Η κολπική μαρμαρυγή δυστυχώς είναι ένα είναι πρόβλημα που ταλαιπωρεί χιλιάδες συνανθρώπων μας.
Τι γνωρίζαμε μέχρι τώρα;
- Οι γυναίκες έχουν μικρότερα ποσοστά κολπικής μαρμαρυγής, αλλά κινδυνεύουν περισσότερο από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
- Η κολπική μαρμαρυγή για λόγους που δεν έχουν διευκρινιστεί ακόμα φαίνεται να εμφανίζεται σε πιο ψηλούς ανθρώπους συχνότερα, χωρίς να έχει πλήρως αποδειχτεί. Μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα μάλλον ανατρέπει τα δεδομένα, ειδικά σε σχέση με το φύλο.
Σκοπός αυτού του άρθρου είναι η ανάλυση μιας πρόσφατης αναφοράς του περιοδικού JAMA Cardiology για την κολπική μαρμαρυγή (ΚΜ), τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα και τους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου. Αυτά εξετάστηκαν σε μια υποομάδα της μελέτης VITAL, η οποία είναι μια τυχαιοποιημένη μελέτη συμπληρωμάτων βιταμίνης D και θαλάσσιων ωμέγα-3 λιπαρών οξέων για την πρωτογενή πρόληψη του καρκίνου και των καρδιαγγειακών παθήσεων, με επικεφαλής τη δρ Christine Albert στο Cedars-Sinai και τον δρ Hasan Siddiqi στο Vanderbilt.
Όπως είναι γνωστό, η ΚΜ είναι η πιο κοινή αρρυθμία στον πληθυσμό και αυξάνεται σε ποσοστά, κυρίως λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Είναι επίσης μια σημαντική αιτία εγκεφαλικών επεισοδίων, καρδιακής ανεπάρκειας και θνησιμότητας καρδιαγγειακής αιτιολογίας. Αν και οι γυναίκες είναι γνωστό ότι έχουν χαμηλότερα ποσοστά ΚΜ από τους άνδρες, είναι επίσης γνωστό ότι έχουν υψηλότερο κίνδυνο για καρδιαγγειακές επιπλοκές και κυρίως για εγκεφαλικό επεισόδιο και θνησιμότητα καρδιαγγειακής αιτιολογίας.
Ως εκ τούτου, έγινε κατανοητό ότι η κατανόηση των διαφορών του φύλου στον κίνδυνο και στους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου για ΚΜ, θα μπορούσαν δυνητικά να μειώσουν το βάρος της νόσου. Παράλληλα, είναι γνωστό ότι το ύψος είναι ένας παράγοντας κινδύνου για ΚΜ, χωρίς όμως να εξηγεί τις διαφορές στον κίνδυνο μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Εξετάστηκαν, συνεπώς, αυτές οι ερωτήσεις στη κοόρτη της VITAL, η οποία περιέχει περισσότερους από 25.000 συμμετέχοντες. Περίπου το 51% είναι γυναίκες και όλοι είναι ηλικίας >50 ετών, με μέση ηλικία τα 67, χωρίς γνωστή καρδιαγγειακή νόσο κατά την ‘ένταξη τους. Εντάχθηκαν 900 περιστατικά με ΚΜ στη μελέτη, με τις γυναίκες να εμφανίζονται λιγότερο πιθανό να διαγνωστούν με ΚΜ. Είχαν 32% χαμηλότερο κίνδυνο – στατιστικά σημαντικό σε σύγκριση με τους άνδρες (p < 0,001), ενώ ήταν πιο πιθανό να είναι συμπτωματικές, με περίπου 77% των γυναικών έναντι 63% των ανδρών να έχουν συμπτώματα πριν ή κατά τη διάγνωση.
Ήταν πολύ ενδιαφέρον ότι η προσαρμογή για το ύψος εξάλειψε τον χαμηλότερο κίνδυνο για ΚΜ στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες, ενώ μετά τον υπολογισμό του ύψους, όχι μόνο δεν υπήρξε μείωση του κινδύνου για ΚΜ των γυναικών, αλλά στην πραγματικότητα υπήρξε αντιστροφή του συσχετισμού και υπήρχε ελαφρώς υψηλότερος κίνδυνος. Άλλοι παράγοντες κινδύνου για ΚΜ στην κοόρτη περιλάμβαναν τη μεγαλύτερη ηλικία, τον υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος, την υπέρταση και την αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ.
Ταυτόχρονα, δεν αναδείχθηκε συσχέτιση μεταξύ του διαβήτη και του υψηλότερου κινδύνου για ΚΜ, ούτε σαφή συσχέτιση με τη σωματική δραστηριότητα, αν και η πολύ έντονη σωματική δραστηριότητα έχει συνδεθεί με αυτή σε ορισμένες μελέτες. Τέλος, εξετάστηκαν οι παρεμβάσεις της βιταμίνης D (2000 IU/ημέρα) και των ωμέγα-3 λιπαρών οξέων (460 mg/ημέρα ή 380 mg/ημέρα) και δεν βρέθηκε συσχέτιση με την ΚΜ, αν και ορισμένες άλλες μελέτες έχουν δείξει αυξημένο κίνδυνο με υψηλότερες δόσεις θαλάσσιων ωμέγα-3 (> 1 g/ημέρα) και σίγουρα σε δόσεις 4 g/ημέρα.
Συνολικά, λοιπόν, τα ευρήματα υπογραμμίζουν το γεγονός ότι πολλοί από τους παράγοντες κινδύνου για ΚΜ φαίνεται να είναι τροποποιήσιμοι και είναι πολύ σημαντικό να τους εντοπίσουμε και να προσπαθήσουμε να τους μειώσουμε, προκειμένου να μειωθεί η επιβάρυνσή της. Αναφερόμαστε στην κατανάλωση αλκοόλ, στην αρτηριακή υπέρταση και στην παχυσαρκία. Οι βιταμίνες δεν φαίνεται να επιδρούν ευνοϊκά στην κολπική μαρμαρυγή. Τους τροποποιήσιμους αυτούς παράγοντες κινδύνου πρέπει να τους προσέχουμε όλοι, αλλά ιδιαίτερα οι γυναίκες, επειδή είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν κάποιο εγκεφαλικό επεισόδιο και εν γένει θνησιμότητα καρδιαγγειακής αιτιολογίας.
Επιμέλεια: Νικόλαος Κτενόπουλος, ειδικευόμενος Καρδιολογίας