Εντούτοις, έχει παρατηρηθεί ότι πολλές φορές επιτείνουν τον εκφοβισμό μέσω της ενισχυτικής συμπεριφοράς τους. Πιο συγκεκριμένα, ορισμένοι παρατηρητές οι οποίοι αναφέρονται ως «συνεργοί» συντάσσονται με το μέρος των διενεργούντων εκφοβιστικές πράξεις είτε παρέχοντας ενεργή υποστήριξη είτε αποσκοπώντας στη γελοιοποίηση και ταπείνωση των υφιστάμενων κάποιας μορφής εκφοβιστική συμπεριφορά.

Οι παρατηρητές αυτοί χαρακτηρίζονται ως «ενισχυτές» επειδή θεωρείται ότι με τις εν λόγω συμπεριφορές τους λειτουργούν επιδοκιμαστικά και ενθαρρύνουν τη συνέχιση των εκφοβιστικών ενεργειών. Από την άλλη πλευρά, οι λεγόμενοι «υπερασπιστές» βοηθούν τους/τις εκφοβιζόμενους/ες είτε τασσόμενοι υπέρ αυτών είτε ακόμη αντιμετωπίζοντας ευθέως τους δράστες. Τέλος, ορισμένοι παρατηρητές, αποκαλούμενοι στη διεθνή βιβλιογραφία ως «παθητικοί/ουδέτεροι» αποφεύγουν οποιαδήποτε εμπλοκή σε ανάλογα περιστατικά και απομακρύνονται όταν ακουσίως καθίστανται μάρτυρες συμπεριφορών εκφοβισμού.

εξ αυτών εύχονταν πράγματι να μπορούσαν να κάνουν κάτι για να την αποτρέψουν αλλά ταυτόχρονα διαθέτουν και πλήρη επίγνωση των δικών τους αναγκών για ασφάλεια και αποδοχή από την ομάδα των συνομηλίκων. Επίσης, οι σχετικές έρευνες στο χώρο εργασίας έχουν επισημάνει αφενός τον «ρυθμιστικό» ρόλο των παρατηρητών στα επεισόδια εκφοβισμού και αφετέρου το γεγονός ότι οι αντιδράσεις των παρατηρητών φαίνεται να είναι -τηρουμένων των αναλογιών- παρόμοιες με αυτές που παρατηρούνται στις έρευνες για τον σχολικό εκφοβισμό.

Από ερευνητικά ευρήματα επιβεβαιώνεται το υψηλό ποσοστό παρουσίας παρατηρητών τόσο στο περιβάλλον του σχολείου όσο και της εργασίας. Ειδικότερα, πρόσφατες μελέτες για περαστικά βίας τα οποία έλαβαν χώρα εντός και εκτός σχολικού περιβάλλοντος διαπιστώθηκε ότι αν και οι παρατηρητές ήταν παρόντες στο 88% των επεισοδίων εκφοβισμού, ωστόσο εκδήλωσαν κάποιου είδους παρέμβαση μόλις στο 19% εξ αυτών. Κατ΄ αναλογία, υψηλή συμμετοχή παθητικών παρατηρητών παρατηρείται και σε περιπτώσεις που τα περιστατικά βίας και θυματοποίησης συντελούνται εντός του πλαισίου διαδικτυακών περιβαλλόντων, με το 76% περίπου των συμμετεχόντων να έχει δηλώσει ότι υπήρξε παρατηρητής σε σχετικά περιστατικά.

Ορισμένες φορές, οι παρατηρητές αξιολογούν ως δικαιολογημένη τη στάση τους καθώς παραμένοντας αμέτοχοι θεωρούν ότι προστατεύουν με τον τρόπο αυτό τον εαυτό τους προκειμένου να μην καταστούν το επόμενο θύμα. Έτσι, πιστεύουν ότι η συμπεριφορά τους αυτή μπορεί να εκληφθεί ως αποδεκτή σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο υπό το πρίσμα μιας διαδικασίας ηθικής τους απεμπλοκής με γνώμονα τη διασφάλιση της ατομικής τους ακεραιότητας.

Επιπλέον, το φύλο και η ηλικία φαίνεται να έχουν σημαντική επίδραση στο εάν και σε ποιο βαθμό οι παρατηρητές θα παρέχουν κάποια μορφή βοήθειας στους/στις εκφοβιζόμενους/ες, θα παρακινήσουν τους δράστες ή θα παραμείνουν ουδέτεροι. Τα αγόρια που φοιτούν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αποδεικνύονται αρκετά πιο αποδεσμευμένα στις όποιες αντιδράσεις τους σε σύγκριση με τα συνομήλικά τους κορίτσια. Ως προς την ηλικία, τα μικρότερα παιδιά είναι πιο πιθανόν να αντιδράσουν σε κάποιο περιστατικό εκφοβισμού συνομήλικού τους εν συγκρίσει προς μεγαλύτερα παιδιά που βρίσκονται σε προεφηβική ή εφηβική περίοδο.

Τα ανωτέρω υπογραμμίζουν την ανάγκη στήριξης των μαθητών/τριών όλων των ηλικιών ώστε να αναγνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν εκφοβιστικές συμπεριφορές αποτελεσματικά. Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι οι πλέον ενδεδειγμένες παρεμβάσεις κατά του εκφοβισμού περιλαμβάνουν τη συμμετοχή των παρατηρητών προς επίτευξη πιο αρμονικών σχέσεων μεταξύ συγκεκριμένων ομάδων. Η καλλιέργεια κλίματος υποστήριξης συνομηλίκων στα σχολεία παρέχει ένα πλαίσιο εντός του οποίου οι παρατηρητές μπορούν να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο ως προς την αντιμετώπιση εκφοβιστικών συμπεριφορών.

IMG 025e5480eba3f6203aa5d13d97413b87 V
O Αλέξανδρος-Σταμάτιος Αντωνίου είναι καθηγητής Ψυχολογίας ΕΚΠΑ, μέλος της επιστημονικής επιτροπής του ΥΠΑΙΘΑ για την αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας και του εκφοβισμού

Επιτυχημένα προγράμματα παρέμβασης έχουν δείξει ότι για να ενθαρρύνουν τη θετική συμπεριφορά των παρατηρητών, οι μαθητές/τριες θα πρέπει: (α) να ενημερώνονται πιο συστηματικά για θέματα εκφοβισμού, (β) να αποκτούν νέες δεξιότητες προκειμένου να αντιδρούν με κατάλληλους τρόπους σε περιστατικά εκφοβισμού και (γ) να ενθαρρύνονται ώστε να χρησιμοποιούν τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους σε πραγματικές καταστάσεις.

Συνεπώς, κατά τον τρόπο αυτό υιοθετείται μια κουλτούρα αλληλοπροστασίας μεταξύ των μαθητών/τριών ενισχυτική προς την άμεση ομάδα φίλων και αναπτύσσεται μια σχολική κοινότητα η οποία βασίζεται στις αρχές της ισότητας, της ενσυναίσθησης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και του αυθεντικού ενδιαφέροντος για τα συναισθήματα των άλλων.

Η αυξανόμενη ανάδειξη των συστημάτων και των επιμέρους διαδικασιών αλληλοϋποστήριξης από συνομηλίκους στα σχολεία συνιστά ουσιαστική ένδειξη ότι τα εν λόγω προγράμματα καλύπτουν υφιστάμενες ανάγκες και παρέχουν χρήσιμα εργαλεία μέσω των οποίων και οι εκάστοτε παρατηρητές θα είναι σε θέση να αναλάβουν εποικοδομητικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αποτελεσματικής διευθέτησης περιστατικών ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού.

Πρώτη δημοσίεση εδώ