Αθανάσιος Μίχος, Αν Καθηγητής Παιδιατρικής- Λοιμωξιολογίας ΕΚΠΑ
Φίλιππος Φιλιππάτος, Υποψήφιος Διδάκτορας
Ιωάννα Λούκου, Διευθύντρια ΕΣΥ, Υπεύθυνη Τμήματος Ινοκυστικής Νόσου, Νοσοκομείου Παίδων «Η Αγία Σοφία»
Από την έναρξη της πανδημίας COVID-19 έγινε γνωστό ότι άτομα με υποκείμενα νοσήματα, όπως χρόνιες αναπνευστικές παθήσεις, έχουν αυξημένα ποσοστά επιπλοκών και θνητότητας. Μία από τις πιο σοβαρές χρόνιες αναπνευστικές παθήσεις την παιδικής ηλικίας είναι η κυστική ίνωση, καθώς οι ασθενείς αντιμετωπίζουν συχνά κατά τη διάρκεια της ζωής τους οξείες παροξύνσεις της πνευμονικής νόσου από διάφορους λοιμογόνους παράγοντες. Στην λοίμωξη COVID-19, οι μελέτες δείχνουν αντικρουόμενα αποτελέσματα για την επίπτωση και τις επιπλοκές σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό. Υπάρχουν αναφορές για ειδικές υποομάδες ασθενών με κυστική ίνωση, όπως οι μεταμοσχευμένοι, που είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν πιο σοβαρή πορεία της νόσου COVID-19.
Τα δεδομένα σχετικά με την ανοσογονικότητα του εμβολίου SARS-CoV-2 BNT162b2 (mRNA εμβολίου Pfizer-BioNTech) σε ασθενείς με κυστική ίνωση είναι περιορισμένα. Για το σκοπό αυτό, το 2021 πραγματοποιήθηκε προοπτική μελέτη σε συνεργασία του Τμήματος Λοιμώξεων και Χημειοθεραπείας της Α’ Παιδιατρικής Κλινικής του ΕΚΠΑ, με το Τμήμα Κυστικής Ίνωσης του Νοσοκομείου Παίδων «Η Αγία Σοφία», με στόχο τη μελέτη της ανοσογονικότητας του εμβολίου BNT162b2 σε παιδιά και νεαρούς ενήλικές με γενετικά επιβεβαιωμένη κυστική ίνωση σε σύγκριση με ομάδα υγιών μαρτύρων και τη διερεύνηση πιθανών συσχετίσεων της με επιδημιολογικές και κλινικές παραμέτρους. H μελέτη έγινε πρόσφατα αποδεκτή από το Journal of Cystic Fibrosis (IF: 5.4).
Οι ασθενείς με κυστική ίνωση (n=33 άτομα) που συμμετείχαν στη μελέτη είναι ασθενείς που παρακολουθούνται στο Τμήμα Κυστικής Ίνωσης του Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία» Ως υγιής ομάδα ελέγχου (n=66 άτομα), συμμετείχαν μέλη του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού του νοσοκομείου χωρίς κυστική ίνωση ή άλλα υποκείμενα νοσήματα. Οι συμμετέχοντες στις δύο ομάδες έλαβαν δύο δόσεις του εμβολίου BNT162b2.
Σε όλους τους συμμετέχοντες πραγματοποιήθηκε καταγραφή των δημογραφικών και κλινικών δεδομένων τους καθώς και τοπικές και συστηματικές ανεπιθύμητες ενέργειες μετά από κάθε δόση του εμβολίου. Η μελέτη της ανοσογονικότητας του εμβολίου BNT162b2 στις δύο ομάδες έγινε με μέτρηση ολικών και εξουδετερωτικών αντισωμάτων σε τρεις διαφορετικές χρονικές στιγμές: Πριν την έναρξη του εμβολιασμού (για τη διερεύνηση προηγηθείσας SARS-CoV-2 λοίμωξης), 1 ημέρα πριν καθώς και 1 μήνα μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου, αντίστοιχα.
Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι η ομάδα της κυστικής ίνωσης (διάμεση ηλικία: 19.6 έτη) είχε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα ολικών και εξουδετερωτικών αντισωμάτων μετά από κάθε δόση του εμβολίου σε σχέση με την υγιή ομάδα ελέγχου (διάμεση ηλικία: 31 έτη). Μεταξύ των ασθενών με κυστική ίνωση, τα επίπεδα των αντισωμάτων δεν παρουσίασαν σημαντικές διαφορές ανάλογα με το φύλο, τις ανεπιθύμητες ενέργειες, την ύπαρξη παγκρεατικής ανεπάρκειας, το γονότυπο της νόσου, τη φαρμακευτική αγωγή ή τη χρόνια λοίμωξη από P.aeruginosa. Οι τοπικές ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν σημαντικά πιο σπάνιες στην ομάδα της κυστικής ίνωσης σε σχέση με την υγιή ομάδα ελέγχου, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις συστηματικές ανεπιθύμητες ενέργειες, μόνο όμως μετά τη δεύτερη δόση, καθώς μετά την πρώτη δόση δεν ανευρέθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων.
Συμπερασματικά, μέσα από τη μελέτη φάνηκε ότι το εμβόλιο της Pfizer-BioNTech παρουσίασε ικανοποιητική ανοσολογική απόκριση στους ασθενείς με κυστική ίνωση, ανεξάρτητα από το γονότυπο της νόσου, τις συννοσηρότητες ή τη φαρμακευτική αγωγή των ασθενών. Επιπλέον, οι ανεπιθύμητες ενέργειες του εμβολίου ήταν περιορισμένες και ανέδειξαν το υψηλό προφίλ ασφάλειας του εμβολίου Pfizer-BioNTech και στα άτομα με κυστική ίνωση. Περιορισμός της μελέτης αποτελεί ότι η συγκριτική ομάδα ελέγχου ήταν λίγο μεγαλύτερης ηλικίας άτομα, καθώς την περίοδο της μελέτης δεν είχε ξεκινήσει ακόμη ο εμβολιασμός σε άτομα < 18 ετών.
Η μακροχρόνια μελέτη της κινητικής των αντισωμάτων μετά από εμβολιασμό για SARS-CoV-2, της κυτταρικής ανοσίας και της αποτελεσματικότητας του εμβολίων, ειδικά σε πληθυσμούς με υποκείμενα νοσήματα, μπορούν να βοηθήσουν στη βελτιστοποίηση των πολιτικών εμβολιασμού και των κατευθυντήριων οδηγιών σχετικά με την αναμνηστική δόση των εμβολίων σε αυτούς τους ασθενείς.