Τα εμβόλια έναντι της COVID-19 που βασίζονται στη νέα τεχνολογία mRNA αποδεικνύονται ασφαλή και αποτελεσματικά σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αποτροπή νοσηλειών και θανάτων από τη νόσο. Καθώς ο μαζικός εμβολιασμός συνεχίζεται, μέσα από τα πρωτόκολλα φαρμακοεπαγρύπνησης παρατηρούνται και καταγράφονται όλα όσα αφορούν την ασφάλεια των εμβολίων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, κάποια εξαιρετικά σπάνια περιστατικά μυοκαρδίτιδας ή περικαρδίτιδας (δηλαδή φλεγμονής της καρδιάς και του περικαρδίου, αντίστοιχα), ήπια στην πλειονότητά τους, που καταγράφηκαν για πρώτη φορά στο Ισραήλ τον Απρίλιο του 2021 και στη συνέχεια σε άλλες χώρες, συνδέθηκαν με τη χορήγηση mRNA εμβολίων. Τι ακριβώς συνέβη; Υπάρχει πράγματι συσχέτιση; Τι προκαλεί αυτή τη φλεγμονώδη αντίδραση στον καρδιακό μυϊκό ιστό ορισμένων ατόμων;
Η απάντηση πιθανότατα βρίσκεται στην καρδιά της τεχνολογίας των εμβολίων mRNA. Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό Vaccine, πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι αυτές οι φλεγμονώδεις αντιδράσεις προκαλούνται από την αντίδραση εγγενών ανοσολογικών αισθητήρων, όπως είναι οι toll-like υποδοχείς (TLR3, TLR7, TLR8) και οι κινάσες κυτταροπλασματικών πρωτεϊνών (PKR, RIG-I, MDA5), έναντι κάποιων επιπλέον ειδών RNA (μονόκλωνου και δίκλωνου) που περιέχονται στα εμβόλια mRNA και αναγνωρίζονται από το ανοσοποιητικό μας σύστημα ως δυνάμει παθογόνοι «εισβολείς» (επειδή παρόμοια τμήματα νουκλεϊκών οξέων θα μπορούσαν να απαντώνται σε παθογόνους ιούς).
Τα μόρια RNA που ενδέχεται να προκαλέσουν τη συγκεκριμένη ανοσοδιέγερση, πιθανότατα δημιουργούνται κατά τα αρχικά στάδια της διαδικασίας παρασκευής του mRNA που θα χρησιμοποιηθεί για το εμβόλιο ή προκύπτουν αργότερα κατά την παρασκευή ή αποθήκευση των εμβολίων, λόγω της εγγενούς αστάθειας του RNA. Η τροποποίηση της νουκλεοτιδικής σύνθεσης του βιομορίου, ώστε να περιέχει Ν1-μεθυλψευδο-ουριδίνη αντί της ουριδίνης ελαχιστοποιεί, αλλά δεν αποτρέπει πάντα τέτοιες ανεπιθύμητες ανοσοαποκρίσεις. Επίσης, παρά την ενθυλάκωση του mRNA σε λιποσωμιακά νανοσωματίδια (LNP), η αποδόμησή του δεν αποκλείεται να συμβεί, ιδιαίτερα αν δεν ακολουθηθούν σωστά οι οδηγίες αποθήκευσης, κατάψυξης και απόψυξης. Συνεπώς, οι πρακτικές παρασκευής θα πρέπει να ακολουθούνται σχολαστικά, κυρίως για τον καθαρισμό του mRNA αλλά και για τη διασφάλιση ποιοτικού ελέγχου κάθε δόσης εμβολίου.
Η έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Vaccine είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας της Α’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής του Ιπποκρατείου Νοσοκομείου (Δρ Γεώργιος Λάζαρος και καθηγητής Κωνσταντίνος Τσιούφης) και του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (αναπληρώτρια καθηγήτρια Κλειώ Αναστασοπούλου και καθηγητής Αθανάσιος Τσακρής). Συμμετείχαν επίσης το Department of Cardiovascular Medicine της Cleveland Clinic, του Οχάιο των ΗΠΑ (καθηγητής Allan L. Klein) και το Εργαστήριο Φαρμακευτικής Τεχνολογίας του Τμήματος Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Πατρών (επίκουρη καθηγήτρια Σοφία Χατζηαντωνίου).
Τα ευρήματα της έρευνας αναμένεται να συμβάλουν στην ασφαλέστερη και αποτελεσματικότερη χρήση των καινοτόμων εμβολίων mRNA, όχι μόνο για την COVID-19 αλλά και για άλλες ασθένειες.