Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κυρός Αναστάσιος (1929-2025) υπήρξε κορυφαίος πρωταγωνιστής στις εκκλησιαστικές εξελίξεις για πολλές δεκαετίες, ενώ συγχρόνως κόσμησε ευρύτερα την κοινωνική αλλά και πολιτική ζωή τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ιδιαίτερα δε στην Αλβανία, όπως αποδεικνύεται από πληθώρα τιμητικών διακρίσεων. Το μέγεθος της επιδραστικότητάς του αποδεικνύεται και από την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του το 1997, όταν η Αλβανία βίωνε ισχυρές πολιτικές εντάσεις με τη μουσουλμανική πλειοψηφία να οδηγεί τη χώρα σε αδιέξοδο.
Ο Απόστολος της ειρήνης, της φιλίας και της συνύπαρξης υπήρξε από τα πιο κομβικά πρόσωπα του διαθρησκειακού διαλόγου εργαζόμενος ακατάπαυστα για την αιώνια ειρήνη που μόνο ο Ιησούς Χριστός προσφέρει. Η πολύπλευρη δράση του στη χειμαζόμενη τότε Αλβανία ανέδειξε την οικουμενική – δηλαδή βαθιά χριστιανική – προσωπικότητά του με την άοκνη προσπάθειά του να καταπραΰνει άσβεστα εθνικά και θρησκευτικά μίση που χαρακτήριζαν την ευρύτερη περιοχή. Τελικά κατάφερε τον στόχο του με τη στελέχωση και ισχυροποίηση της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, αλλά και με τη συμφιλίωση μεταξύ των θρησκευτικά διαφορετικών προτάσσοντας την αξία της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας.
Σπουδαίο εργαλείο για την προσπάθειά του αναδείχθηκε η εκπαίδευση και η παιδεία, τα οφέλη και τους τρόπους της οποίας κατείχε καλά ο ίδιος ως σημαντικός πανεπιστημιακός δάσκαλος στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1972-1992), αλλά και αλλού. Το παιδευτικό του έργο στην πολύπαθη Αλβανία είχε να αντιμετωπίσει τις συμπληγάδες πέτρες του απόηχου της κομμουνιστικής αθεΐας και του καπιταλιστικού «οράματος» που μόνο σύγχυση προκαλούσαν ειδικά στους νέους ανθρώπους.
Με ιδιαίτερη φροντίδα ανέπτυξε την ιερατική σχολή για άνδρες και γυναίκες, ώστε να καταστούν ικανοί για προσφορά στην τοπική Εκκλησία τους. Ως αποτέλεσμα η Εκκλησία της Αλβανίας στελεχώθηκε με αλβανούς ιερείς και επισκόπους, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και οι γυναίκες αναλαμβάνοντας διάφορες διακονίες στο φιλανθρωπικό έργο, στην εκπαίδευση, στην ιεραποστολή αλλά και στη διοίκηση, αναδεικνύοντας τον πλούτο της προσφοράς τους.
Συγχρόνως, όμως, απέδειξε στην πράξη και τη βασική του θέση ότι η Εκκλησία οφείλει να είναι παρούσα και συμμέτοχη σε όλους τους τομείς του βίου. Ετσι φρόντισε ιδιαίτερα για την υγειονομική περίθαλψη των ανθρώπων παράλληλα με την κοινωνική μέριμνα, την πολυεπίπεδη ανάπτυξη και ιδιαίτερα τον πολιτισμό, τον οποίο αντιλαμβανόταν ως διττή απόδειξη σεβασμού απέναντι στη δημιουργία του Θεού και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η Εκκλησία της Αλβανίας εξελίχθηκε σε σημαντικό παράγοντα της οικονομικής ζωής και ανάπτυξης της Αλβανίας ως ένας από τους σοβαρότερους επενδυτές και δημιουργούς θέσεων εργασίας.
Εξίσου καρποφόρα υπήρξε και η συμβολή του σε παγκόσμιο επίπεδο μέσω της σύνθετης δραστηριότητάς του στην οικουμενική κίνηση και στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών αναλαμβάνοντας καίριες θέσεις. Πρωταγωνίστησε τόσο στον τομέα της ιεραποστολής και του ευαγγελισμού των ανθρώπων κυριότατα στην Αφρική, όσο και στον διαθρησκειακό διάλογο τον οποίο αντιλαμβανόταν «όχι απλά ως ανταλλαγές λόγων» αλλά ως έναν πραγματικό «Διάλογο Ζωής». Ακριβώς επειδή οι θρησκείες «στα αδιέξοδα στα οποία μας οδηγεί ο τεχνικός πολιτισμός, καλλιεργώντας την αυτάρκεια, την υπερηφάνεια και την απληστία, υπενθυμίζουν ότι το μέσον για την πνευματική ισορροπία του ανθρώπου δεν είναι η υποταγή της φύσεως στις επιθυμίες του ατόμου, αλλά η υποταγή της ατομικής επιθυμίας, η απάρνηση, η άσκηση, η κάθαρση του εγώ, η αναζήτηση και η βίωση του αγίου».
Αν και η εκδημία του καθιστά την πραγματικότητα σαφώς φτωχότερη, οι οδοί που χάραξε με τη ζωή του θα συνεχίσουν να μας καθοδηγούν προς ένα καλύτερο μέλλον.
Πρώτη δημοσίευση εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ