Άρθρο των Γιάννη Ελ. Δούκα και Αντωνίας Τέρπου στο anatropinews.gr
*Γιάννης Ελ. Δούκας, Επίκουρος καθηγητής , Τμήμα Αγροτικής Ανάπτυξης , Αγροδιατροφής και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων, ΕΚΠΑ
*Αντωνία Τέρπου, Επίκουρη καθηγήτρια , Τμήμα Αγροτικής Ανάπτυξης , Αγροδιατροφής και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων, ΕΚΠΑ
Αυτή η εξέλιξη συνδέεται με το γεγονός ότι η Ουκρανία και η Ρωσία αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 30% του παγκόσμιου εμπορίου σιταριού και κριθαριού. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το καλαμπόκι και το ηλιέλαιο είναι 17% και 50%, αντίστοιχα. Επίσης, σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτη του FAO, το 2021, η Ρωσία και η Ουκρανία κατατάσσονταν μεταξύ των τριών κορυφαίων παγκόσμιων εξαγωγέων στο σιτάρι, το καλαμπόκι, την ελαιοκράμβη, τους ηλιόσπορους και το ηλιέλαιο, ενώ η Ρωσία ήταν επίσης ο κορυφαίος εξαγωγέας αζωτούχων λιπασμάτων στον κόσμο, ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής λιπασμάτων καλίου και ο τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγέας φωσφορούχων λιπασμάτων.
Παράλληλα, μεγάλος αριθμός αναπτυσσόμενων χωρών, ορισμένες από τις οποίες υποφέρουν ήδη από τις συνέπειες ακραίων συνθηκών όπως πόλεμοι ή φυσικές καταστροφές, εξαρτώνται πλήρως από τις εισαγωγές βασικών αγροτικών προϊόντων τόσο από τη Ρωσία όσο και από την Ουκρανία για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών τους. Οι εισαγωγές αφορούν κυρίως, το σιτάρι, το καλαμπόκι και το ηλιέλαιο.
Βέβαια, δεν ευθύνεται μόνο ο πόλεμος για την τρέχουσα επισιτιστική κρίση, καθώς απότομες αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων παρατηρούνται από τον Ιούλιο του 2021, ως αποτέλεσμα και των επιπτώσεων από την διατάραξη στις εφοδιαστικές αλυσίδες λόγω της πανδημίας CΟVID-19. Εύλογα λοιπόν, ο FAO προειδοποιεί για νέες επικείμενες επισιτιστικές κρίσεις προερχόμενες από καταστροφές σε καλλιέργειες που επιφέρει η κλιματική αλλαγή, τις συνέπειες της πανδημίας COVID-19 – που συνεχίζεται με νέες μεταλλάξεις- καθώς και τα βάρη του δημοσίου χρέους- κυρίως των φτωχότερων χωρών του πλανήτη.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η Ευρωπαϊκή Ένωση (EE) και η Ελλάδα, δεν μένουν ανεπηρέαστες καθώς οι αυξήσεις στις τιμές βασικών εισροών στη γεωργία – όπως τα λιπάσματα- και την ενέργεια αλλά και οι ελλείψεις που παρατηρούνται δημιουργούν έντονες πιέσεις στο κόστος παραγωγής. Για παράδειγμα, η αγορά γάλακτος στην Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πολυεπίπεδη κρίση. Οι αυξήσεις στον χώρο της ενέργειας μειώνουν το κέδρος των παραγωγών γάλακτος ενώ η εξίσου σημαντική είναι και η αύξηση του κόστους των ζωοτροφών όπου σε συνδυασμό με τις δυσεύρετες εισαγωγές οδηγούν τους παραγωγούς στο σφαγιασμό περισσότερων ζωών με άμεση επίπτωση στην ποσότητα του παραγόμενου γάλακτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι, η γαλακτοπαραγωγός αιγοπροβατοτροφία, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κλάδους της κτηνοτροφίας στην Ελλάδα ενώ κατέχει μία παράδοση που συνεχίζεται αδιάκοπα από τα Ομηρικά χρόνια μέχρι και σήμερα.
Στα στοιχεία που παρουσιάζει ο οργανισμός ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ παρατηρείται μείωση στην παραγωγή νωπού αιγοπρόβειου γάλακτος κατά τους πρώτους πέντε μήνες του 2022 κατά 2% και στο κατσικίσιο γάλα κατά 8,5%. Υψηλότερη μείωση στην παραγωγή παρουσιάζεται στο αγελαδινό γάλα συγκριτικά με το πρόβειο, μείωση η οποία σχετίζεται άμεσα με την αύξηση στις τιμές των ζωοτροφών που χρησιμοποιούνται διαχρονικά στη διατροφή των αγελάδων (αραβόσιτος και σόγια). Η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος αναμένεται να επηρεαστεί περαιτέρω το προσεχές διάστημα καθώς το κόστος διατροφής των αγελάδων αντιπροσωπεύει περί το 60% του συνολικού κόστους παραγωγής και πολλοί κτηνοτρόφοι προχωρούν σε μαζικές σφαγές προκειμένου να αποφύγουν ζημίες από το υψηλό κόστος των ζωοτροφών.
Βέβαια, εκτός από την κτηνοτροφία, στο σύνολο της η ελληνική γεωργία δέχεται έντονες πιέσεις, καθώς οι αυξήσεις στις τιμές των λιπασμάτων αυξάνουν το κόστος και περιορίζουν την παραγωγή. Σημειώνεται ότι , σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Απρίλιο του 2022, το κόστος παραγωγής υπερέβη τις αυξήσεις στις τιμές παραγωγού κατά 5,1% (Ναυτεμπόρικη, 15-6-22), συμπιέζοντας σημαντικά τα κέρδη. Επίσης, οι αγρότες δεν επωφελούνται από τις αυξήσεις στις τελικές τιμές των προϊόντων στο ράφη καθώς αυτές διαμορφώνονται σε υψηλοτέρα επίπεδα εξαιτίας των ενδιάμεσων προσαυξήσεων (μεσάζοντες, μεταποίηση, κόστη μεταφοράς), αλλά και της διάρθρωσης των αγορών των αγροτικών προϊόντων που είναι πλήρως ανταγωνίστηκες. Αυτό σημαίνει ότι ο παραγωγός, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν μπορεί να επηρεάσει την τιμή διάθεσης του προϊόντος , ενώ παράλληλα είναι αποδέκτης τιμής και για τις εισροές του (σπόροι, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, ζωοτροφές) καθώς αυτές οι αγορές έχουν ολιγοπωλιακή διάρθρωση.
Καθώς παρατηρείται σημαντική ρευστότητα στο διεθνές περιβάλλον, η οποία επιτείνεται από την αβέβαιη έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία αλλά και τη διαφαινόμενη συνέχιση της ενεργειακή κρίσης, προβάλει πιο επιτακτική από ποτέ η ανάγκη για μετάβαση σε παραγωγικά συστήματα που ευνοούν την ορθολογικότερη χρήση των περιορισμένων πόρων ώστε η παραγωγή να καλύπτει τις αυξανόμενες ανάγκες για τρόφιμα. Προς αυτή την κατεύθυνση, η ελληνική γεωργία, έχει τη δυνατότητα να συντηρήσει και να επεκτείνει τη χρήση ηπιότερων παραγωγικών μοντέλων που ευνοούνται από το περιεχόμενο και τη φιλοσοφία της της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και προσιδιάζουν στην γεωμορφολογία και το κλίμα της Ελλάδας.
Για παράδειγμα, ιστορικά, η μεγάλη ανάπτυξη της αιγοπροβατοτροφίας στην Ελλάδα αποδίδεται στη δυνατότητα των προβάτων να αξιοποιούν τους βοσκότοπους σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές, με στόχο την παραγωγή τροφίμων υψηλής βιολογικής αξίας. Με αυτό τον τρόπο έχει συμβάλει σημαντικά στην αποτελεσματική αξιοποίηση των φυσικών πόρων σε μειονεκτικές περιοχές. Αυτό το πλεονέκτημα πρέπει να αξιοποιηθεί δίνοντας επιπλέον κίνητρα στους παραγωγούς ώστε να αποφευχθεί περεταίρω μείωση στον πληθυσμό των αιγοπροβάτων με στόχο τη διατήρηση της ποσότητας του παραγόμενου γάλακτος και την οικονομική βιωσιμότητα της αιγοπροβατοτροφίας στην Ελλάδα.
Αντιστοίχως, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν παραπροϊόντα του Αγροδιατροφικού τομέα για τη διατροφή των λοιπών οικόσιτων ζώων ενισχυμένα με τοπικού χαρακτήρα αρωματικά/φαρμακευτικά φυτά ή ακόμα και μικροφύκη παρέχοντας στον καταναλωτή τρόφιμα υψηλής βιολογικής αξίας με χαμηλότερο κόστος.
Όπως λοιπόν οι συνθήκες της πανδημίας εξανάγκασαν σε ταχύτερη εφαρμογή ηλεκτρονικών υπηρεσιών προς βελτίωση της ποιότητας και της ταχύτητας εξυπηρέτησης των πολιτών ομοίως και οι εφαρμογές της βιοτεχνολογίας και των ψηφιακών εφαρμογών μπορούν να βρουν εύφορο έδαφος για την εφαρμογή τους στον αγροδιατροφικό τομέα με στόχο την αειφόρο ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα της γεωργίας και της κτηνοτροφίας στην Ελλάδα. Βέβαια, για να επιτευχθούν τα παραπάνω, βασική προϋπόθεση είναι η ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου στον κλάδο μέσω της εκπαίδευσης, της επαγγελματικής κατάρτισης και της κατάλληλης συμβουλευτικής.