Μια πρωτότυπη και ουσιαστική συμβολή στις καζαντζακικές σπουδές αποτελεί το βιβλίο Ο Καπετάν Μιχάλης του Νίκου Καζαντζάκη. Διεπιστημονική και διακαλλιτεχνική θέωρηση, του Κωνσταντίνου Παΐδα, Καθηγητή Βυζαντινής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. Το βιβλίο αποτελείται από δύο εκτενή μελετήματα επικεντρωμένα στο εμβληματικό μυθιστόρημα του Καζαντζάκη Ο Καπετάν Μιχάλης (1953).
Το πρώτο μελέτημα φέρει τον τίτλο «Ο Καπετάν Μιχάλης: Η τέχνη της πατροκτονίας» και αποτελεί μια σύνθετη διεπιστημονική θεώρηση του καζαντζακικού μυθιστορήματος, με στόχο να διερευνηθεί η πρόθεση του συγγραφέα, η intentio auctoris. Ήδη από τις πρώτες σελίδες του μελετήματος ο Παΐδας αναρωτιέται για ποιον λόγο ο Καζαντζάκης έγραψε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα:
Αποσκοπούσε στο να συνθέσει ένα «κρητικό έπος», επηρεασμένος πιθανότατα αφενός από τη μεγάλη του αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα του και αφετέρου από τη συστηματική ενασχόλησή του με τη μετάφραση των Ομηρικών επών; Απέβλεπε στο να αποτυπώσει σε ένα μυθιστόρημα τα προσωπικά βιώματα της παιδικής του ηλικίας κατά την ταραγμένη περίοδο των τελευταίων κρητικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα; Ποθούσε στο πλαίσιο ενός ιστορικού μυθιστορήματος να αναδείξει σε λογοτεχνικό ήρωα τον πατέρα του, για να εκδηλώσει δημοσίως την αγάπη, τον σεβασμό και την ευγνωμοσύνη του προς εκείνον; (20)
Ως προς την πρώτη υπόθεση εργασίας, ο μελετητής θεωρεί βεβαίως δεδομένη την αγάπη του Καζαντζάκη για τα ομηρικά έπη και τις άμεσες ή έμμεσες επιδράσεις που δέχεται από αυτά, αλλά διαφοροποιεί αυτά τα στοιχεία από τη συγγραφική πρόθεση. Ως προς την απόβλεψη του Καζαντζάκη να αποτυπώσει τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας και να αποδώσει τα δύστηνα χρόνια των τελευταίων κρητικών επαναστάσεων, απόβλεψη που δηλώνεται ρητά από τον ίδιο τον συγγραφέα στον Πρόλογο της τρίτης έκδοσης του μυθιστορήματος το 1957, ο Παΐδας την αμφισβητεί έντονα, θεωρώντας την ως ένα συνειδητό «παιχνίδι της εξαπάτησης» (33), που συνδυάζεται με την επιχειρούμενη στον ίδιο Πρόλογο απόπειρα σύνδεσης του μυθιστορήματος με τον αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού και την εξέγερση της ΕΟΚΑ τον Απρίλιο 1955. Ως προς το τρίτο ερώτημα, ο μελετητής υπενθυμίζει ότι έχει υποστηριχθεί βάσιμα η άποψη ότι η σχέση του μυθιστορηματικού ήρωα Καπετάν Μιχάλη με τον αληθινό Μιχάλη Καζαντζάκη είναι περιορισμένη (με μόνα κοινά στοιχεία τον αυστηρό και αυταρχικό χαρακτήρα τους και την έντονη φιλοπατρία τους) και παραθέτει μια σειρά πληροφοριών που δίνει ο ίδιος ο Καζαντζάκης και στοιχείων του έργου του που πιστοποιούν ότι «η σχέση πατέρα-γιου κάθε άλλο παρά στοργική, ανέφελη και γόνιμη υπήρξε για τον μεγάλο Κρητικό συγγραφέα» (24): το κεφάλαιο «Ο κύρης» στην Αναφορά στον Γκρέκο, όπου σκιαγραφείται με ζωηρά χρώματα η αυστηρή, εσωστρεφής προσωπικότητά του Μιχάλη Καζαντζάκη και η βαριά σκιά που ρίχνει στα μέλη της οικογένειάς του, οι απόψεις της Λιλής Ζωγράφου και του Γιάννη Γουδέλη για τις σχέσεις του Καζαντζάκη με τον πατέρα του και η απροκάλυπτη έκφραση των αμφίθυμων αισθημάτων του Νίκου για τον πατέρα του, σε επιστολή που στέλνει στη σύζυγό του Ελένη, μόλις έχει πληροφορηθεί τον θάνατό του.
Ο Παΐδας θεωρεί ότι η αποτυχημένη κρητική επανάσταση του 1889 χρησιμεύει απλώς ως ιστορικός καμβάς, πάνω στον οποίο αποτυπώνεται το αληθινό κεντρικό θέμα του έργου: «το ανομολόγητο και παράφορο ερωτικό πάθος του καπετάν Μιχάλη, το οποίο οδήγησε τον ίδιο στην αυτοκαταστροφή και ζημίωσε τον αγώνα για την απελευθέρωση της Κρήτης» (35). Ο μελετητής ξεδιπλώνει με προσεκτικά ζυγισμένα βήματα τη δική του άποψη για τη συγγραφική πρόθεση του συγγραφέα, σύμφωνα με την οποία η αρχική, σχεδόν εξιδανικευμένη εικόνα του Καπετάν Μιχάλη ως ατόμου με απόλυτη αυτοκυριαρχία και υψηλό ήθος, σταδιακά υπομονεύεται, αποδομείται και τελικά καταρρακώνεται, καθώς ο ήρωας ερωτεύεται την Εμινέ, τη γυναίκα του αδερφοχτού του Νουρήμπεη, κυριεύεται από το ανεξέλεγκτο ερωτικό πάθος για μιαν «άπιστη», φθονεί τον καπετάν Πολυξίγκη, που γίνεται εραστής της Εμινέ, γίνεται αίτιος της εκπόρθησης και της πυρπόλησης του μοναστηριού του Αφέντη Χριστού, απαξιώνεται ηθικά από σεβαστά πρόσωπα, οδηγείται στη δολοφονία της Εμινέ, προκειμένου να λυτρωθεί από το πάθος του, και καταλήγει στην αυτοκτονία, συμπαρασύροντας και άλλους σε μιαν άσκοπη θυσία και στερώντας από την Κρήτη πολύτιμους πολεμιστές.
Σύμφωνα με τον μελετητή, ο Καζαντζάκης σκιαγραφεί την κεντρική μορφή του μυθιστορήματός του ως άτομο μη φυσιολογικό, με μη κανονική προσωπικότητα, αυτοεγκλωβισμένο στο Υπερεγώ του, άτομο που επιθυμεί διαρκώς να ικανοποιεί την ανάγκη του για κυριαρχία και που προσλαμβάνει τη σεξουαλικότητα ως τον βασικότερο ανασταλτικό παράγοντα για την εκπλήρωση του χρέους έναντι της πατρίδας, με αποτέλεσμα να οδηγείται σε μια σφοδρότατη σύγκρουση μεταξύ της αφυπνισμένης (αυτο)ενοχοποιημένης σεξουαλικότητάς του και του έως τότε κυρίαρχου Υπερεγώ του. Για τον Παΐδα, ο Καπετάν Μιχάλης παρουσιάζεται από τον συγγραφέα ως άτομο ανάλγητο και νευρωτικό, με αδύναμο χαρακτήρα, άτομο που από πολύ νωρίς εξελίσσεται σε αντιήρωα, αφού «χάνει όλα τα ηθικά ερείσματα, επί των οποίων είχε δομήσει τον έως τότε ευυπόληπτο βίο του και ό,τι είχε κερδίσει με την έως τότε ακηλίδωτη προσωπική του διαδρομή (αυτοεκτίμηση, αξιοπρέπεια, κοινωνική αποδοχή κ.λπ.) εν ονόματι ενός απαγορευμένου (από το Υπερεγώ του και από άλλες εξωτερικές συνθήκες) και ανομολόγητου ερωτικού πάθους» (45).
Ο Παΐδας τονίζει ότι η έλξη που ασκεί η Εμινέ στον Καπετάν Μιχάλη οφείλεται στη σεξουαλική χειραφέτησή της και οριοθετεί την αντίθεση ανάμεσα σε αυτήν και στην Κατερίνα, τη σύζυγο του ήρωα. Η Κατερίνα λειτουργεί ως θεματοφύλακας του οικογενειακού και κοινωνικού αξιακού κώδικα, συμβάλλοντας στην ευπείθεια και στην ψυχολογική σταθερότητα του συζύγου της, ενώ η Εμινέ λειτουργεί ως καταλύτης που δυναμιτίζει όλα τα δομικά στοιχεία της ταυτότητας του Καπετάν Μιχάλη, δηλαδή το χρέος απέναντι στην πατρίδα, την πίστη, την οικογένειά και τους προγόνους.
Κατά τον μελετητή, η δολοφονία της Εμινέ από τον Καπετάν Μιχάλη συνιστά έγκλημα του Υπερεγώ, σύμφωνα με το σχήμα του Lacan, δηλαδή «έγκλημα, το οποίο επιτελεί τιμωρητική λειτουργία και μάλιστα διττή: η Εμινέ (θύμα) ενσαρκώνει τον μύθο της ηδονοθηρίας, της σεξουαλικής ακολασίας, της συνειδητής περιφρόνησης για κάθε ηθικό-κοινωνικό κανόνα και της απιστίας, εξ ου και πρέπει να τιμωρηθεί» (56). Με το έγκλημα που διαπράττει ο δράστης τιμωρεί το θύμα και αυτοτιμωρείται, κατευθυνόμενος από «ευγενές» κίνητρο (αφοσίωση στο όραμα της απελευθέρωσης της Κρήτης) και ευτελές κίνητρο (επιθυμία οικειοποίησης του ερωτικού αντικειμένου του πόθου του), και υποκινούμενος και από τρία τυχαία γεγονότα που δημιουργούν συνθήκες που αδυνατεί να διαχειριστεί (πυρπόληση του μοναστηριού του Αφέντη Χριστού, λογομαχία με τον Καπετάν Ελιά, ο οποίος του θέτει το αμείλικτο ερώτημα «πόση ψυχή και τι ψυχή του απόμεινε», συνάντηση με τον γέρο που αναθεματίζει τον αίτιο της καταστροφής του μοναστηριού). Πρόκειται για «τυπικό παράδειγμα ερωτικού εγκλήματος, […] πράξη εγωκεντρική, με ψευδοαπονεμητική προσωπική ”δικαιοσύνη” και με προσδοκώμενη απελευθερωτική λειτουργία για τον θύτη» (59).
Μία ιδιαίτερη παράμετρος που εξετάζει ο Παΐδας στη δολοφονία της Εμινέ είναι η απουσία πρόκλησης του θύματος προς τον δράστη ή αντίδρασης απέναντι σε ό,τι συναισθάνεται ότι θα συμβεί, στοιχείων που ο Etienne De Greeff στη μελέτη του Έρωτας και Εγκλήματα από έρωτα θεωρεί ότι μπορούν να εμφανιστούν κατά τη φάση της «κατάστασης κρίσης» και να ωθήσουν τον δράστη να θεωρήσει το έγκλημα ως επιβεβλημένη λύση. Αυτή την απουσία υποκαθιστούν, κατά κάποιον τρόπο, τα ιερά εικονίσματα που βρίσκονται στο δωμάτιο όπου διαπράττεται το έγκλημα και τα οποία υπενθυμίζουν στον Καπετάν Μιχάλη τα ιδεώδη που έχει απεμπολήσει λόγω του πάθους του για την Εμινέ. Η επιλογή αυτή, κατά τον μελετητή, συντελεί στην απόπειρα πλήρους αποδόμησης του Καπετάν Μιχάλη και απομακρύνει κάθε περιθώριο ταύτισης του αποδέκτη της αφήγησης με τον δράστη του ερωτικού εγκλήματος.
Επιπρόσθετα, ο μελετητής προβαίνει σε ενδιαφέρουσες επισημάνσεις σχετικά με τη λειτουργία του φονικού οργάνου, του «μαβρομάνικου μαχαιριού», (και) ως φαλλικού συμβόλου, με το οποίο «ο Καπετάν Μιχάλης επιχειρεί να ”πραγματώσει“ τη σεξουαλική του επιθυμία, οικειοποιούμενος αμετάκλητα το αντικείμενο του ερωτικού πάθους του» (σ. 63), και αντιμετωπίζει την απόφαση του ήρωα να δολοφονήσει την Εμινέ ως το αποτέλεσμα ενός αριστοτεχνικά οργανωμένου «σχεδίου εγκλωβισμού» από την πλευρά του συγγραφέα, ενός σχεδίου που διαρθρώνεται σε δυο βρόγχους, την καταλυτική επίδραση της ιστορίας του Οθέλλου και της ιστορίας του Καπετάν Μάντακα στο υποσυνείδητο του Καπετάν Μιχάλη και το γεγονός ότι ο τελευταίος αγνοεί ότι και η Εμινέ τον επιθυμεί ερωτικά και μάλιστα περισσότερο από τον Νουρή και τον Πολυξίγκη.
Ο Παΐδας κάνει ερεθιστικά σχόλια αναφορικά και με το γεγονός ότι ο ήρωας του Καζαντζάκη αποφεύγει να κάνει εγκλήματα αφανισμού, δηλαδή να εξοντώσει τα πρόσωπα-εμπόδια, τον Νουρή, σύζυγο της Εμινέ, και τον Πολυξίγκη, εραστή της, πράγμα που θα του επέτρεπε να πραγματώσει τη σεξουαλική επιθυμία του για την Εμινέ. Αυτή η επιλογή επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την εικόνα που διαμορφώνει για τον Καπετάν Μιχάλη ο αποδέκτης της αφήγησης, καθώς στα δύο ερωτικά τρίγωνα που σχηματίζονται ο ήρωας βάφει το μαχαίρι του μόνο με το αίμα της Εμινέ, η οποία δεν ευθύνεται για τον δικό του ηθικό εκτροχιασμό.
Η δολοφονία της Εμινέ κορυφώνει το ψυχικό πάθος του ήρωα και τον ωθεί να χάσει το νόημα της ζωής και να επιδιώξει την αυτοτιμωρία του, ώστε, με τα λόγια του Παΐδα, «να ”οικειοποιηθεί“ το αντικείμενο του ερωτικού πάθους του σε έναν υπερβατικό χωροχρόνο, στον οποίο δεν θα υπάρχουν όλα όσα του απαγόρευαν να την κατακτήσει εν ζωή» (69). Ο αντιηρωικός θάνατος του Καπετάν Μιχάλη είναι η πιο ισχυρή απόδειξη της αδυναμίας του να διαχειριστεί την επιβολή του Υπερεγώ του στην ατομική του βούληση και στην καταπιεσμένη σεξουαλικότητά του.
Με βάση την ανάλυσή του, ο μελετητής οδηγείται στο συμπέρασμα ότι στον Καπετάν Μιχάλη ο Καζαντζάκης δεν ηρωοποιεί τον πατέρα του ούτε τον αναδεικνύει σε επικό ήρωα αλλά τον τιμωρεί και τον εκδικείται, υποβάλλοντας τον χαρακτήρα του Καπετάν Μιχάλη σε ένα επώδυνο μαρτύριο, το οποίο τον συντρίβει ολοκληρωτικά. Έτσι αυτή η λογοτεχνική «αθανασία» την οποία προσφέρει ο συγγραφέας στον πατέρα του μέσω του συγκεκριμένου μυθιστορήματος είναι, στην πραγματικότητα, αιώνια τιμωρία-εκδίκηση.
Θα πρέπει να τονιστούν το πάθος και η συνέπεια με το οποίο ο Παΐδας υποστηρίζει τις απόψεις του και η ευρεία διεπιστημονική του σκοπιά, που αξιοποιεί θεωρητικά εργαλεία από τα πεδία της φιλολογίας, της ψυχανάλυσης και της εγκληματολογίας. Ο μελετητής θα πρέπει να επαινεθεί και για την παρρησία του: δεν διστάζει, όταν και όπου το κρίνει απαραίτητο, να αμφισβητήσει τις απόψεις σημαντικών μελετητών του Καζαντζάκη και να αντιπαρατάξει τη δική του επιχειρηματολογία, χρησιμοποιώντας πλούσια βιβλιογραφία.
Το δεύτερο μελέτημα του βιβλίου έχει τίτλο «Η λειτουργία των εικονικών αναπαραστάσεων στον Καπετάν Μιχάλη του Ν. Καζαντζάκη» και ξεκινά με μιαν εντυπωσιακή παράθεση πληροφοριών που αρδεύονται από επιστολές και ημερολόγια του Καζαντζάκη και πιστοποιούν την αγάπη και τη βαθιά γνώση του Κρητικού συγγραφέα για τις εικαστικές τέχνες. Το κύριο μέρος του μελετήματος, πάντως, είναι η παρουσίαση και η ανάλυση της λειτουργίας των κοσμικού χαρακτήρα προσωπογραφιών και των ιερών εικόνων στο μυθιστόρημα Ο Καπετάν Μιχάλης, με δεδομένο ότι δεν πρόκειται για απλές «εκφράσεις», αλλά για στοιχεία που επηρεάζουν την πλοκή και δρουν καταλυτικά, σε βαθμό που, σε ορισμένες περιπτώσεις, «η λειτουργία τους εξισώνεται με εκείνη των δρώντων προσώπων της αφήγησης» (σ. 91). Ο μελετητής εξετάζει τις προσωπογραφίες ηρώων του 1821 στο σπίτι του Καπετάν Μιχάλη, παρουσιασμένες πρώτα υπό την προοπτική της συζύγου του Κατερίνας και ύστερα υπό την προοπτική του ιδίου, αλλά και υπό την προοπτική ενός δευτερεύοντος χαρακτήρα, της Κατινίτσας της Κρασογιώργαινας· τη λιθογραφία του Σαμψών, και αυτή ιδωμένη υπό την προοπτική της Κατερίνας και με έντονη τη διάθεση να αναδειχτούν στο μέλλον αναλογίες μεταξύ του Σαμψών και του Καπετάν Μιχάλη αλλά και μεταξύ της Δαλιδά και της Εμινέ· το εικόνισμα του αρχαγγέλου Μιχαήλ (που, ιδωμένο άλλοτε υπό την προοπτική της Κατερίνας και άλλοτε υπό την προοπτική του Καπετάν Μιχάλη, επανέρχεται σε διαφορετικά σημεία της αφήγησης)· το εικόνισμα του Αφέντη Χριστού (που περιγράφεται στο πλαίσιο της «ευλογημένης» ερωτικής δραστηριότητας των νεόνυμφων Καγιαμπή και Γαρουφαλιάς)· τα εικονίσματα του Αγίου Μηνά, πολιούχου του Μεγάλου Κάστρου, που κάνει θαυματουργικές παρεμβάσεις σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο στη ζωή των κατοίκων της πόλης, με αποτέλεσμα να αναδεικνύονται έντονα η ευσέβεια και η λαϊκότροπη πίστη τους· το εικόνισμα του Αγίου Γεωργίου, που προβάλλει το ηρωικό φρόνημα αλλά και την ηδυπάθεια του Πολυξίγκη· το εικόνισμα της Παναγιάς της Αμπελιώτισσας, που περιγράφεται υπό την προοπτική του Βεντούζου· τα εικονίσματα του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Φανουρίου, που βρίσκονται στο σπίτι της Βαγγελιώς και συνδέονται με τις ιδιότητες του προικοδότη των ορφανών κοριτσιών και του φανερωτή των γαμπρών στις άγαμες κοπέλες· το εικόνισμα του Αγίου Νικολάου, το οποίο προσθέτει στο πορτραίτο του Καπετάν Στεφανή το στοιχείο της ευσέβειας και της μακροθυμίας· οι λιθογραφίες του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, του Τσάρου της Ρωσίας και του ναού της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και οι φωτογραφίες μητροπολιτών και επισκόπων στο Δεσποτικό· το εικόνισμα της Σταύρωσης της Κρήτης (φιλοτεχνημένο από τον θεοφοβούμενο και αλαφοΐσκιωτο Μούρτζουφλο), που αποκαλύπτει ο Μητροπολίτης στους τρεις δημογέροντες· το εικόνισμα του Χριστού της Μεσκηνιάς, όπου «ο Ιησούς απεικονίζεται να έχει απολέσει εξαιτίας της λέπρας τα δάκτυλα και τη μύτη του, ενώ τα σημάδια της αρχόμενης σήψης στο άνω χείλος του είναι εμφανή» (182)· τα εικονίσματα του Αφέντη Χριστού και τα υπόλοιπα εικονίσματα στο σπίτι του Μανούσακα· το εικόνισμα της Παναγίας στο τέμπλο στον ναό του Αγίου Μηνά, ενώπιον του οποίου η έντρομη Νοεμή κάνει τη δεήσή της όταν αισθάνεται ότι απειλούνται τόσο η ίδια όσο και το έμβρυο που κυοφορεί από το φάντασμα του Κωσταρού· η προσωπογραφία του Πασά του Μεγάλου Κάστρου, η οποία, τρόπον τινά, αποκαθιστά την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ του Πασά και του Μητροπολίτη· τα εικονίσματα της Παναγίας, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και της Αγίας Αικατερίνης στο σπίτι της Καλλιώς.
Ο μελετητής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η θέαση των προσωπογραφιών και των εικονισμάτων προκαλεί στα δρώντα πρόσωπα που τις αντικρίζουν εσωτερικό μονόλογο/διάλογο ή υποσυνείδητες σκέψεις ή συναισθήματα και έτσι αναδεικνύονται η ψυχολογική τους κατάσταση, οι επιθυμίες, ακόμη και το Υπερεγώ τους. Επισημαίνει, επίσης, την ενίσχυση της εικονοποιίας της αφήγησης και την εναργέστερη οπτικοποίηση του μυθοπλαστικού κόσμου στην αντίληψη του αποδέκτη της αφήγησης, αλλά και την τάση του Καζαντζάκη να συνδυάζει στοιχεία από διαφορετικά υπαρκτά εικαστικά πρότυπα τα οποία γνωρίζει και εκτιμά, επιχειρώντας «να επιτύχει μία ιδανική σύνθεση, η οποία ανταποκρίνεται πλήρως στους συμβολισμούς που κάθε φορά επιθυμεί να αναδείξει» (237).
Το δεύτερο αυτό μελέτημα, πέρα από τις πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις αναφορικά με τον ρόλο των ιερών εικόνων και των κοσμικού χαρακτήρα προσωπογραφιών στην εξέλιξη της πλοκής και τη διαμόρφωση των χαρακτήρων του καζαντζακικού μυθιστορήματος, προσφέρει και πολύτιμο πληροφοριακό υλικό για την ιστορία και την εικονογράφηση του παλαιού Ιερού Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Μηνά Ηρακλείου, από το εικονογραφικό πρόγραμμα του οποίου εμπνέεται σε κάποιες περιπτώσεις ο Καζαντζάκης, γεγονός που πιστοποιεί την επίδραση του βιωματικού στοιχείου και την πρόθεσή του να προσδώσει ρεαλισμό στο έργο του.
Επιλογικά, με το αξιόλογο βιβλίο του ο Κωνσταντίνος Παΐδας προσφέρει δύο διαφορετικούς (εξίσου καλογραμμένους, τεκμηριωμένους και βιβλιογραφικά ενημερωμένους) οδηγούς ανάγνωσης του πολυσυζητημένου μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη. Ο μελετητής φωτίζει με κέφι και επιστημονική πληρότητα διαφορετικές πτυχές του καζαντζακικού μυθιστορήματος, αποδεικνύοντας ότι τα πραγματικά αξιόλογα λογοτεχνικά, όσο και αν έχουν μελετηθεί στο παρελθόν, είναι πάντοτε πρόσφορα σε νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις.
Πρώτη δημοσίευση εδώ