Η εμφάνιση του στελέχους δέλτα στις ΗΠΑ οδήγησε σε μία έξαρση των κρουσμάτων στις αρχές του Ιουλίου 2021. Έτσι μελετήθηκε στην περίοδο 1 Ιούλιου έως 27 Αυγούστου 2021 η επίπτωση της λοίμωξης COVID-19 στην ομάδα των 14746 ατόμων που αρχικά έλαβε το εμβόλιο της εταιρείας Moderna στην εγκριτική του μελέτη COVE και εμβολιάστηκε την περίοδο Ιούλιος-Δεκέμβριος 2020 και στην ομάδα των 11431 ατόμων που αρχικά έλαβε placebo και εμβολιάστηκε μετά, στην περίοδο Δεκέμβριος 2020-Απρίλιος 2021. Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο διεθνές περιοδικό NEJM.
Οι Iατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα της μελέτης. Μέχρι τις 30 Ιουνίου η επίπτωση της λοίμωξης COVID-19 ήταν παρόμοια και στις δύο ομάδες (9,4 περιπτώσεις ανά 1000 ανθρωπόετη), αλλά στην τυχαιοποιημένη περίοδο έως το Δεκέμβριο του 2020 η επίπτωση ήταν σημαντικά μικρότερη στην ομάδα που έλαβε το εμβόλιο σε σχέση με την ομάδα του placebo (11,8 περιπτώσεις έναντι 148,8 ανά 1000 ανθρωποέτη). Στην περίοδο της ανάλυσης Ιούλιος-Αύγουστος 2021 περιγράφηκαν 162 περιπτώσεις λοίμωξης στην ομάδα που εμβολιάστηκε πρώτη, στο 97% των οποίων ανιχνεύθηκε το στέλεχος δέλτα, και 88 στην ομάδα που εμβολιάστηκε μετά την έγκριση του φαρμάκου, 99% των οποίων αφορά το στέλεχος δέλτα. Η επίπτωση της νόσου ήταν χαμηλότερη στην ομάδα που εμβολιάστηκε δεύτερη (49 περιπτώσεις ανά 1000 ανθρωποέτη), σε σχέση με την πρώτη ομάδα (77,1 περιπτώσεις ανά 1000 ανθρωποέτη), με μία σχετική διαφορά 36,4% στους ρυθμούς επίπτωσης. Η διαφορά αυτή παρατηρήθηκε ακόμα και όταν τα δεδομένα προσαρμόστηκαν με βάση την ηλικία, την εργασία και τους παράγοντες κινδύνου για σοβαρότερη νόσο. Περιγράφηκαν 13 περιπτώσεις πιο σοβαρής νόσου COVID-19 στην πρώτη ομάδα και 3 νοσηλείες και 6 στην δεύτερη χωρίς νοσηλεία, με διαφορά 46%.
Συμπερασματικά, η επίπτωση της νόσου ήταν μικρότερη σε όσους εμβολιάστηκαν πιο πρόσφατα την περίοδο που το στέλεχος δέλτα ήταν το επικρατόν. Τα αποτελέσματα αυτά επηρεάστηκαν και από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ασθενών που νόσησε ήταν νεότεροι, οπότε έχουν και διαφορετική συμπεριφορά στη τήρηση μέτρων πρόληψης. Τα δεδομένα αυτά υποστηρίζουν μία πιθανή μείωση της ανοσίας με το χρόνο και συνηγορούν υπέρ της πιθανής ανάγκης ενισχυτικών δόσεων με την πάροδο του χρόνου.