Μια άποψη με την οποία όλοι θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε είναι η εξής: «Η τέχνη δεν προσβάλλει». Σε μια δεύτερη ανάγνωση, όμως, αντιλαμβανόμαστε πως το γεγονός ότι όλοι υιοθετούμε την άποψη δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε πραγματικά μεταξύ μας! Άλλοι θεωρούν ότι η πρόταση αυτή έχει δεοντολογικό χαρακτήρα με αναφορά στον θεατή (=δεν πρέπει να αισθάνεσαι προσβεβλημένος από την τέχνη, ακριβώς επειδή είναι τέχνη)⸱ άλλοι ότι έχει δεοντολογικό χαρακτήρα με αναφορά στην τέχνη (= η τέχνη δεν πρέπει να προσβάλλει)⸱ άλλοι ότι η πρόταση είναι περιγραφική (=η τέχνη, δηλαδή η πραγματική/αληθινή τέχνη, δεν προσβάλλει ποτέ κανέναν)⸱ άλλοι έχουν ενδεχομένως κάτι άλλο στο μυαλό τους.
Τελικά μπορούμε να πούμε ότι η τέχνη δεν προσβάλλει; Η άποψή μου είναι ότι η τέχνη δεν προσβάλλει ποτέ κανέναν, όταν είναι τέχνη αληθινή. Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι κάπου υπάρχουν όρια μεταξύ αληθινής τέχνης και έντεχνης πρακτικής. Πρόκειται για διάκριση που προϋποθέτει την ύπαρξη υψηλών κριτηρίων. Η διάκριση αυτή δεν είναι γενικά αρεστή, νομίζω ούτε μεταξύ των καλλιτεχνών (πολλοί την ταυτίζουν μάλιστα με τη λογοκρισία ή την αυτολογοκρισία!). Από τα ποικίλα κριτήρια μπορεί να κυριαρχούν κατά περίπτωση κάποια, ανάλογα με την αντίληψη που ο ίδιος ο καλλιτέχνης έχει για το τι εστί αληθινή τέχνη. Πρόκειται για κριτήρια αισθητικά (η τέχνη για την τέχνη), ηθικά (η τέχνη ως προωθητική της αρμονίας του κόσμου και της αγάπης προς τη φύση και τους ανθρώπους γύρω μας), κοινωνικά (μετάδοση πολιτικών, κοινωνικά απελευθερωτικών μηνυμάτων), κλπ. Θα επανέλθουμε σε αυτό λίγο πιο κάτω.
Η συζήτηση, για το αν η τέχνη προσβάλλει ή όχι, ήρθε στην επικαιρότητα με αφορμή την έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης «Η σαγήνη του αλλόκοτου» και κυρίως με αφορμή την απαράδεκτη επίθεση που δέχτηκαν συγκεκριμένα έργα της έκθεσης από βουλευτή του ελληνικού κοινοβουλίου. Όταν, όμως, η βασική δημόσια συζήτηση για την τέχνη, που γίνεται με αφορμή μια έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη, αφορά όχι στην αισθητική της ποιότητα, την οξύτητα των κοινωνικών μηνυμάτων της ή την συμβολή της στον πνευματικό μας πολιτισμό, αλλά σχετίζεται με το αν προσβάλλει όλο ή μέρος του κοινού, τότε μάλλον αρμενίζουμε στραβά και δεν προσφέρουμε υπηρεσία ούτε στην κοινωνία ούτε στην τέχνη. Ας πάμε για λίγο στην ουσία και ας εντρυφήσουμε «σαγήνη του αλλόκοτου»!
Ο τίτλος της έκθεσης μάς καλεί να ανακαλύψουμε τη γοητεία του εξαιρετικά παράξενου, του παράδοξου, του τερατώδους! Είναι αλήθεια ότι το αλλόκοτο, το τερατώδες, δεν απουσιάζει από τη ζωή μας, ούτε από την φυσική ούτε από την κοινωνική της διάσταση, ενώ δηλώνει την παρουσία του τόσο στις ψυχικές μας τάσεις όσο και στις πνευματικές μας αναζητήσεις. Τούτων δοθέντων, θα ήταν αδιανόητο να μην απασχολεί συνειδητά τον άνθρωπο και να μην το πραγματεύεται η τέχνη. Αρκεί να θυμηθούμε βασικά στοιχεία της δικής μας παράδοσης, ξεκινώντας από την αρχαία ελληνική μυθολογία (βλ., π.χ., χίμαιρα: κεφάλι λιονταριού, κορμός κατσίκας, ουρά φιδιού), τα παράδοξα του Ζήνωνα στη φιλοσοφία, τους παραδοξογράφους της ελληνιστικής εποχής (βλ., π.χ., Ιστοριών παραδόξων συναγωγή του Αντίγονου από την Κάρυστο) και φτάνοντας στο δημοτικό τραγούδι και τις παραλογές (βλ., π.χ., Του νεκρού αδερφού) ή άλλα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας (βλ. Πάπισσα Ιωάννα του Εμ. Ροΐδη). Στη διεθνή σκηνή, το έργο του Μαρκ Φίσερ, Το αλλόκοτο και το απόκοσμο, εξετάζει τη λειτουργία του αλλόκοτου στην τέχνη (λογοτεχνία, κινηματογράφο, μουσική) και προσπαθεί να εξηγήσει γιατί μας γοητεύουν στοιχεία που βρίσκονται στη σφαίρα του αλλόκοτου.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι το αλλόκοτο, θέλουμε δεν θέλουμε, διεκδικεί διαχρονικά θέση στη ζωή μας και εκ των πραγμάτων έχει θέση στην τέχνη και, άρα, και σε μια έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη. Ο προβληματισμός μας, νομίζω, πρέπει να αρχίζει από το σημείο αυτό και μετά. Τα έργα του Χ. Κατσαδιώτη, για τα οποία ξεσηκώθηκε μεγάλη συζήτηση μετά τη βίαιη αποκαθήλωσή τους, αξίζει να αποτελούν μέρος της έκθεσης «Η σαγήνη του αλλόκοτου»; Η κριτική της τέχνης, απαλλαγμένη από αλλότρια προς την ίδια την τέχνη επιχειρήματα, μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα θετικά ή αρνητικά μέσω των ειδικών. Η δική μου απάντηση δεν μπορεί να είναι οριστική (θετική ή αρνητική) και θα περιοριστεί στην έκφραση κάποιων επιφυλάξεων για το αν τα συγκεκριμένα έργα άξιζε να έχουν θέση στη συγκεκριμένη έκθεση.
Ας εξετάσουμε το «εικόνισμα» (έτσι το ονομάζει ο καλλιτέχνης) που «ανασχεδιάζει», «διασκευάζει» την γνωστή εικόνα της Παναγίας με τον μικρό Χριστό στην αγκαλιά – εικόνα που αβίαστα εκπέμπει την γαλήνια αγάπη της μητέρας, η οποία αγκαλιάζει όλον τον κόσμο. Το «εικόνισμα» παρουσιάζει στη θέση της Παναγίας ένα δύσμορφο πρόσωπο που εκπέμπει βαθιά κακία, καχυποψία και μίσος για τον κόσμο και έντονη απειλή. Στη θέση του Χριστού βλέπουμε ένα άλλο μικρό δύσμορφο ον, από τον αριστερό κρόταφο του οποίου φαίνεται να αναφύεται κάτι σαν κέρατο, ενώ η έκφραση του προσώπου υπόσχεται διαιώνιση του μίσους και της απειλής! Η διαφημισμένη (στον τίτλο) σαγήνη δεν υπάρχει! Στη θέση της προκύπτει αποστροφή και απέχθεια! Ας αφήσουμε, όμως, την αισθητική του έργου, που δεν αντέχει σε κανέναν σχολιασμό και προφανώς υποτάσσεται στο μήνυμα που θέλει να διαδώσει, και ας επικεντρωθούμε σε αυτό το μήνυμα. Ο επίσης διαφημισμένος διάλογος με τα έργα του Γκόγια μπορεί να αναγνωρίζεται σε άλλα έργα της έκθεσης, αλλά δεν είναι καθόλου προφανής στα έργα του συγκεκριμένου καλλιτέχνη. Ο Γκόγια πράγματι καυτηρίασε τη διαφθορά των αρχών και του κλήρου και κατήγγειλε τις σκοτεινές πλευρές της κοινωνίας της εποχής του.
Το «εικόνισμα», για το οποίο γίνεται λόγος εδώ, τι ακριβώς στηλιτεύει; Ποια στερεότυπα προσπαθεί να αποδομήσει; Δεν υπάρχει αναφορά στην εκκλησία ως θεσμικά δομημένο οργανισμό, ο οποίος διαπλέκεται με την πολιτική και οικονομική εξουσία και θα πρέπει για αυτόν τον λόγο να αποδομηθεί. Δεν στοχοποιείται ο κλήρος και τα ανώτερα κλιμάκιά του επειδή μαστίζονται από έλλειψη οράματος και, ενδεχομένως, κινούνται στα όρια της διαφθοράς ή και μέσα σε αυτή. Αν ο καλλιτέχνης πιστεύει κάτι τέτοιο, με άλλον τρόπο έπρεπε να το δείξει! Αυτό που βλέπει ο θεατής δεν είναι επίθεση κατά της εκκλησίας ή υπονόμευση του κύρους της, αλλά μια προσπάθεια αποδόμησης του κεντρικού μηνύματος της χριστιανικής θρησκείας (και στην πραγματικότητα κάθε θρησκείας), της αγάπης! Είναι η αγάπη στερεότυπο με το οποίο έχουμε γαλουχηθεί και πρέπει να το ξεπεράσουμε; Είναι αυτό εμπνευσμένο μήνυμα και δείγμα υψηλής τέχνης;
Το πρόβλημα στην περίπτωσή μας είναι ότι το «εικόνισμα» δεν αμφισβητεί κάποια πραγματικότητα (κάτι που θα προωθούσε τα όρια της αντίληψής μας), εκτός αν θεωρήσουμε ότι η μάχη μεταξύ του καλού και του κακού, της αγάπης και του μίσους έχει οριστικά τελειώσει με την επικράτηση της αγάπης! Αλήθεια, ποια είναι τα δεδομένα που θέλει να αποσταθεροποιήσει, ποιες αξίες να αμφισβητήσει; Είναι τελικά στόχος το ίδιο το μήνυμα αγάπης του χριστιανισμού ή αυτό της μητρικής αγάπης ή και της αγάπης της ίδιας γενικά; Δεν θα αρνηθούμε στον καλλιτέχνη το δικαίωμα να το κάνει, αν θεωρεί ότι όλα αυτά ή κάτι από αυτά είναι φενάκη, εξιδανίκευση, απάτη. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, δεν θα έπρεπε να εκπέμπει το «εικόνισμα» ένα πνεύμα αμφισβήτησης και να μην αποτελεί πρόταση αντικατάστασης; Το γνωστό μας εικόνισμα της γαλήνης και της αγάπης αντικαθίσταται απλώς από το «εικόνισμα» της απειλής και του μίσους! Το αλλόκοτο, λοιπόν, εδώ είναι ένα δευτερογενές δημιούργημα εκκωφαντικής παραποίησης καλλιτεχνικών και συμβολικών δεδομένων, χωρίς καμία περαιτέρω πνευματική διάσταση. Το ίδιο ισχύει και για τα άλλα παρόμοια έργα του καλλιτέχνη. Αυτό που για μένα τα διαφοροποιεί είναι μόνο η ένταση της αποστροφής που προκαλούν. Για τους λόγους αυτούς εκφράζω σοβαρές αμφιβολίες για την ουσιαστική καλλιτεχνική αξία των έργων αυτών και, συνεπώς, για το αν θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στη συγκεκριμένη έκθεση. Ο θόρυβος μάλιστα που έγινε γύρω από αυτά, λόγω της ανάρμοστης επίθεσης του βουλευτή, επεσκίασε άλλα αξιοπρόσεκτα έργα που εκτίθενται στον ίδιο χώρο.
Ίσως τώρα καθίσταται σαφέστερο γιατί θεωρώ ότι η αληθινή, η γνήσια τέχνη δεν προσβάλλει ποτέ κανέναν. Γιατί είναι αυτή που σε ανεβάζει υψηλότερα, σε βάζει να σκεφτείς και να αμφισβητήσεις⸱ σε πάει πιο πέρα από το συνηθισμένο, αλλά έχει πνευματικό περιεχόμενο (αισθητικό, ηθικό, κοινωνικό ή άλλο) που σε σαγηνεύει. Ταυτόχρονα, ο καλλιτέχνης που έχει θέσει εαυτόν στην υπηρεσία της αληθινής τέχνης αναγνωρίζει ότι δεν είναι μόνος του στον κόσμο, ακόμα και αν είναι μοναδικός στο είδος του. Αυτό σημαίνει ότι θα δημιουργήσει με ευαισθησία και θα διαδώσει το μήνυμά του (= θα διδάξει;) χωρίς να προσβάλει. Αυτό, επίσης, σημαίνει ότι όπου χρειάζεται θα βάλει ο ίδιος όρια στον εαυτό του και θα κινηθεί εντός πλαισίων που, αντί να είναι περιοριστικά, θα τονίζουν την πρωτοτυπία του έργου και του μηνύματος.
«Η σαγήνη του αλλόκοτου» στην περίπτωση της έκθεσης μετατράπηκε, νομίζω, σε «παγίδα του αλλόκοτου». Η ειρωνεία μάλιστα του πράγματος συναγωνίζεται τον υπερρεαλισμό της πραγματικότητας, καθώς η αρχική σημασία της λέξεως «σαγήνη» στη γλώσσα μας (στα αρχαία ελληνικά) ήταν παραπλήσια της παγίδας (δίχτυ ψαρέματος).