήνα, αλλά από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Πολλές φορές μάλιστα, όταν οι ασθενείς αδυνατούσαν να προσέλθουν, ο εφημερεύων γιατρός πρόσφερε κατ’ οίκον νοσηλεία, ενώ το νοσοκομείο διατηρούσε και εξωτερικά ιατρεία. Σε καιρούς μεγάλων επιδημιών (τύφου, χολέρας, ευλογιάς κ.ά.) η Αστυκλινική διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην περίθαλψη του πληθυσμού.
Το Πανεπιστήμιο, διατηρώντας και υποστηρίζοντας τη λειτουργία της Αστυκλινικής, πέραν της πρακτικής άσκησης των φοιτητών του, κάλυπτε κυρίως ένα σημαντικό κενό της κοινωνικής πολιτικής του κράτους, αφού προσέφερε δωρεάν όχι μόνο νοσηλεία αλλά και φαρμακευτική υποστήριξη σε ενδεείς πολίτες. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι ασθενείς που προσέρχονταν ξεπερνούσαν τις 4.000 ετησίως, ενώ ασκούνταν 200 πτυχιούχοι και τελειόφοιτοι της Ιατρικής Σχολής.

Φαρμακευτικό Χημείο
Από την ανάλυση υδάτων έως την εξιχνίαση εγκλημάτων
Το Φαρμακευτικό Χημείο ιδρύθηκε το 1837 και αρχικά η διδασκαλία των μαθημάτων πραγματοποιούνταν στο βασιλικό φαρμακείο επί των σημερινών οδών Ακαδημίας και Β. Σοφίας. Στη συνέχεια, το Φαρμακευτικό Χημείο στεγάστηκε στο Γενικό Χημείο του Πανεπιστημίου. Παρά τις ελλείψεις χώρων και υποδομών, σε αυτό εκτελούνταν οι πρακτικές ασκήσεις και τα πειράματα για τους φοιτητές, αλλά και μια σειρά από αναλύσεις που ζητούσαν κρατικοί θεσμοί, καθώς μια σειρά από φορείς και ιδιώτες.
Αξίζει να δούμε μερικές από τις αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία του 1890, όπως σώζονται στο Ιστορικό Αρχείο του ΕΚΠΑ, και είναι ενδεικτικές των δυνατοτήτων του Εργαστηρίου αλλά και των αναγκών της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, με εντολή του υπουργείου Εσωτερικών είχε ζητηθεί ανάλυση: α) υδάτων για τον καθαρισμό των οδών στην Αθήνα και στον Πειραιά, β) ελληνικού οπίου, το οποίο καλλιεργούνταν στην Τριανταφυλλίδειο Σχολή και αποδείχθηκε ανώτερο από πολλά εμπορεύσιμα είδη οπίου, μπορούσε δε να ευδοκιμήσει η συστηματική του καλλιέργεια, γ) θειικού χαλκού για τον ραντισμό αμπελιών, δ) δειγμάτων κινίνης, από τα οποία πολλά ήταν νοθευμένα, από παντοπωλεία των Τρικάλων. Με εντολές του υπουργείου Οικονομικών έγινε ανάλυση: α) δειγμάτων τσιγαρόχαρτου, καθώς και χαρτιού για εκτύπωση χαρτοσήμων και εμπορευμάτων, ώστε να επιτραπεί ο εκτελωνισμός τους, β) του κράματος νέων κερμάτων, γ) δειγμάτων κρασιών για την εύρεση πρόσθετου οινοπνεύματος πέραν του φυσικού.

Οι αναλύσεις αφορούσαν και αρχαιολογικά ευρήματα. Έτσι με εντολή του υπουργείου Παιδείας έγινε ανάλυση των περίφημων ευρημάτων του ναυαγίου των Αντικυθήρων, που εντοπίστηκαν από σφουγγαράδες το 1900, κυρίως δε των αγαλμάτων. Αναλύσεις δεν γίνονταν μόνο για χάρη του κράτους. Έτσι, με εντολή του διαδόχου Κωνσταντίνου έγιναν πειράματα και εξακριβώθηκαν οι όροι σχετικά με την προμήθεια λινών και βαμβακερών υφασμάτων για τον στρατό. Τέλος, το Φαρμακευτικό Χημείο ήταν αρωγός και στις έρευνες για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και την εξιχνίαση αστυνομικών υποθέσεων! Έτσι με εντολή των ανακριτικών αρχών έγινε εξέταση κίβδηλων νομισμάτων, καθώς και ανάλυση σπλάχνων όπου βρέθηκε αρσενικό σε δηλητηριώδη δόση. Έγινε ακόμη εξέταση κηλίδων που αποδείχθηκε ότι ήταν αίματος και γλυκισμάτων που περιείχαν αρσενικό σε θανατηφόρα δόση. Κι ο χορός καλά κρατούσε!

Το Αστρονομικό Τμήμα του Αστεροσκοπείου
Πώς όλοι οι πολίτες μάθαιναν την ακριβή ώρα
Ένας θεσμός που συνδέθηκε άρρηκτα από την ίδρυσή του με το Πανεπιστήμιο Αθηνών ήταν το Αστεροσκοπείο Αθηνών. Στο τέλος του 19ου αιώνα το Αστρονομικό Τμήμα του διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση της ώρας στην πόλη της Αθήνας και του Πειραιά. Επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος ενημέρωσης για την ακριβή ώρα στην πρωτεύουσα, καθώς δεν υπήρχαν δημόσια ρολόγια, επιτράπηκε στους ωρολογοποιούς Αθηνών και Πειραιά να επισκέπτονται το Αστεροσκοπείο μεταξύ 3.00 και 4.00 μ.μ. καθημερινά προκειμένου να συντονίζουν τα ρολόγια τους.
Επειδή, επίσης, όλοι οι κάτοικοι των Αθηνών δεν είχαν άμεση οπτική επαφή με το Αστεροσκοπείο, αποφασίστηκε να χτυπάνε οι καμπάνες των εκκλησιών κάθε μεσημέρι με την υποστολή της σημαίας του ιδρύματος, προκειμένου να δηλώνεται έτσι η μεσημβρία. Η πρακτική όμως ήταν ατελέσφορη, αφού οι διάφοροι υπάλληλοι και οι ιερείς των εκκλησιών που ήταν επιφορτισμένοι με την κωδωνοκρουσία δεν επιτελούσαν με μεγάλη συνέπεια το καθήκον τους, δημιουργώντας αποκλίσεις στην ώρα διαφόρων περιοχών, γεγονός που υπονόμευε την εύρυθμη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών και των δημόσιων μεταφορών.

Προκειμένου να βελτιωθεί αυτή η κατάσταση, το Αστεροσκοπείο πρότεινε στον Δήμο Αθηναίων να τοποθετηθούν ηλεκτρικά ρολόγια, τη ρύθμιση των οποίων θα αναλάμβανε το ίδιο. Ωστόσο, ενώ η πρόταση αυτή έγινε αποδεκτή από το Δημοτικό Συμβούλιο, η Νομαρχία δεν την ενέκρινε για λόγους οικονομίας. Ο Κωνσταντινουπολίτης Νικόλαος Ζαρίφης (1820-1895), μετά από παραίνεση του διευθυντή του Αστεροσκοπείου και καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημητρίου Αιγινήτη, ανέλαβε τη χρηματοδότηση ενός μεγάλου ηλεκτρικού ρολογιού στο Αστεροσκοπείο και δώδεκα ηλεκτρικών ρολογιών σε διάφορα σημεία της πόλης των Αθηνών. Η δημοτική αρχή τοποθέτησε άλλα πέντε ρολόγια και η Αθήνα απέκτησε συνολικά 17 ηλεκτρικά ρολόγια, που ρυθμίζονταν απευθείας από το Αστεροσκοπείο.
Έτσι, δινόταν η δυνατότητα στους κατοίκους όλων των συνοικιών να πληροφορούνται την ακριβή ώρα ανά πάσα στιγμή της ημέρας. Με αυτόν τον τρόπο λύθηκε οριστικά το ζήτημα της ρύθμισης της ώρας στην πόλη και συγχρόνως δόθηκε στο Αστεροσκοπείο ένα ακριβές μέσο για την παρακολούθηση των χρονομετρικών εργασιών του. Τα ηλεκτρικά ρολόγια τοποθετήθηκαν και στις 25 Μαρτίου 1892 έγιναν τα εγκαίνια του δικτύου.