Άρθρο του Λάμπρου Λιάβα, Καθηγητή Εθνομουσικολογίας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ. Ο κ. Λιάβας παρουσιάζει κάθε Κυριακή μεσημέρι στην ΕΡΤ1 την τηλεοπτική εκπομπή «Το Αλάτι της Γης». Τιμήθηκε πρόσφατα από την Ακαδημία Αθηνών με το μουσικό βραβείο Σπύρου Μοτσενίγου, για τη συνολική προσφορά του στην έρευνα και προβολή της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής.
Το πρόσφατο βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών -τιμώντας μια 40χρονη προσπάθεια για την καταγραφή, μελέτη και προβολή της ελληνικής μουσικής παράδοσης- επαναφέρει το αίτημα για μια σύγχρονη προσέγγιση και «διαχείριση» του λαϊκού μουσικού μας πολιτισμού.
Θεωρώ ότι το μεγαλύτερο πολιτισμικό ναυάγιο της μεταπολεμικής Ελλάδας είναι η απώλεια του λαϊκού, που υποκαταστάθηκε από φολκλορικές αναπαραστάσεις ή από λαϊκίστικα «έντεχνο-λαϊκά» προϊόντα… Όμως, σε πείσμα των καιρών και των καταστάσεων, διασώζονται ακόμη πολλοί πρωτογενείς πυρήνες λαϊκής μουσικής (δημοτικής και αστικής) που παραμένουν πολύτιμα σύμβολα ταυτότητας, ισχυροί κώδικες για έκφραση κι επικοινωνία, κιβωτός της συλλογικής ιδεολογίας και μνήμης.
Οφείλουμε ν’ αντιμετωπίζουμε τις μουσικές παραδόσεις ως ένα ζωντανό οργανισμό που εξελίσσεται και όχι σαν μουσειακά αντικείμενα, προϊόντα αρχαιολογικής ανασκαφής. Είναι η πηγή και το ποτάμι ως κοινόχρηστο αγαθό κι όχι τα …μπουκάλια με το εμφιαλωμένο νερό! Το τραγούδι, η μουσική και ο χορός (ως αδιαίρετη και ομοούσια τριάδα) δεν μπορούν να θεωρηθούν ξεκομμένα από τον χώρο, την εποχή, τις ομάδες και τις συνθήκες επιτέλεσης τους. Πόσω μάλλον όταν συνδέονται άμεσα με σύμβολα και τελετουργίες, σοφά τοποθετημένα στον ετήσιο κύκλο και στον κύκλο ζωής των μελών μιας κοινότητας .Γι’ αυτό και οφείλουμε ν’ αναπτύξουμε μια σύνθετη μεθοδολογία, ώστε να καταγράψουμε, να ερμηνεύσουμε και να διαχειριστούμε όχι απλώς ένα μουσικό «έργο» (όπως συμβαίνει στη λόγια-κλασική μουσική της Δύσης) αλλά μια δυναμική μουσική ταυτότητα, μια μουσική ζωή. Οι λαϊκές παραδόσεις δεν επιδέχονται μόνον αισθητικά κριτήρια «εκ-τέλεσης», προϋποθέτουν και μια σχέση βιωματική με συμβολικούς κώδικες που συνδέονται με την κοινωνική «επι-τέλεση».
Το «φολκλόρ» αναπαριστά μόνο μία εκδοχή-αποτύπωση του παραδοσιακού (σαν μια φωτογραφία), απομονώνοντάς-το όμως από το κοινωνικό του πλαίσιο. Και, βεβαίως, δεν εκπροσωπεί την όποια «αυθεντικότητα», όπως συχνά πολλοί, από άγνοια ή υποκριτικά, διατείνονται. Γι’ αυτό, συνειδητός στόχος των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών μας με το «Αλάτι της Γης» (που συμπληρώνουν φέτος, αντιστοίχως, δέκα και σαράντα χρόνια παρουσίας στα ΜΜΕ) είναι το να προσφέρουν στο ευρύτερο αστικό κοινό αισθητική και ιδεολογική «συν-κίνηση». Ερεθίσματα και κίνητρα ώστε να μην παραμένουν παθητικοί δέκτες-καταναλωτές στις αγοραίες μορφές διασκέδασης, αλλά ν’ αναζητήσουν το πρωτογενές λαϊκό στοιχείο, δηλαδή το …παγόβουνο που κρύβεται κάτω από την κορυφή της δημόσιας παρουσίασης του.
Δυστυχώς, στις μέρες μας συχνά προβάλλονται ως δήθεν παραδοσιακά κάποια παραμορφωμένα κακέκτυπα, που θυμίζουν τα κιτς αρχαιολογικά και λαογραφικά «σουβενίρ» μαζικής παραγωγής. Ανάμεσά τους και τα «νεοδημοτικά» τραγούδια που κατακλύζουν πλέον και πολλά τοπικά πανηγύρια, αλλοιώνοντας την τελετουργία του ελληνικού λαϊκού γλεντιού με την αισθητική των αστικών νυχτερινών κέντρων (γι’ αυτό και τα ονομάζω «σκυλοδημοτικά» και «σκυλονησιώτικα»).
Όμως, ευτυχώς, πίσω από τη βιτρίνα επιβιώνουν ακόμη σε όλη την Ελλάδα (στην περιφέρεια αλλά και στα αστικά κέντρα) πολύτιμα σημεία αναφοράς για τον λαϊκό μουσικό μας πολιτισμό. Ενώ τις τελευταίες δεκαετίες (μέσα από τα μουσικά σχολεία, τα μουσικά πανεπιστήμια και αρκετούς τοπικούς φορείς και πρωτοβουλίες) έχει εμφανιστεί μια νέα γενιά που προσεγγίζει τη μουσική μας παράδοση με σύγχρονο δυναμικό τρόπο αλλά και με τη συστηματική γνώση και τον αναγκαίο σεβασμό στις πρωτογενείς πηγές και στα διαχρονικά σύμβολα. Αυτή είναι η Ελλάδα που αντιστέκεται κι επιμένει. Που ανθεί και που –σίγουρα- θα «φέρει κι άλλα»!