Κείμενο του Σπυρίδωνος Γ. Πλουμίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ και συγγραφέα του βιβλίου Η «σιδηρά» δεκαετία: Οι Εθνικοί Πόλεμοι της Ελλάδας (1912–1922), εκδ. Μίνωας, Αθήνα 2022 και
του Αλέξανδρου Μακρή, διδάκτορα Ιστορίας του ΕΚΠΑ και ερευνητή του Κέντρου Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Η διατριβή του πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα σε μορφή βιβλίου από τις εκδόσεις Εστία.
Η μνήμη του 1922 έχει επισκιαστεί από το μείζον θέμα των προσφύγων και της αποκατάστασής τους. Ωστόσο, η λήξη των δεκαετών Εθνικών Πολέμων (1912–1922) κληροδότησε στη χώρα μας ένα εξίσου μέγα κοινωνικό ζήτημα, αυτό της περίθαλψης των Παλαιών Πολεμιστών (ως ονομάστηκαν στη χώρα μας οι βετεράνοι) και των Αναπήρων Πολέμου. Προς τούτο το 1917 ιδρύθηκε το αρμόδιο Υπουργείον Περιθάλψεως (μετέπειτα Προνοίας, Υγιεινής και Κοινωνικής Αντιλήψεως). Με αυτό το «ξεχασμένο» ζήτημα καταπιάνεται ο Αλέξανδρος Μακρής στη διδακτορική διατριβή του «Οι κήρυκες της ιδέας του έθνους»: Παλαιοί Πολεμιστές, Ανάπηροι και Θύματα Πολέμου στην Ελλάδα (1912–1940), η οποία υποστηρίχθηκε προφορικώς στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ στις 2 Απριλίου 2021.
Το ζήτημα των βετεράνων δεν ήταν βεβαίως αποκλειστικά ελληνική υπόθεση αλλά παγκόσμια, και απασχόλησε όλες τις χώρες που συμμετείχαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα εκατομμύρια των βετεράνων και των συγγενών των πεσόντων αποτέλεσαν μία νέα καινοφανή και πολυπληθή κοινωνική κατηγορία στον Μεσοπόλεμο (1919–1939), και αποτελούν σήμερα έναν ξεχωριστό πυλώνα της Κοινωνικής Ιστορίας των χωρών της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Στην ελληνική περίπτωση το κοινωνικό αυτό ζήτημα εξετάστηκε από τον Αλέξανδρο Μακρή μέσα από τρεις οπτικές: α΄) τους προνοιακούς μηχανισμούς του Κράτους, β΄) τους συλλόγους και τις ομάδες πίεσης που αυτοί ίδρυσαν, και γ´) το διεθνές πλαίσιο.
Η μαζικότητα του Μεγάλου Πολέμου (η γενική επιστράτευση και ο «μαζικός θάνατος», δηλ. η εκατόμβη των 13 εκατομμυρίων νεκρών και των 20 εκατομμυρίων αναπήρων που αυτός προκάλεσε σε παγκόσμιο επίπεδο) αποτέλεσε σημείο καμπής στην εξέλιξη του Κράτους κατά τη σύγχρονη εποχή. Στον Μεσοπόλεμο η ιδιωτική φιλανθρωπία αντικαθίσταται από την κρατική παρέμβαση στον τομέα της περίθαλψης και της πρόνοιας για τους ήρωες του έθνους και των οικογενειών τους. Η πρόνοια για τους Παλαιούς Πολεμιστές και τους Αναπήρους στην Ελλάδα ακολούθησε γενικώς τις διεθνείς τάσεις, χωρίς βεβαίως τις ανάλογες δαπάνες. Ωστόσο, στην πορεία του χρόνου τα προστατευτικά μέτρα (η παροχή συντάξεων και επιδομάτων, η παραχώρηση προς εκμετάλλευση περιπτέρων, καφενείων και πρατηρίων, η διανομή γεωργικών κλήρων κλπ.) διευρύνθηκε με ποικίλα άλλα πλεονεκτήματα (τον ποσοστιαίο διορισμό τους σε Οργανισμούς και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, την «ανέγερσιν ευθηνών οικιών», την κατά προτίμηση εισαγωγή τους στα νοσοκομεία, σανατόρια, κρατικά άσυλα και φιλανθρωπικά ιδρύματα παντός είδους κ.ά.), με αποτέλεσμα το 1940 να κυκλοφορήσει το Εγκόλπιον προστασίας Παλαιών Πολεμιστών και Αναπήρων Πολέμου για την κωδικοποίηση της σχετικής προνοιακής νομοθεσίας.
Βασικό εργαλείο νομιμοποίησης αυτής της προνομιακής μεταχείρισης από το Κράτος υπήρξε ασφαλώς η μνήμη των εθνικών πολέμων. Κεντρική θέση στη θεσμική συγκρότησης της μνήμης αποτέλεσε το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, το οποίο εγκαινιάστηκε στην Αθήνα την 25 Μαρτίου 1932 και ακολουθούσε το γαλλικό πρότυπο. Στα αποκαλυπτήρια του Μνημείου παρέστησαν πολυάριθμοι εκπρόσωποι από ποικίλες παλαιοπολεμιστικές και εφεδροπολεμιστικές οργανώσεις της Ελλάδας (η Ένωσις Παλαιών Πολεμιστών Ελλάδος, η Εθνική Οργάνωσις Εφέδρων Ελλάδος, η Εθνική Ένωσις Εφέδρων Πολεμιστών «Υψηλάντης», η Εθνική Οργάνωσις Εφέδρων Πειραιώς, η Γενική Ένωσις Αναπήρων Πολέμου Αττικής, η Πανελλήνιος Ένωσις Εφέδρων Οπλιτών κ.ά.) αλλά και του εξωτερικού (Γαλλίας, Γιουγκοσλαβίας, ΗΠΑ, Πολωνίας, Ρουμανίας και Τουρκίας).
Κομβική ως προς αυτό υπήρξε και η σωματειακή οργάνωση των παλαιμάχων, καθώς με αυτό τον τρόπο οι τελευταίοι διεκδικούσαν συλλογικά την αναγνώριση των θυσιών τους και την κατοχύρωση υλικών και ηθικών ανταμοιβών από την Πολιτεία. Το 1934–36 συγκροτήθηκαν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη τρία διαδοχικά παλαιοπολεμιστικά συνέδρια, τα οποία ασχολήθηκαν κυρίως με τα βιοτικά προβλήματα και τις διεκδικήσεις των μελών τους. Σε ιδεολογικό επίπεδο, η μάζα των Παλαιών Πολεμιστών στην Ελλάδα δεν εξελίχθηκε, όπως σε άλλες χώρες (την Ιταλία και τη Γερμανία) σε ένα μιλιταριστικό και φασιστικό κίνημα. Αντιθέτως, το παλαιοπολεμιστικό κίνημα στη χώρα μας έκλινε εξαρχής προς τα Αριστερά και υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της δημοκρατίας και της ειρήνης. Γενικότερα, η ιστορία των Παλαιών Πολεμιστών συνδέεται και αλληλοεπιδρά με πολυάριθμα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα της σύγχρονης περιόδου. Ειδικότερα, η εκατονταετηρίδα από τη Μικρασιατική Καταστροφή συνιστά μιαν πρώτης τάξεως αφορμή για να εξετάσουμε το γεγονός του 1922 πολύπλευρα και από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Η ρωγμή της «σιωπής» των βετεράνων των Εθνικών Πολέμων είναι ένα από τα desiderata αυτής της μεγάλης επετείου. Οι παλαίμαχοι και τα ένοπλα θύματα του πολέμου δικαιούνται να λάβουν τη θέση που τους πρέπει και τους αναλογεί στη Μνήμη και στην Ιστορία, δίπλα στους πρόσφυγες και τους αμάχους.