Δημήτριος Γουγουρέλας1, Χαράλαμπος Τσεντίδης2, Αθηνά – Μαρία Κουφαδάκη3, Αναστάσιος Κουτσοβασίλης1, Ευπραξία Γουγουρέλα1, Σπυρίδων Καρανάσιος3, Αλεξάνδρα Σολδάτου3, Αλέξιος Σωτηρόπουλος1, Σταύρος Μπούσμπουλας1, Κυριακή – Αθηνά Καραβανάκη3
1Διαβητολογικό Κέντρο, Γενικού Νοσοκομείου Νικαίας – Πειραιά «Άγιος Παντελεήμων»
2Ενδοκρινολογική Κλινική, Γενικού Νοσοκομείου Νικαίας – Πειραιά «Άγιος Παντελεήμων»
3Μονάδα Διαβήτη και Μεταβολισμού, Β΄ Παιδιατρική Κλινική Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Παναγιώτη & Αγλαΐας Κυριακού»
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 (ΣΔτ1) αποτελεί μεταβολική διαταραχή που οφείλεται στην καταστροφή των ινσουλινοπαραγωγών β-κυττάρων του παγκρέατος από αυτοαντισώματα. Οι ενήλικες μπορεί να πάσχουν από τον τυπικό (ΣΔτ1) ή από τον λανθάνοντα αυτοάνοσο σακχαρώδη διαβήτη των ενηλίκων (Latent Autoimmune Diabetes of Adults – LADA) που διαγιγνώσκεται >30 ετών. Έχει βρεθεί ότι οι ασθενείς με αυτοάνοσο διαβήτη παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά Συνοδών Αυτοάνοσων Νοσημάτων (ΣΑΝ) σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό. Η παρουσία ΣΑΝ έχει συσχετισθεί με την εμφάνιση ανεξήγητων υπογλυκαιμιών, επίμονης σιδηροπενικής αναιμίας και μακροχρόνιων επιπλοκών.
Στη μελέτη μας συμμετείχαν 160 ενήλικες (81 άντρες και 79 γυναίκες) με αυτοάνοσο ΣΔ (114 με ΣΔτ1 και 46 με LADA) μέσης ηλικίας 40.3±15.9 έτη. Στόχος μας ήταν να καθορίσουμε τη συχνότητα των ΣΑΝ τόσο στους ασθενείς με LADA όσο και με ΣΔτ1, να μελετήσουμε το ρόλο των αντιπαγκρεατικών αυτοαντισωμάτων GADA και των δημογραφικών παραγόντων στην εμφάνιση ΣΑΝ και να ανιχνεύσουμε πιθανές συσχετίσεις με την οικογενή αυτοανοσία.
Στους ασθενείς μας μετρήθηκαν τα αντιπαγκρεατικά αυτοαντισώματα (GADA, ICA, IA2, IAA) ενώ παράλληλα προσδιορίστηκε η παρουσία οργανοειδικών αυτοαντισωμάτων άλλων αυτοάνοσων νοσήματων, όπως τα αντιθυρεοειδικά αντισώματα anti-TPO και anti-TG, τα anti-tTG-IgA, τα APCA και τα αντισώματα έναντι της 21-υδροξυλάσης, που είναι ενδεικτικά κοιλιοκάκης, αυτοάνοσης γαστρίτιδας και νόσου Addison, αντίστοιχα. Επίσης, ζητήθηκε λεπτομερές ατομικό και οικογενειακό ιστορικό αυτοανοσίας και καταγράφηκαν οι δημογραφικές παράμετροι και τα ΣΑΝ που είχαν εκδηλωθεί κλινικά.
Παρατηρήθηκε ότι πάνω από τους μισούς ενήλικες ασθενείς με ΣΔτ1 (58.13%) είχαν θετικά αυτοαντισώματα έναντι επιπρόσθετων αυτοάνοσων νοσημάτων (συνοδός αυτοανοσία), ενώ σε 77 εξ αυτών (48.12%) υπήρχε κλινικά έκδηλη νόσος. Ως συχνότερα απαντώμενο ΣΑΝ βρέθηκε να είναι η αυτοάνοση θυρεοειδοπάθεια σε 72 άτομα (45%), ενώ ακολουθούσε η γαστρική αυτοανοσία σε 42 (26.2%). επίσης, με φθίνουσα συχνότητα, ανιχνεύθηκαν κοιλιοκάκη, λεύκη, ψωρίαση, νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα και νόσος του Addison σε ποσοστά 3.7%, 3.1%, 1,82%, 1,82% και 1,2% αντίστοιχα. Σπανιότερα ανευρέθηκαν καθολική αλωπεκία, πολλαπλή σκλήρυνση, αυτοάνοση σπειραματονεφρίτιδα, μυασθένεια gravis, νόσος του Crohn και σύνδρομο Sjögren.
Οι ενήλικες με LADA είχαν υψηλότερη επίπτωση ΣΑΝ, ειδικότερα αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας (p=0.027) και γαστρίτιδας (p=0.002) σε σύγκριση με εκείνους με ΣΔτ1, ενώ αντίθετα όλοι οι ασθενείς με κοιλιοκάκη είχαν τυπικό ΣΔτ1 (p=0.041). Οι ασθενείς με θετικά GADA είχαν μεγαλύτερη συχνότητα ΣΑΝ και πολλαπλής αυτοανοσίας (≥2 συνοδά αυτοάνοσα νοσήματα), και ειδικότερα θυρεοειδικής και γαστρικής αυτοανοσίας. Τα άτομα με LADA είχαν υψηλότερο ποσοστό θετικών GADA από εκείνους με τυπικό ΣΔτ1 (p=0.02). Μετά τον έλεγχο της επίδρασης του LADA, τα GADA φάνηκε ότι ήταν σημαντικός παράγοντας κινδύνου για εμφάνιση συνοδού αυτοανοσίας (p=0.002). Η πολυπαραγοντική ανάλυση λογιστικής παλινδρόμησης έδειξε ότι το θήλυ φύλο, η χρονολογική ηλικία και τα θετικά GADA είναι στατιστικώς σημαντικοί παράγοντες κινδύνου για ΣΑΝ στους ασθενείς με αυτοάνοσο διαβήτη.
Όσον αφορά στην οικογενή αυτοανοσία, εμφανίστηκε σε 61 (38.1%) ασθενείς με συχνότερο αυτοάνοσο νόσημα την αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα. Συγκεκριμένα, 31 ασθενείς της μελέτης (19.37%) είχαν τουλάχιστον ένα συγγενή με θυρεοειδίτιδα Hashimoto. Το δεύτερο σε συχνότητα ΣΑΝ ήταν ο ΣΔτ1 σε 29 ασθενείς (18.12%), ενώ ακολούθησαν η ψωρίαση, η λεύκη, η αλωπεκία, η αυτοάνοση σπειραματονεφριτιδα, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, η νόσος Crohn και η νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα, η κοιλιοκάκη η πολλαπλή σκλήρυνση. Διαπιστώθηκε, λοιπόν, σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στη συχνότητα των ΣΑΝ και στην παρουσία αυτοανοσίας στην ευρύτερη οικογένεια. Επίσης παρατηρήθηκε ότι σε ασθενείς με LADA η παρουσία οικογενούς αυτοανοσίας ήταν συχνότερη από ότι σε εκείνους με ΣΔτ1, χωρίς όμως στατιστική σημαντικότητα. Τέλος η οικογενής αυτοανοσία δεν φάνηκε να συσχετίζεται με την παρουσία GADA.
Συμπερασματικά, στη μελέτη μας διαπιστώθηκε αυξημένη συχνότητα ΣΑΝ (58.13%) στα άτομα με αυτοάνοσο διαβήτη, ενώ παράλληλα 38.1% αυτών είχαν συγγενείς με αυτοάνοσα νοσήματα. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη ελέγχου για πιθανά ΣΑΝ, μέσω αναζήτησης των ειδικών οργανοειδικών αυτοαντισωμάτων, τόσο κατά τη διάγνωση του διαβήτη όσο και ανά τακτά χρονικά διαστήματα ή επί ενδείξεων. Ο έλεγχος για τη θυρεοειδίτιδα θα πρέπει αδιαμφισβήτητα να γίνεται ανά τακτά διαστήματα ιδίως στις γυναίκες (πχ ανά τριετία), ενώ για τη γαστρική αυτοανοσία και την κοιλιοκάκη, θα μπορούσε να γίνεται λιγότερο συχνά (πχ ανά 5ετία). Συχνότερος έλεγχος συστήνεται σε άτομα με θετικά GADA, διαβήτη τύπου LADA ή συγγενείς με ΣΔτ1, καθώς και όταν συνυπάρχουν σημεία και συμπτώματα συγκεκριμένης αυτοάνοσης νόσου. Έτσι, θα επιτευχθεί έγκαιρη διάγνωση και επαρκής αντιμετώπιση των συνοδών αυτοάνοσων νόσων, με στόχο την καλύτερη διαβητική ρύθμιση, την αποφυγή των επιπλοκών του διαβήτη και τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των ασθενών.