Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

15 Ιουνίου 2023: Παγκόσμια Ημέρα Γονιμότητας | Δελτίο Τύπου της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας και της Πανελλήνιας Ένωσης Ενδοκρινολόγων

Ορισμός. H υπογονιμότητα ορίζεται ως η αδυναμία εγκυμοσύνης μετά από δώδεκα μήνες τακτικών σεξουαλικών επαφών, χωρίς μέτρα αντισύλληψης ανάμεσα σε έναν άνδρα και μία γυναίκα. Επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι 5% των ετεροφυλόφιλων ζευγαριών παγκοσμίως εμφανίζουν πρόβλημα υπογονιμότητας. Ωστόσο, πολλά περισσότερα ζευγάρια βιώνουν ακούσια έλλειψη τέκνου: οι εκτιμήσεις κυμαίνονται από 12% έως 28%.

Αιτίες. Υπάρχουν πολλές αιτίες υπογονιμότητας. Ανδρικοί παράγοντες εντοπίζονται στο 20-30% των περιπτώσεων και γυναικείοι στο 20-35%. Σε ένα σημαντικό ποσοστό (25-40%), η υπογονιμότητα οφείλεται σε συνδυασμό προβλημάτων του άνδρα και της γυναίκας. Τέλος, στο 10-20% των περιπτώσεων δεν εντοπίζεται συγκεκριμένη αιτία, κατάσταση που ορίζεται ως ιδιοπαθής ή ανεξήγητη υπογονιμότητα. Η πιο κοινή αιτία γυναικείας υπογονιμότητας είναι η ηλικία, η οποία επιδρά στον αριθμό και την ποιότητα των ωαρίων. Άλλα αίτια αποτελούν οι διαταραχές της ωοθυλακιορρηξίας, οι βλάβες των σαλπίγγων, η ενδομητρίωση και τα νοσήματα του τραχήλου της μήτρας. Ανδρικά αίτια υπογονιμότητας αποτελούν ο υπογοναδισμός (ελαττωμένη παραγωγή τεστοστερόνης) και νοσήματα των όρχεων (καρκίνος, λοιμώξεις, κιρσοκήλη) που εκδηλώνονται ως διαταραχή στον αριθμό, την κινητικότητα και τη μορφολογία των σπερματοζωαρίων.

Έναρξη διερεύνησης.Tα ζευγάρια πρέπει να αναζητούν βοήθεια από τους επαγγελματίες υγείας σε περίπτωση που δεν έχουν καταφέρει να συλλάβουν. Σύμφωνα, με τον ορισμό της υπογονιμότητας, η διερεύνηση ξεκινά μετά από 12 μήνες προσπαθειών. Ωστόσο, το διάστημα αυτό αφορά γυναίκες κάτω των 35 ετών χωρίς εμφανείς παράγοντες κινδύνου για υπογονιμότητα. Η διερεύνηση πρέπει να ξεκινά μετά από έξι μήνες επαφών σε γυναίκες 35 έως 40 ετών και άμεσα σε γυναίκες άνω των 40 ετών, αυτές με διαταραχή ή διακοπή της έμμηνης ρύσης, ιστορικό χημειοθεραπείας, ακτινοθεραπείας ή σοβαρής μορφής ενδομητρίωση και νόσο της μήτρας ή των σαλπίγγων. Αντίστοιχα, η διερεύνηση πρέπει να ξεκινά άμεσα σε άνδρες με ιστορικό χειρουργικής επέμβασης στη βουβωνική χώρα ή στους όρχεις, παρωτίτιδα μετά την εφηβεία, στυτική ή άλλη σεξουαλική δυσλειτουργία, χημειοθεραπεία ή/και ακτινοβολία ή ιστορικό υπογονιμότητας με άλλη σύντροφο.

Βασική διερεύνηση. Η βασική αξιολόγηση της υπογονιμότητας ξεκινά με το ιστορικό και τη φυσική εξέταση. Έχει ιδιαίτερη σημασία το ζευγάρι να εξετάζεται μαζί, καθώς, πολύ συχνά, προβλήματα εντοπίζονται στα δύο μέλη του. Ο εργαστηριακός έλεγχος της γυναίκας περιλαμβάνει το υπερηχογράφημα των έσω γεννητικών οργάνων και την αξιολόγηση των εφεδρειών των ωοθηκών, η οποία γίνεται με τη μέτρηση των συγκεντρώσεων της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH), της αντι-μυλλεριανής ορμόνης (ΑΜΗ) και της μέτρησης του αριθμού των ωοθυλακίων με άντρο (η τελευταία μέσω υπερηχογραφήματος). Ανάλογα με τα ευρήματα, μπορεί να απαιτηθεί αξιολόγηση των σαλπίγγων (υστεροσαλπιγγογραφία, λαπαροσκόπηση) και της μήτρας (υστεροσκόπηση, λαπαροσκόπηση). Ο εργαστηριακός έλεγχος της άνδρα περιλαμβάνει ένα βασικό ορμονικό έλεγχο, υπερηχογράφημα του οσχέου και ανάλυση του σπέρματος (τουλάχιστον δύο στιγμιότυπα).

Θεραπεία. Εάν εντοπιστεί η αιτία της υπογονιμότητας, εφαρμόζεται θεραπεία που στοχεύει στη διόρθωση των αναστρέψιμων προβλημάτων και στην αντιμετώπιση των μη αναστρέψιμων. Η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής (ισορροπημένη διατροφή, συστηματική σωματική άσκηση, διακοπή καπνίσματος και ατμίσματος, ελάττωση κατανάλωσης οινοπνεύματος) θα προάγει τόσο τη γονιμότητα όσο και τη γενικότερη υγεία του άνδρα και της γυναίκας. Οι παρεμβάσεις για τη θεραπεία της ανδρικής υπογονιμότητας μπορεί να περιλαμβάνουν φαρμακευτικές ουσίες (αντιβιοτικά, αντιοξειδωτικούς παράγοντες, κιτρική ταμοξιφαίνη), χειρουργική επέμβαση (εκτομή κιρσοκήλης) ή/και διαδικασίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως ενδομήτρια σπερματέγχυση (IUI) ή μικρογονιμοποίηση (ICSI). Εάν δεν ανευρίσκονται σπερματοζωάρια στο εκσπερμάτισμα, μπορεί να επιχειρηθεί επέμβαση με σκοπό την εντόπισή τους στον όρχι (TESE). Αντίστοιχα, οι παρεμβάσεις για τη θεραπεία της γυναικείας υπογονιμότητας μπορεί να περιλαμβάνουν φαρμακευτικές ουσίες (αντιβιοτικά, κιτρική κλομιφαίνη), χειρουργική επέμβαση (εκτομή πολυπόδων, ινομυωμάτων και εστιών ενδομητρίωσης) ή/και διαδικασίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως ενδομήτρια σπερματέγχυση ή εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF). Στις τελευταίες έχουν προστεθεί τεχνικές όπως η κατάψυξη και η δωρεά ωαρίων.

Σημερινές δυνατότητες.Η υπογονιμότητα αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα, καθώς αφορά σχεδόν πάντα δύο άτομα. Επομένως, απαιτεί, περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση, τη συνεργασία πολλών επαγγελματιών υγείας (ενδοκρινολόγων, μαιευτήρων-γυναικολόγων, ουρολόγων, βιολόγων αναπαραγωγής, βιοπαθολόγων, απεικονιστών) με σκοπό την έγκαιρη διάγνωση και την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Παρότι όλοι οι κλάδοι της Ιατρικής έχουν σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο, ο τομέας της αναπαραγωγής έχει πραγματοποιήσει πραγματικά άλματα κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ως αποτέλεσμα, οι σημερινές δυνατότητες επιτρέπουν σε μία μεγάλη πλειοψηφία ζευγαριών να γίνουν γονείς. Ωστόσο, οι αυξημένες αυτές δυνατότητες δεν πρέπει να αποπροσανατολίζουν τα ζευγάρια από την έγκαιρη και ρεαλιστική λήψη αποφάσεων σχετικά με τον αριθμό των παιδιών που θέλουν να αποκτήσουν.

Επιμέλεια: Δημήτριος Γουλής, Καθηγητής Ενδοκρινολογίας Αναπαραγωγής, Μονάδα Ενδοκρινολογίας Αναπαραγωγής, Α΄Μαιευτική-Γυναικολογική Κλινική, ΓΝΘ Παπαγεωργίου.

ΕΚΠΑ © 2024. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος

Μετάβαση στο περιεχόμενο
EN