Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που στον δημόσιο λόγο κυριαρχεί η συζήτηση για μια αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας. Γενικά, θεωρείται ότι η επιμονή στον τουρισμό και στις κατασκευές αποτελεί πηγή της αδυναμίας της ελληνικής οικονομίας ώστε να είναι ανθεκτική και να μπορεί να παρουσιάσει υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Ταυτοχρόνως, ο αδύναμος δευτερογενής τομέας και η έλλειψη δραστηριοτήτων που στηρίζονται σε υψηλή τεχνολογία με παραγωγή καινοτομίας, γενικά εκλαμβάνονται ως επιθυμητά χαρακτηριστικά που απουσιάζουν από την παραγωγική εικόνα.
Η συζήτηση βρέθηκε υψηλά σε προτεραιότητα κατά την περίοδο της κρίσης του 2010 και υποτίθεται ότι οι μεταρρυθμίσεις της περιόδου στόχευαν και σε αυτό. Στην πραγματικότητα, όμως, οι μεταρρυθμίσεις είχαν κύριο στόχο τη ρύθμιση του δημόσιου (κυρίως) χρέους και, σε έναν σημαντικό βαθμό, την επαναρρύθμιση της λειτουργίας του κράτους και του δημόσιου τομέα προς την κατεύθυνση της απόλυσης διοικητικών αγκυλώσεων, που όμως, έτσι και αλλιώς, επηρεάζουν την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου.
Κάτι παρόμοιο συνέβη και με την κρίση της COVID-19. Η αρχική στόχευση του Ταμείου Ανάκαμψης ήταν να ανακάμψει η ελληνική οικονομία (και γενικότερα η ευρωπαϊκή οικονομία) από την υγειονομική κρίση και μάλιστα με στοχευμένες ενέργειες (ψηφιοποίηση, πράσινη ανάπτυξη).
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, η αλλαγή του παραγωγικού προτύπου δεν βρισκόταν στο επίκεντρο της συζήτησης, χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαν οι αρχικές στοχεύσεις να έχουν ευρύτερες διαστάσεις.
Στο σημείο αυτό θα θυμίσουμε ότι η συζήτηση για τα «βαριά» παραγωγικά πρότυπα σχετίζεται διεθνώς με τα μεταπολεμικά μοντέλα ανάπτυξης, δηλαδή πριν από την «υπηρεσιοποίηση» των οικονομιών. Έχει επίσης μία πολιτική διασύνδεση με τη δημιουργία ταξικών δομών (κεφάλαιο-εργασία) που διαμόρφωναν το κοινωνικό στερέωμα του 20ού κυρίως αιώνα.
Όμως, έχει και μια επίμονη επιστημονική διάσταση, με νεοκλασική κυρίως προέλευση, που βλέπει την οικονομική μεγέθυνση ως αποτέλεσμα της αυτόματης προσέλευσης κεφαλαίων σε προσοδοφόρες επενδύσεις. Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι οι απόψεις αυτές σε ορισμένες χρονικές περιόδους και σε ορισμένους γεωγραφικούς χώρους έχουν αρκετές φορές επιβεβαιωθεί, χωρίς όμως να διατηρούν την ισχύ τους στις σημερινές συνθήκες.
Στη Νότια Ευρώπη επικρατεί καπιταλισμός και μάλιστα σε μία μορφή (είδος) που έχει ιδιαίτερα αναλυθεί με μεγάλη βιβλιογραφική κάλυψη. Μάλιστα, υπάρχουν σκέψεις ότι κάποιες από τις χώρες αυτές (και βεβαίως η Ελλάδα) έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μορφής καπιταλισμού, που επίσης έχουν αναλυθεί. Αν θέλουμε, λοιπόν, να επικαλεστούμε το ζήτημα της αλλαγής του παραγωγικού προτύπου, πρέπει να προσδοκούμε κάτι πιο πέρα από την επαναλαμβανόμενη (παρελθούσα και μελλοντική) χαμηλή πτήση της ελληνικής οικονομίας. Βέβαια, το να επαναλαμβάνουμε συνεχώς τη διαπίστωση ότι θα πρέπει να γίνονται εξωστρεφείς επενδύσεις που θα βοηθήσουν το εμπορικό ισοζύγιο και την παραγωγικότητα στην οικονομία μπορεί να είναι ορθό, αλλά το έχουμε κάνει εδώ και τριάντα χρόνια και πιο πίσω, από τον Αγγελόπουλο και τον Ζολώτα.
Η επίκληση, πάντως, της αλλαγής του παραγωγικού προτύπου είναι μία εύκολη πολιτική διαφυγή για όποιον θέλει να διαφοροποιηθεί από τους πολιτικούς αντιπάλους του. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι τα παραγωγικά πρότυπα αναπτύσσονται μέσα στις δεκαετίες με τρόπο αργό και συστηματικό. Συνακόλουθα, η μεταβολή τους είναι αργή και μακροπρόθεσμη διαδικασία.
Πάνω όμως απ’ όλα απαιτεί οργανωμένες και συντονισμένες πολιτικές που να εφαρμόζονται για μακρό χρονικό διάστημα, ενώ είναι γνωστό ότι η πολιτική χαρακτηρίζεται από μία βραχυχρόνια αντίληψη των πραγμάτων που συντονίζεται με τον πολιτικό κύκλο.
Μάλιστα, μετά την τεράστια κρίση (χρεοκοπία του 2010, στην Ελλάδα κυρίως) και την επιδημική κρίση, ο κόσμος βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής και ελπίζουμε ότι οι ρήξεις με τους δύο πολέμους, Ουκρανίας και Μέσης Ανατολής, να μην εξελιχθούν. Εάν, μάλιστα, αναπτυχθούν ισχυρές προστατευτικές πολιτικές στις ΗΠΑ (εκλογές), δεν είναι βέβαιο ότι δεν θα αναπτυχθεί και τρίτη εστία ανισορροπίας (Ταϊβάν) με συνακόλουθες δυσκολίες στην κίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων. Άρα υπάρχει ένα δυσκολότερο περιβάλλον.
Νομίζουμε, λοιπόν, ότι, εάν καταλήξουμε ότι υπάρχει ανάγκη παρέμβασης στο παραγωγικό πρότυπο, απαιτείται μία δύσκολη συζήτηση. Όμως, είναι τόσο σοβαρό θέμα που θα απαιτείτο μια επανεξέταση των όρων λειτουργίας του πολιτικού συστήματος που θα τοποθετούσε τις βασικές βαριές πολιτικές αποφάσεις (π.χ. στρατηγικές επενδύσεις, ενέργεια κ.λπ.) εκτός του πολιτικού ανταγωνισμού.
Τελικά, η αλλαγή του παραγωγικού προτύπου ενδεχομένως απαιτεί πολύ βαθύτερες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Αυτό δεν σημαίνει κατάργηση της πολιτικής. Σημαίνει, όμως, ενδυνάμωση του ρεαλισμού και του ορθολογισμού.
Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα Real News, 29 Σεπτεμβρίου 2024