γράφει ο Αλέξανδρος-Σταμάτιος Αντωνίου, Καθηγητής Ψυχολογίας ΕΚΠΑ
Σε μια εποχή διαρκών κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών, τα παραδοσιακά πρότυπα γονικότητας ανασχηματίζονται με ταχείς ρυθμούς. Οι σύγχρονες γενιές γονέων, κυρίως όσοι ανήκουν στους millennials και στην αναδυόμενη γενιά Alpha, υιοθετούν νέες μεθοδολογικές και αξιακές προσεγγίσεις στην ανατροφή των παιδιών τους, διαφοροποιούμενες σημαντικά από εκείνες που βίωσαν οι ίδιοι στην παιδική τους ηλικία. Η επιλογή αυτή δεν συνιστά απλώς μία προσωπική στάση, αλλά αντανακλά ένα ευρύτερο παιδαγωγικό και κοινωνιολογικό ρεύμα, με ισχυρή θεωρητική και ερευνητική τεκμηρίωση.
Τα ευρήματα της πρόσφατης έρευνας της Talker Research για λογαριασμό της Lightbridge Academy (2024) όπως και σημαντικός αριθμός άλλων μελετητών επιβεβαιώνουν αυτή τη διαπίστωση, τονίζοντας ότι η ανατροφή των παιδιών ακολουθεί πλέον νέα πρότυπα. Όπως καταδεικνύεται, οι σημερινοί γονείς αποστασιοποιούνται με συνειδητό τρόπο από αυταρχικά και πειθαρχικά μοντέλα του παρελθόντος, στρεφόμενοι προς πιο ολιστικές, συναισθηματικά ευφυείς και συμμετοχικές μορφές γονικότητας, οι οποίες εστιάζουν στη συναισθηματική ανάπτυξη, την ενσυναίσθηση και τη δημιουργία σχέσεων ασφάλειας και εμπιστοσύνης.
Ψυχική ανθεκτικότητα: Το νέο στοίχημα της σύγχρονης γονικότητας
Αρχικά, ένα πρώτο βήμα που καταδεικνύει σε κάποιο βαθμό αυτή την αλλαγή είναι η μετατόπιση των γονικών προτεραιοτήτων από την ακαδημαϊκή επίδοση προς την ψυχική ανθεκτικότητα των παιδιών. Η τάση αυτή αποτελεί έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς δείκτες της μετανεωτερικής αναδιάρθρωσης της οικογενειακής αγωγής. Σύμφωνα με πρόσφατα ευρήματα της έρευνας της Talker Research (2024), 2 στους 3 γονείς με παιδιά προσχολικής ηλικίας αναβαθμίζουν την ψυχική υγεία στην κορυφή των προτεραιοτήτων τους ισοτίμως προς τη γνωστική ανάπτυξη και τη φυσική δραστηριότητα. Κατ’ ουσίαν, πρόκειται για μια σημαντική ανακατεύθυνση του ενδιαφέροντος της ανατροφής η οποία και δηλώνει ευαισθητοποίηση στις ψυχοσυναισθηματικές ανάγκες του παιδιού, σε αντιδιαστολή με τις παραδοσιακές προσεγγίσεις που εστίαζαν σχεδόν αποκλειστικά στην επιτυχία και τη συμμόρφωση.
Ενδεικτικά, το 60% των συμμετεχόντων στην ίδια έρευνα δηλώνει ότι απορρίπτει μεθόδους ανατροφής που έλαβε το ίδιο στην παιδική του ηλικία. Το γεγονός συνδέεται αφενός με τη γενικότερη απόρριψη αυταρχικών και πειθαρχικών προτύπων αφετέρου με την ανάπτυξη επικοινωνιακών δεξιοτήτων, την ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και την καλλιέργεια του συναισθηματικού αυτοελέγχου, στο σύνολό τους χαρακτηριστικά που δεν επιτυγχάνονται μέσω τεχνικών εξωτερικής πειθαρχίας, αλλά μέσω καλλιέργειας σχέσεων ασφάλειας και αλληλοκατανόησης. Η τάση αυτή δεν είναι απλώς εμπειρική ή πολιτισμική αλλά τεκμηριώνεται με επάρκεια από τη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία. Μετά την πανδημία του COVID-19, η οποία ανέδειξε με ιδιαίτερη ένταση τις ψυχικές ευαλωτότητες παιδιών, εφήβων και ενηλίκων, η έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Child Development (2023) των Masten και Motti-Stefanidi κατέδειξε ότι οι οικογένειες προσανατολίστηκαν προς τη συναισθηματική σταθερότητα και την ψυχική ανθεκτικότητα εγκαταλείποντας σε σημαντικό βαθμό το μοντέλο «παιδιού-παραγωγικής μηχανής επιδόσεων». Η έμφαση στην προσαρμοστικότητα και την ψυχική θωράκιση αποτελεί πλέον βασική παιδαγωγική επιδίωξη.
Προς την ίδια κατεύθυνση, η μελέτη των Αντωνίου, Παλιβάκου και Πολυχρόνη (2021) επιβεβαιώνει ότι η ανθεκτικότητα δεν είναι έμφυτο χαρακτηριστικό, αλλά αναπτυξιακή δεξιότητα η οποία καλλιεργείται συστηματικά μέσα από σταθερές σχέσεις, ενσυναίσθηση και υποστηρικτικά οικογενειακά περιβάλλοντα. Κατά την περίοδο της πανδημίας, οι γονείς που διατήρησαν ανοιχτή επικοινωνία και συναισθηματική διαθεσιμότητα προστάτευσαν ουσιαστικά τα παιδιά τους από τις μακροπρόθεσμες συνέπειες του στρες και της αβεβαιότητας. Η μελέτη αναδεικνύει τη σημασία της γονικής παρουσίας ως «ρυθμιστικού παράγοντα» έναντι των κρίσεων ενισχύοντας την εσωτερική σταθερότητα των παιδιών.
Παράλληλα, όπως τεκμηριώνει η μετα-ανάλυση των Eisenberg, Spinrad και Eggum (2022), η χρήση της λεγόμενης «συναισθηματικής καθοδήγησης» (emotion coaching) εκ μέρους των γονέων συσχετίζεται με βελτιωμένα επίπεδα ενσυναίσθησης, μεγαλύτερη ψυχοκοινωνική προσαρμογή και μείωση των ενδοοικογενειακών συγκρούσεων. Η προσέγγιση αυτή παρέχει στα παιδιά τα κατάλληλα εργαλεία ώστε να κατανοούν και να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους και ταυτόχρονα ενισχύει την ποιότητα της επικοινωνίας τους με τους ενήλικες.
Η σημασία της φροντίδας του εαυτού (self-care) από την πλευρά των γονέων αναδεικνύεται ως κρίσιμη μεταβλητή στη σύγχρονη γονική πρακτική. Σύμφωνα με τους Moreira και Canavarro (2023), η καλή ψυχική κατάσταση των γονέων συσχετίζεται άμεσα με την ποιότητα της ανατροφής, η οποία αποτυπώνεται σε υψηλότερα επίπεδα συναισθηματικής διαθεσιμότητας, σταθερότητας και αποτελεσματικής ανταπόκρισης στις ανάγκες των παιδιών. Με άλλα λόγια, η προσωπική ευεξία του γονέα δεν αποτελεί απλώς προϋπόθεση φροντίδας αλλά θεμελιώδες συστατικό της θετικής ανάπτυξης του παιδιού.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η ψυχολόγος και συγγραφέας Laura Markham «όταν οι γονείς ρυθμίζουν τα δικά τους συναισθήματα, τα παιδιά μαθαίνουν να κάνουν το ίδιο. Η ανατροφή ξεκινά από μέσα προς τα έξω». Η διαγενεακή μετάδοση συναισθηματικής ωριμότητας δεν είναι πλέον θεωρητική υπόθεση αλλά εμπειρικά μετρήσιμη δυναμική. Εν ολίγοις, η σύγχρονη γονικότητα μετατοπίζεται από την επιταγή της απόδοσης προς την επιδίωξη της ψυχικής ανθεκτικότητας, της ενσυναίσθησης και της εσωτερικής ισορροπίας. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια στροφή που δεν συνιστά παραίτηση από την επιτυχία αλλά επαναπροσδιορισμό του τι σημαίνει «επιτυχημένος άνθρωπος», όχι μόνο ικανός, αλλά και ψυχικά ισορροπημένος.
Ο ρόλος της κοινότητας και του σχολείου κοινότητα ως σύμμαχοι στη σύγχρονη γονικότητα
Οι αλλαγές ως προς τις στάσεις γονικότητας δεν οφείλονται κατ’ αποκλειστικότητα στους σημερινούς γονείς. Η αναγνώριση της σημασίας του περιβάλλοντος είναι καθοριστική και όπως καταγράφεται στην έρευνα της Talker Research (2024), το 90% των γονέων που επιλέγουν παιδικό σταθμό αναγνωρίζουν την ουσιαστική συμβολή του εκπαιδευτικού στην ψυχοσυναισθηματική και γνωστική ανάπτυξη του παιδιού. Επιπλέον, το 85% δηλώνει ότι αναζητεί να μεγαλώσει τα παιδιά του εντός κοινοτήτων που μοιράζονται παρόμοιες αξίες και αντιλήψεις, επιβεβαιώνοντας ότι η γονικότητα παύει πλέον να θεωρείται αμιγώς ιδιωτική υπόθεση, τουναντίον καθίσταται συλλογικό εγχείρημα, όπου η ευθύνη της ανατροφής διαμοιράζεται σε θεσμούς, πλαίσια και κοινωνικά δίκτυα.
Η τάση αυτή συνάδει με την οικοσυστημική θεωρία ανάπτυξης του Bronfenbrenner, η οποία υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη του παιδιού συντελείται εντός διαδοχικών επιπέδων μεταξύ αλληλεπιδρώντων συστημάτων –από την οικογένεια και το σχολείο (μικροσυστήματα) έως τη γειτονιά, τους θεσμούς, τις πολιτισμικές αντιλήψεις και τις μακροδομές (μακροσύστημα). Κατά συνέπεια, η ανατροφή δεν είναι απομονωμένη αλλά εξαρτώμενη από τη διασύνδεση του παιδιού με πολλαπλά περιβάλλοντα. Η θετική ανάπτυξη ευνοείται όταν αυτά τα συστήματα συνεργάζονται αρμονικά, κάτι που βλέπουμε να επιδιώκεται σήμερα όλο και περισσότερο από τους σύγχρονους γονείς. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος του σχολείου και της κοινότητας διευρύνεται. Δεν λειτουργούν πλέον μόνο ως χώροι παροχής γνώσης ή φροντίδας αλλά ως συμμέτοχοι στη διαμόρφωση της ηθικής, συναισθηματικής και κοινωνικής ταυτότητας του παιδιού. Η συνεργασία γονέων και παιδαγωγών αναβαθμίζεται σε στρατηγικό πυλώνα της παιδαγωγικής πράξης.
Η καθηγήτρια αναπτυξιακής ψυχολογίας Alison Gopnik από το Πανεπιστήμιο Berkeley έχει προτείνει ένα ιδιαίτερα εύστοχο μεταφορικό σχήμα για να περιγράψει αυτή την αλλαγή ρόλου:
«Οι σημερινοί γονείς δεν βλέπουν τα παιδιά τους ως έργα που βρίσκονται υπό διαμόρφωση, αλλά ως ανθρώπους που πρέπει να ανατραφούν. Αντί να ενεργούν ως ξυλουργοί με ένα σχέδιο, γίνονται κηπουροί καλλιεργώντας το σωστό περιβάλλον και εμπιστευόμενοι την εξέλιξη του ίδιου του παιδιού». Alison Gopnik, The Gardener and the Carpenter (2016).
Η μετάβαση από το μοντέλο του «ξυλουργού», που «χτίζει» το παιδί σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο, στο μοντέλο του «κηπουρού» ο οποίος καλλιεργεί τις συνθήκες και επιτρέπει την αυτόνομη ανάπτυξη, ενσωματώνει αξίες σεβασμού, εμπιστοσύνης και εξατομίκευσης.
Η παιδαγωγική προσέγγιση αυτή βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με σύγχρονες θεωρίες ανάπτυξης και κοινωνικοποίησης, αλλά και με παιδαγωγικά μοντέλα όπως ο δανέζικος τρόπος ανατροφής, όπως περιγράφεται από τις Alexander και Sandahl (2016), συνιστά ένα σύγχρονο μοντέλο γονικότητας που δίνει έμφαση στην ενσυναίσθηση, την αυθεντικότητα και το συναισθηματικό σύνδεσμο. Κεντρικές του αρχές είναι το ελεύθερο παιχνίδι, η αποφυγή τελεσίγραφων (ultimatums) και η ενίσχυση της εσωτερικής ασφάλειας του παιδιού. Δεν πρόκειται τόσο για επιεική ή «ανεκτική» ανατροφή όσο για μια πειθαρχία μέσω σχέσης, η οποία βασίζεται στη συναισθηματική ρύθμιση και την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Όπως επισημαίνει η παιδοψυχολόγος Iben Sandahl, «όταν ένα παιδί νιώθει αποδοχή και εμπιστοσύνη, μαθαίνει να διαχειρίζεται μόνο του τα όριά του. Δεν χρειάζεται εξωτερική επιβολή, χρειάζεται εσωτερική ασφάλεια.»
Εν γένει, καθίσταται φανερό ότι η σημερινή ανατροφή τέμνεται από ένα πλέγμα θεσμών, σχέσεων και αξιών διαδικασία η οποία δεν συνιστά απώλεια ελέγχου για τον γονιό αλλά μια νέα μορφή συνευθύνης για την ανατροφή του αυριανού πολίτη.
Η γονικότητα ως διαρκής διαδικασία αυτογνωσίας
Συνακόλουθα, ένα ακόμη εύρημα που φαίνεται να αναδεικνύεται τα τελευταία χρόνια είναι η στροφή και του ίδιου του γονέα προς την αναζήτηση της προσωπικής του ανάπτυξης και αυτοβελτίωσης. Πολλοί γονείς δεν περιορίζονται πλέον στον ρόλο του «εκπαιδευτή» ή «προστάτη» αλλά αντιμετωπίζουν τη σχέση με τα παιδιά τους ως καθρέφτη και ευκαιρία βαθύτερης αυτογνωσίας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της προαναφερθείσας μελέτης Talker Research (2024), σχεδόν οι μισοί εξ αυτών θεωρούν ότι ο τρόπος που μεγαλώνουν τα παιδιά τους είναι πιο αποτελεσματικός από εκείνον που έλαβαν οι ίδιοι ως παιδιά, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό δηλώνει ότι έχει βελτιωθεί ως άνθρωπος αφότου έγινε γονέας.
Αυτή η στάση συνδέεται στενά με τη θεωρία της συνειδητής γονικότητας (conscious parenting), όπως έχει διαμορφωθεί από την ψυχολόγο Dr. Shefali Tsabary. Σε αντίθεση με τα παλαιότερα πρότυπα που εστίαζαν στη συμμόρφωση και την εξωτερική πειθαρχία, η συνειδητή γονικότητα εστιάζει στην εσωτερική καλλιέργεια του ίδιου του γονέα. Όπως σημειώνει η Tsabary στο έργο της The Conscious Parent: «Η συνειδητή γονικότητα ξεκινά όταν ο γονέας αποφασίζει να θεραπεύσει τον εαυτό του. Μόνο τότε το παιδί είναι πραγματικά ελεύθερο να ευδοκιμήσει».
Η δήλωση αυτή αποτυπώνει μια σημαντική αλλαγή όπου ο γονέας δεν συνιστά πλέον το αυθεντικό πρότυπο που «διαμορφώνει» το παιδί, αλλά έναν συνοδοιπόρο στη διαδικασία ωρίμανσης –τόσο του παιδιού όσο και του εαυτού του. Όταν ο γονιός αντιμετωπίζει με επίγνωση και ειλικρίνεια τα δικά του τραύματα, τις φοβίες ή τα μοτίβα που έχει κληρονομήσει, τότε μπορεί να δημιουργήσει ένα περιβάλλον ψυχικής ασφάλειας, σταθερότητας και αποδοχής. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το παιδί δεν «κατευθύνεται» μηχανικά αλλά
«ανθίζει» αυθεντικά. Η γονικότητα, επομένως, δεν είναι πλέον μια διαδικασία μετάδοσης αρχών αλλά μια δυναμική αλληλεπίδραση βάσει της οποίας η ανάπτυξη του παιδιού και η αυτοβελτίωση του γονιού αλληλοτροφοδοτούνται. Όπως και η ίδια η ζωή, πρόκειται για μια πορεία συνεχούς αναστοχασμού, βελτιωτικών αλλαγών και ανάπτυξης.
Στο πλαίσιο αυτής της νέας πραγματικότητας, οι γονείς κατά την ανατροφή των παιδιών τους δεν αποσιωπούν τα λάθη τους αλλά τα αναγνωρίζουν, τα επεξεργάζονται και τα μετατρέπουν σε αφορμές ανάπτυξης. Η παραδοχή της αδυναμίας αποτελεί απόδειξη ενσυνείδητης γονικότητας και όχι ένδειξη αποτυχίας. Οι εποχές αλλάζουν και μαζί με αυτές και οι στάσεις περί της γονικότητας ώστε από την αυστηρότητα της πειθαρχίας να γίνεται η μετάβαση σε ένα μοντέλο βαθύτερης σύνδεσης, σεβασμού και αυτογνωσίας. Δεν πρόκειται για την ανατροφή «τέλειων» παιδιών από «τέλειους» γονείς αλλά για την καλλιέργεια αυθεντικών σχέσεων, όπου αμφότερες οι πλευρές μαθαίνουν, αναπτύσσονται και συμπορεύονται. Συνεπώς, όπως αναδεικνύεται και μέσω των πρόσφατων συναφών ερευνών, η γονικότητα του 21ου αιώνα συνιστά μια πράξη καθημερινής ανθρωπιάς.

Πηγή: ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ