Στις 17 Νοεμβρίου 2024, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής» άρθρο της κ. Ευαγγελίας Γαλανάκη, Καθηγήτριας Ψυχολογίας ΠΤΔΕ και Διευθύντριας του Εργαστηρίου Ψυχολογίας ΠΤΔΕ, με θέμα «Αρετές των πανεπιστημιακών δασκάλων».
«Αρετή». Λέξη με ηθικό βάρος, ετυμολογικά συγγενής με την «αριστεία» και το «αραρίσκω» (= συνδέω και συνταιριάζω, εξοπλίζω και εφοδιάζω, μεταξύ άλλων). Άραγε το Πανεπιστήμιο αποδίδει στη σύνδεση την ίδια έμφαση που αποδίδει στην αριστεία, τον εξοπλισμό και τα εφόδια; Και δεν εννοώ τη σύνδεση των πανεπιστημιακών δασκάλων και των φοιτητών με τη γνώση, ούτε την απαραίτητη για τη γνώση ικανότητα για συνδέσεις (και αποσυνδέσεις). Εννοώ τη σύνδεση των πανεπιστημιακών δασκάλων με τους φοιτητές τους.
Σε πρόσφατη ερευνητική επισκόπηση που διενήργησε το Εργαστήριο Ψυχολογίας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών από όλη την Ελλάδα εκτίμησαν ότι οι Πανελλήνιες εξετάσεις ήταν η πιο αγχογόνος δοκιμασία που έχουν βιώσει και ένα σημαντικό ποσοστό βίωνε άγχος και για τις εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Υποδεχόμαστε λοιπόν τους πρωτοετείς φοιτητές μετά από τη δοκιμασία αυτή και τους υποβάλλουμε στις διαρκείς, αγχογόνες συνθήκες και αξιολογήσεις που απαιτούν οι πανεπιστημιακές σπουδές.
Στο προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, η επιστημονική γνώση, από τη φύση της, θέτει στους νέους ανθρώπους αίτημα για σκέπτεσθαι. Πρόκειται για γνώση με πολυπλοκότητα, υψηλό βαθμό αφαίρεσης και απόσταση από την καθημερινή ζωή και τις σχολικές εμπειρίες των φοιτητών. Ιδίως στο μεταπτυχιακό επίπεδο, τίθεται το επιπλέον αίτημα για πρωτοτυπία και καινοτομία. Επομένως, η επιστημονική γνώση είναι μια κρίση, για τον ψυχισμό μας, που ενίοτε τη βιώνει ως εισβολή ή κατακλυσμό. Όμως ένας βασικός στόχος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης. Τουτέστιν, για την επίλυσή της, η κρίση απαιτεί κρίση. Οι νέοι άνθρωποι καλούνται να δημιουργήσουν νόημα από τη γνώση αυτή, ενώ παράλληλα δέχονται πλήγματα στον ναρκισσισμό τους και βιώνουν άγχος, καθώς αναμετριούνται με το «δεν ξέρω», το λάθος, τη σύγχυση, την αποτυχία.
Βασικές αρετές των πανεπιστημιακών δασκάλων οι οποίες προάγουν τη σύνδεση με τους φοιτητές και μέσω αυτής την επιστήμη, είναι το «κράτημα» και η «εμπερίεξη» – δύο έννοιες από το πεδίο της ψυχαναλυτικής σκέψης, που έχουν εφαρμογές και στο πεδίο της εκπαίδευσης. Οι γονείς κράτησαν, κυριολεκτικά, δηλαδή στα χέρια και στην αγκαλιά τους, και μεταφορικά, δηλαδή ψυχικά, τους νέους ανθρώπους. Αργότερα, τους κράτησαν οι δάσκαλοί τους. Ανάπτυξη δεν συμβαίνει χωρίς το κράτημα. Όλες οι όψεις του πανεπιστημιακού πλαισίου αναμένεται να κρατούν δυναμικά τον φοιτητικό πληθυσμό: χώροι, υλικοτεχνικός εξοπλισμός, δομή και περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών, ηγεσία, διοικητική και γραμματειακή οργάνωση, υποστηρικτικές υπηρεσίες για τους φοιτητές, ενίσχυση της έρευνας, σύνδεση με την κοινωνία και την αγορά εργασίας, προσωπικότητα και κατάρτιση των πανεπιστημιακών δασκάλων και πλαισίωσή τους στο έργο τους. Οι τελευταίοι επιτελούν το κράτημα με ποικίλους τρόπους. Είναι διαθέσιμοι και αξιόπιστοι. Διερευνούν τις ανάγκες του φοιτητικού πληθυσμού – έρευνα που, βέβαια, πρέπει να γίνεται και συστηματικά, σε θεσμικό επίπεδο. Προσαρμόζουν το έργο τους σε αυτές τις μεταβαλλόμενες ανάγκες. Δεν ζητούν κυρίως συμμόρφωση από τους φοιτητές, αλλά σέβονται τη ζώσα εμπειρία τους. Τους επιτρέπουν να εκδιπλώνουν στοιχεία του αληθούς εαυτού τους στον ενδιάμεσο χώρο δασκάλου-μαθητών, όπου συντελείται η δημιουργία και όλα είναι πιθανά. Έτσι διευκολύνονται οι φοιτητές να απαρτιώσουν τις εμπειρίες τους, να αποκτήσουν μια αίσθηση ψυχοσωματικής ολότητας, που θα τους επιτρέψει να αναλάβουν το ρίσκο της γνώσης. Μόνο αν κρατηθούν πρώτα, μπορούν ύστερα να διαφοροποιηθούν από τους πρεσβύτερους.
Όσο για την εμπερίεξη, οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι υπο-δέχονται κάθε είδους «ωμά» βιώματα των φοιτητών, όπως το άγχος, η επιθετικότητα, ο φθόνος, και γίνονται οι περιέκτες (= «δοχεία») αυτών των βιωμάτων. Είναι σαν να τα επεξεργάζονται «μες στα ίδια τους τα σπλάχνα» ώστε να τα επιστρέφουν στους φοιτητές μεταβολισμένα και μετριασμένα. Δίνουν μορφή σε αυτά τα βιώματα, και μάλιστα τέτοια που μπορούν να γίνονται ανεκτά από τους φοιτητές, ακόμα και να λειτουργούν ως κίνητρα. Διεργασία απαιτητική, που αναπόφευκτα ενέχει αστοχίες, παρα-γνωρίσεις, ενίοτε πανικό και τρόμο – και από τις δύο πλευρές. Όταν όμως συντελείται με επίγνωση από τον δάσκαλο, έχει ευχαρίστηση και όφελος – και για τις δύο πλευρές. Ο δάσκαλος παρέχει στους φοιτητές προς ταύτιση ένα υπόδειγμα υπο-δοχής, αφομοίωσης, στοχασμού και μάθησης μέσω της εμπειρίας. Η καλή οργάνωση των μαθημάτων, η σαφήνεια των κριτηρίων και προδιαγραφών, η ορθή διαχείριση του χρόνου, η θέσπιση ορίων και η ευελιξία τους, η ανατροφοδότηση κατά τη διάρκεια του μαθήματος και μετά τις αξιολογήσεις, είναι μόνο μερικές εκφάνσεις του κρατήματος και, κυρίως, της εμπερίεξης.
Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι καλούμαστε να αναπτύξουμε τις αρετές που μας συνδέουν με τους φοιτητές μας. Να αναγνωρίζουμε ότι στο ακαδημαϊκό πεδίο και στην επιστήμη κυριαρχεί η αυταπάτη της παντοδυναμίας που, ως τέτοια, δεν οριοθετεί (άρα δεν προσφέρει ασφάλεια), απαιτεί τη συμμόρφωση και την ανέφικτη τελειότητα και δεν διανοίγει δρόμους. Να επαγρυπνούμε για τη δυνατότητά μας να ανεχόμαστε -πρώτα εμείς ώστε να τα αντέξουν και οι μαθητευόμενοί μας- τη ματαίωση, την ασάφεια, την άγνοια, εν ολίγοις την αναπόδραστη για τον άνθρωπο έλλειψη. Κι αφού υποκείμεθα στην έλλειψη, να φροντίζουμε να την αξιοποιούμε, στο μέτρο του εφικτού, ως την κινητήρια δύναμη της επιθυμίας μας για μεγαλύτερη ανοιχτότητα, δεκτικότητα και χωρητικότητα (βάθος και εύρος) του ψυχικού μας πεδίου.