Δημήτρης Κατσίκας, Επίκουρος Καθηγητής και Διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου Οικονομικής Πολιτικής, Διακυβέρνησης και Ανάπτυξης, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και
Κωνσταντίνος Παπανικολάου, Διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Για πολλά χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ήταν αταλάντευτος υποστηρικτής του δόγματος των ανοιχτών αγορών και του ελεύθερου εμπορίου στη βάση μιας πολυμερούς διεθνούς δομής διακυβέρνησης που διέπεται από κοινά αποδεκτές αρχές και κανόνες. Η στάση της αυτή, αν και συχνά χαρακτηρίστηκε ως πολιτικά αφελής, εξυπηρετούσε τα οικονομικά της συμφέροντα, καθώς ήταν -και παραμένει- η μεγαλύτερη εμπορική και εξαγωγική δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας.
Σταδιακά ωστόσο, υπό την πίεση νέων εξελίξεων, το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα της ΕΕ άρχισε να διαφοροποιείται. Η αυξανόμενη ένταση των ανταγωνιστικών πιέσεων σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η ανάδυση των οικονομιών των BRICS, οι οποίες δεν συμμερίζονται στον ίδιο βαθμό την προσήλωση της ΕΕ στις αρχές του πολυμερούς εμπορικού συστήματος, και αργότερα η παρέκβαση από αυτές τις αρχές ακόμα και του παραδοσιακού πυλώνα του οικονομικού φιλελευθερισμού, των Ηνωμένων Πολιτειών, κυρίως υπό την ηγεσία του Προέδρου Τραμπ, εμπέδωσαν ένα νέο ρεαλισμό στον τρόπο σκέψης των τεχνοκρατών της Επιτροπής.
Η στροφή αυτή αποτυπώθηκε ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 όταν η Επιτροπή πρότεινε για πρώτη φορά τη διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής -ενός όρου ταμπού έως τότε- για την ενίσχυση της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Ακολούθησαν μια σειρά από ανακοινώσεις και προτάσεις, συνήθως όμως με φτωχά πρακτικά αποτελέσματα, καθώς ο ενθουσιασμός της Επιτροπής ερχόταν αντιμέτωπος με διαφορετικές εθνικές προτιμήσεις.
Τον Μάρτιο του 2020 η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έδωσε μια νέα ώθηση στο εγχείρημα, προτείνοντας μια νέα βιομηχανική στρατηγική για την Ευρώπη. Η νέα στρατηγική εντάσσεται στη λογική της «ανταγωνιστικής βιωσιμότητας» που προωθεί η Επιτροπή και οραματίζεται τη βιομηχανική πολιτική ως μέσο επίτευξης των δίδυμων προκλήσεων της ΕΕ, της πράσινης μετάβασης και του ψηφιακού μετασχηματισμού.
Η έλευση της πανδημίας ωστόσο, άλλαξε τα δεδομένα. Οι ελλείψεις σε κρίσιμο υγειονομικό υλικό και φαρμακευτικά σκευάσματα και αργότερα οι καθυστερήσεις στην παράδοση εμβολίων, οδήγησαν σε δυσλειτουργίες στην κοινή αγορά και αποκάλυψαν την -ακραία σε μερικές περιπτώσεις- εξάρτηση της ΕΕ από τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Αντιμέτωποι με τις προκλήσεις αυτές, η στάση των Ευρωπαίων ηγετών άλλαξε. Τον Οκτώβριο του 2020, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εντοπίσει τις πιο σημαντικές «στρατηγικές εξαρτήσεις» της ΕΕ και να προτείνει τρόπους αντιμετώπισής τους, ενώ τον Φεβρουάριο του 2021 ένα Γάλλο-γερμανικό «non-paper» παρουσίασε μια δέσμη μέτρων προς αυτή την κατεύθυνση.
Ανταποκρινόμενη στα αιτήματα των ευρωπαϊκών ηγεσιών, η Επιτροπή παρουσίασε τον Μάιο του 2021 μια νέα, επικαιροποιημένη στρατηγική. Η νέα στρατηγική εισήγαγε τις έννοιες της «ανθεκτικότητας» και της «ανοιχτής στρατηγικής αυτονομίας», αποσκοπώντας, πέρα από την ενίσχυση της βιώσιμης ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και στην προστασία της ευρωπαϊκής οικονομίας από αθέμιτες πρακτικές ξένων ανταγωνιστών και κυβερνήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο περιλαμβάνει και επικαιροποιεί μια ευρεία γκάμα προτάσεων που δεν περιορίζονται μόνο στο πεδίο της παραδοσιακής βιομηχανικής πολιτικής, αλλά εκτείνονται και στην εμπορική πολιτική της ΕΕ, καθώς και στη λειτουργία της κοινής αγοράς και των κρίσιμων ευρωπαϊκών υποδομών. Ενδεικτικά αναφέρονται δράσεις όπως: η αναγνώριση και καταγραφή των σημαντικών στρατηγικών εξαρτήσεων της ΕΕ (η οποία σε πρώτη φάση ανέδειξε 137 προϊόντα στους κλάδους της ενέργειας, των φαρμακευτικών σκευασμάτων και των προηγμένων τεχνολογιών), η ενίσχυση στρατηγικών αποθεμάτων και η ανάπτυξη παραγωγικών δυνατοτήτων εντός της ΕΕ, μέσω, πέραν άλλων πρωτοβουλιών, της προώθησης σημαντικών επενδυτικών προγραμμάτων κοινού ενδιαφέροντος (Important Projects of Common European Interest -IPCEIs), η ανάπτυξη στρατηγικής για την καθιέρωση διεθνών προτύπων (standardization) και η υιοθέτηση Κανονισμού για την αντιμετώπιση επιδοτήσεων που λαμβάνουν ανταγωνιστές προερχόμενοι εκτός της ΕΕ και οι οποίες οδηγούν σε στρεβλώσεις στη λειτουργία της κοινής αγοράς.
Η ενεργειακή κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει ενισχύσει περαιτέρω τη λογική των πρωτοβουλιών αυτών, καθώς φανέρωσε την υπερβολική ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία. Η νέα αυτή κρίση αναδεικνύει τις προκλήσεις ενός ασταθούς διεθνούς γεωπολιτικού περιβάλλοντος και την άρρηκτη σύνδεση τους με το πεδίο της οικονομίας. Η ΕΕ έχει ήδη εφαρμόσει πρωτοφανείς οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, ενώ προσπαθεί ταυτόχρονα μέσω συμφωνιών με νέους προμηθευτές και προώθηση επενδύσεων να ενισχύσει την ενεργειακή της αυτάρκεια.
Στο ευρύτερο αυτό πλαίσιο γεωπολιτικών και γεωοικονομικών ανακατατάξεων εντάσσεται και η πρωτοβουλία Global gateway, η οποία προβλέπει τη χρηματοδότηση ύψους 300 δισεκατομμυρίων ευρώ σε επενδύσεις για κρίσιμες υποδομές στον αναπτυσσόμενο κόσμο με έμφαση στην υποσαχάρια Αφρική. Το σχέδιο αυτό, το οποίο είναι εναρμονισμένο με τις σχετικές αποφάσεις της Συνόδου των G7 του 2021 και του 2022, αποτελεί μια απάντηση στην Belt and Road Initiative της Κίνας, η οποία μέσω επενδύσεων σε πάνω από 60 χώρες σε μεταφορικές, ενεργειακές και τηλεπικοινωνιακές υποδομές, πέρα από την επίτευξη οικονομικών αποδόσεων, αποβλέπει και στην εξυπηρέτηση γεωπολιτικών επιδιώξεων.
Στο νέο σύνθετο διεθνές περιβάλλον, η ΕΕ προσπαθεί να διαμορφώσει ένα νέο, πιο ρεαλιστικό, οικονομικό δόγμα, υιοθετώντας πολιτικές που θα την βοηθήσουν στη μετάβαση προς την πράσινη και ψηφιακή οικονομία, αλλά και που θα διασφαλίζουν ένα δίκαιο πεδίο ανταγωνισμού για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και θα αντιμετωπίζουν τις νέες γεωπολιτικές προκλήσεις. Αν και η στροφή προς τον οικονομικό ρεαλισμό είναι επιβεβλημένη, χρειάζεται προσοχή. Οι νέες πολιτικές δεν θα πρέπει να υπονομεύσουν το πολυμερές σύστημα διακυβέρνησης του διεθνούς εμπορίου και να οδηγήσουν στην απομόνωση μεγάλων οικονομικών περιφερειών, κάτι που θα ενίσχυε τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς. Εξάλλου, ένα άλλο σημαντικό μάθημα της πανδημίας είναι ότι οι διεθνείς κρίσεις ξεπερνιούνται μόνο μέσω της διεθνούς συνεργασίας.