Το άρθρο του Ομότιμου Καθηγητή Οικονομικών του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Ε.Κ.Π.Α. κ. Παναγιώτη Ε. Πετράκη «Ευρωπαϊκές εκλογές και οικονομία», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Real News στις 16 Ιουνίου 2024, αναδημοσιεύτηκε στο InDeep Analysis.
Πιο αναλυτικά, το άρθρο αναφέρει:
Ο απόηχος των ευρωπαϊκών εκλογών είναι ότι αυξήθηκε η δύναμη των εκτός Κεντροδεξιάς πολιτικών σχημάτων, αλλά αυτό μόνο ως προς έναν βαθμό είναι γεγονός. Τα δύο ευρωπαϊκά πολιτικά σχήματα που θα μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτή την πολιτική κατηγορία είναι το ECR (European Conservatives and Reformists, 73 έδρες) και το ID (Identity and Democracy, 58 έδρες). Τα κύρια χαρακτηριστικά τους είναι ο ευρωσκεπτικισμός τους σε διάφορες αποχρώσεις – στο πρώτο ασθενέστερος και στο δεύτερο ισχυρότερος. Επίσης, έχουν σχετικά διαφοροποιημένες θέσεις απέναντι στη μετανάστευση και στον πόλεμο στην Ουκρανία και τη Ρωσία. Όμως, μαζί και τα δύο αυτά κόμματα (εάν μπορούν να αθροιστούν) έχουν 131 έδρες, που απέχουν πάρα πολύ από την απαιτούμενη πλειοψηφία των 361 εδρών για τον έλεγχο του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μόνο του το EPP (Κεντροδεξιά) έχει 186 έδρες.
Πιο ενδιαφέρον είναι το θέμα της συμμετοχής των πολιτών στις ευρωπαϊκές εκλογές, η οποία κυμάνθηκε από 21,34% στην Κροατία μέχρι 89,82% στο Βέλγιο και 41,39% στην Ελλάδα, με μέσο όρο το 51%, όταν στις τελευταίες προεδρικές εκλογές στις Η.Π.Α. (με τελείως διαφορετικό πολιτικό σύστημα) είχε συμμετάσχει το 66% του εκλεκτορικού σώματος. Στη Γαλλία η συμμετοχή έφτασε στο 51% και στη Γερμανία το 64,78%. Προφανώς, στην Ευρώπη των 37 γλωσσών η συγκίνηση για τη συμμετοχή στις ευρωεκλογές δεν βρίσκεται στο κατακόρυφό της.
Η σχετική, όμως, άνοδος του «εθνικιστικού συντηρητισμού», εάν θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε σε αυτόν τον ορισμό τις δεξιότερες δυνάμεις του Ευρωκοινοβουλίου, έχει το πραγματικό υπόβαθρό της: Απειλή για την εθνικιστική ευημερία που προέρχεται από τους μετανάστες, απειλή για το οικονομικό επίπεδο της μεσαίας τάξης που βιώνει μία υποβάθμιση λόγω κυρίως της πληθωριστικής κρίσης του 2022 και της τεχνολογικής εξέλιξης. Στην Ελλάδα, αυτή ήρθε να προστεθεί στα υπόλοιπα της μνημονιακής κρίσης του 2010. Όλα αυτά δημιουργούν μία «πολιτιστική νοσταλγία» και έναν εθνικιστικό συντηρητισμό, που καταλήγει στην ενίσχυση των ακραίων πολιτικών τάσεων.
Επιπροσθέτως, η κρίση στα ανατολικά σύνορα αυξάνει την ανασφάλεια του ευρωπαίου πολίτη, έστω και εάν δεν επηρεάζεται άμεσα. Παρόλο που μπορεί να διακυβεύονται μεσομακροπρόθεσμα συμφέροντα (αναλόγως των διαθέσεων των εξ ανατολών γειτόνων), το συναίσθημα της ανασφάλειας αυξάνεται αφού τοποθετείται μακριά από οποιαδήποτε πολεμοχαρή διάθεση. Έτσι, προτιμά να αποφεύγει τα πολιτικά κόμματα που έχουν «αναμειχθεί» στη σύγκρουση.
Ο κοινός παρονομαστής των παραπάνω πολιτικών τάσεων έρχεται να ενισχυθεί από την ανάγκη αύξησης της αποτελεσματικότητας στη διακυβέρνηση λόγω της αυξανόμενης περιπλοκότητας του κόσμου που μας περιβάλλει. Σε έναν βαθμό, δηλαδή, η αύξηση της περιπλοκότητας των προβλημάτων σε συνδυασμό με τη βοήθεια από την αμεσότητα των κοινωνικών δικτύων, ευθύνεται για την προβολή της «αρχής ενός ανδρός» και τη διάθεση για εναπόθεση των ευθυνών μας σε κάποιον άλλον.
Με βάση, πάντως, την παραπάνω ανάλυση, αναμένουμε ότι οι ακολουθούμενες (ιδίως οικονομικές) πολιτικές σε όλα τα επίπεδα θα μείνουν στην ευθεία που έχει καθοριστεί από το προηγούμενο ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κυρίως λόγω μη αλλαγής των βασικών πολιτικών συσχετισμών.
Είναι όμως προφανές ότι η αυξημένη λαϊκιστική επιρροή βάζει σε πειρασμό την δημοσιονομική ισορροπία. Ήδη παρατηρούνται ανερχόμενα spreads στα ευρωπαϊκά ομόλογα, αφού οι δύο μεγάλες χώρες (Γαλλία και Γερμανία) έδειξαν να επηρεάζονται πολιτικά περισσότερο από τις υπόλοιπες. Οι αντιμεταναστευτικές φωνές προφανώς θα ενισχυθούν, στο πλαίσιο όμως μιας πληθυσμιακά συρρικνούμενης οικονομίας. Συνεπώς, οι προσπάθειες για την προσέλκυση εξειδικευμένων στελεχών θα αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες δυσκολίες.
Η ενεργοποίηση, όμως, του νέου δημοσιονομικού πλαισίου την 21η Ιουνίου θα βάλει νέα θέματα δημοσιονομικής ισορροπίας, τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά πολιτικά ορισμένες σημαντικές οικονομίες –Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο– διότι ξεπερνούν τα όρια που θέτει το νέο σύμφωνο σταθερότητας. Πάντως, η νομισματική πολιτική δεν πρόκειται να επηρεαστεί ιδιαίτερα.
Προβλήματα θα αντιμετωπίσουν οι πράσινες πολιτικές, ιδίως σε σχέση με τον αγροτικό τομέα. Τα ευρωπαϊκά αποτελέσματα δεν ευνοούν την ενεργοποίηση μέτρων που αλλάζουν πολύ γρήγορα το υπάρχον παραγωγικό πρότυπο, αυξάνοντας έτσι τις αντιστάσεις στις πράσινες πολιτικές.
Επιπροσθέτως, θα αυξηθούν οι φωνές για την υψηλότερη προστασία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας απέναντι σε αντίστοιχα εισαγόμενα προϊόντα (ηλεκτρικά αυτοκίνητα από Κίνα), ενώ θα πρέπει να αναμένουμε περισσότερο συγκεκριμένες πολιτικές που θα αφορούν την προμήθεια κρίσιμων πρώτων υλών και ανάπτυξη νέων ενεργειακών μέσων (υδρογόνο κ.λπ.) παρότι η εξάρτηση σε κρίσιμα υλικά από την Κίνα και την Αργεντινή θα διατηρηθεί.
Τέλος, οι προοπτικές διεύρυνσης της Ε.Ε. θα πρέπει να τοποθετηθούν στο 2030 και δεν φαίνεται να επιταχύνονται.
Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα Real News, 16 Ιουνίου 2024
Δείτε την αναδημοσίευση: http://indeepanalysis.gr/oikonomia/evropaikes-ekloges-kai-oikonomia.