Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

Άρθρο του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνου Παΐδα για την ευρωπαϊκή πολιτική της Τουρκίας

Το τελευταίο διάστημα κάθε σκεπτόμενος Έλληνας πολίτης, ο οποίος παρακολουθεί δια του Τύπου την πορεία των εθνικών μας θεμάτων και τη στάση της Ελληνικής Πολιτείας στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται διεθνώς, δεν μπορεί παρά να ανησυχεί και μάλιστα πολύ σοβαρά.

Και αυτό διότι οι εκτιμήσεις όσων θεωρούσαν ότι ο διμερής «διάλογος» με την Τουρκία (δηλ. ο διάλογος εκτός της «ομπρέλας» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον οποίο απαιτούσε και εντέλει μας επέβαλε η Τουρκία) θα ωφελήσει εντέλει τα εθνικά μας δίκαια φαίνεται εκ του αποτελέσματος ότι έχουν διαψευστεί παντελώς.

Ο «ελληνοτουρκικός διάλογος σε καλό κλίμα» και η περίφημη «Διακήρυξη των Αθηνών» εξωράισαν απλώς την εικόνα της ακραία αναθεωρητικής Τουρκίας διεθνώς και της προσέφεραν τη δυνατότητα να προωθήσει πολύ αποτελεσματικά στόχους ζωτικής για την ίδια σημασίας (όπως π.χ. η πρόσβασή της σε αμυντικό υλικό από τις ΗΠΑ, αλλά και από τη Μεγάλη Βρετανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες).

Ύστερα από το σοβαρότατο επεισόδιο στην Κάσσο τον Ιούλιο του 2024 -τότε δηλ. που τουρκικά πολεμικά πλοία με τον ανυπόστατο ισχυρισμό ότι δρουν σε περιοχή τουρκικής δικαιοδοσίας παρεμπόδισαν τις εργασίες του ιταλικού ερευνητικού πλοίου, το οποίο εκτελούσε έρευνα για λογαριασμό του Ελληνικού Κράτους, έως ότου με κάποιον τρόπο ικανοποιήθηκαν οι απαιτήσεις της Άγκυρας- μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινής γνώμης ανησύχησε σοβαρά για τον τρόπο, με τον οποίο «διευθετήθηκε» η «διαφωνία» μας αυτή με την Τουρκία.

  • Αρκετοί τότε υποστήριξαν ότι οι χειρισμοί εκ μέρους του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος ήταν απολύτως εσφαλμένοι και θα προκαλούσαν σοβαρότατες συνέπειες στην προάσπιση των εθνικών μας δικαίων.

Ωστόσο, οι αρμόδιοι διαβεβαίωναν την ελληνική κοινή γνώμη ότι οι ενέργειες του Υπουργείου Εξωτερικών της χώρας μας ήταν απολύτως ορθές και ότι ουδέν μεμπτόν μπορεί να εντοπιστεί στον τρόπο, με τον οποίο η Ελλάδα εκτόνωσε την ένταση.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εκ μέρους της Άγκυρας υπήρξε ενημέρωση της κοινής γνώμης της Τουρκίας (άρα και της Ελλάδος και της διεθνούς κοινότητας) για τον τρόπο με τον οποίο, κατά το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών πάντα, διευθετήθηκε το ζήτημα της Κάσσου, δηλ. για την (κατά την τουρκική πλευρά) υποχώρηση της Αθήνας στις παράνομες και παράλογες αξιώσεις της Άγκυρας.

Αντιθέτως, εκ μέρους της Αθήνας η πληροφόρηση της ελληνικής κοινής γνώμης ήταν υποδειγματικά «λακωνική» και «νεφελώδης».

Λίγους μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο του 2024 η Τουρκία δήλωσε ξανά την παρουσία της με ισχυρές ναυτικές δυνάμεις στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή της Κάσσου μετά την ολοκλήρωση της ναυτικής άσκησης «Mavi Balina», θέλοντας προφανώς να καταστήσει σαφές για μία ακόμα φορά στην Ελλάδα ότι είναι αποφασισμένη -εάν και εφόσον η Ελλάδα της αφήσει τα περιθώρια επί του πεδίου να δράσει εκ του ασφαλούς- να επιβάλει δια της στρατιωτικής ισχύος το παράνομο καινοφανές δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας».

  • Θα πρέπει επίσης να θυμηθούμε ότι τον Απρίλιο του 2024 η Ελλάδα είχε εξαγγείλει στη «Διεθνή Διάσκεψη για τους Ωκεανούς» τη δημιουργία θαλασσίων πάρκων στο Ιόνιο και στο Αιγαίο Πέλαγος.

Η εξαγγελία αυτή έκτοτε δεν υλοποιήθηκε εξαιτίας προφανώς των εντονότατων αντιδράσεων-προειδοποιήσεων της Τουρκίας ότι «στο Αιγαίο δεν μπορεί να γίνει τίποτα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της, δηλ. χωρίς την άδειά της».

Προ ολίγων εβδομάδων οι Έλληνες πολίτες δια του Τύπου πληροφορήθηκαν ότι η Τουρκία θα αποκτήσει τα ευρωπαϊκής συμπαραγωγής μαχητικά αεροσκάφη Eurofighter μαζί με τους πυραύλους Meteor, οι οποίοι έως τώρα προσέφεραν ένα σοβαρό ποιοτικό πλεονέκτημα στα μαχητικά αεροσκάφη Rafale της Πολεμικής Αεροπορίας μας.

Ως προς την εξέλιξη αυτή θα πρέπει να μην λησμονούμε ότι το βασικό επιχείρημα που (πάντα δια του Τύπου) ακούστηκε εκ μέρους των Βρετανών και των Γάλλων στις διαμαρτυρίες της Ελλάδος ήταν ότι οι σχέσεις Ελλάδος-Τουρκίας από τη «Διακήρυξη των Αθηνών» και εξής είναι καλές και ότι οι δύο χώρες συζητούν μεταξύ τους σε καλό κλίμα.

Επίσης, προ ολίγων ημερών οι Έλληνες πολίτες πληροφορήθηκαν από τα εγχώρια και ξένα ΜΜΕ ότι η Τουρκία έθεσε ευθέως, και μάλιστα στο ανώτατο επίπεδο, θέμα επιστροφής της στην πλατφόρμα των αμερικανικών F-35.

Ουδείς, βεβαίως, μπορεί να προβλέψει πώς θα εξελιχθεί η υπόθεση αυτή, αφού τόσο το ακάματο ελληνοαμερικανικό όσο και το ισραηλινό λόμπι σίγουρα αντιδρούν σθεναρά, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτό το «καλό κλίμα» του ελληνοτουρκικού «διαλόγου» και τα «ήρεμα νερά» του Αιγαίου θα παίξουν τον ρόλο τους…

  • Το πλέον ανησυχητικό, όμως, για την προστασία των εθνικών μας συμφερόντων είναι ότι εξίσου αιφνιδιαστικά ανέκυψε ζήτημα συμμετοχής της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα έναντι της δυνητικής ρωσικής απειλής.

Και αυτό συνέβη μολονότι η Τουρκία όχι απλώς δεν αποτελεί κράτος-μέλος της Ε.Ε., αλλά κατέχει παράνομα το 37% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1974 και διατηρεί από το 1995 ενεργό το casus belli εναντίον της Ελλάδος, προκειμένου η χώρα μας να μην ασκήσει κυριαρχικά της δικαιώματα απορρέοντα από το Διεθνές Δίκαιο και από το Δίκαιο της Θάλασσας.

Λαμβανομένων υπ’ όψιν όλων αυτών, γεννώνται ορισμένα σοβαρά ερωτήματα στην ελληνική κοινή γνώμη:

  • Ποια ακριβώς είναι η θέση της Ελλάδος στα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα για την καθ’ οιονδήποτε τρόπο συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα; Ακολούθως, πώς προτίθεται η Ελλάδα να υποστηρίξει τη θέση της αυτή; Θα αξιοποιήσει κάθε δυνατό μέσο και θα εμμείνει στη θέση που θεωρεί ότι εξυπηρετεί καλύτερα τα εθνικά της συμφέροντα; Ως προς τούτο, η σημερινή απόφαση της Ε.Ε. να εξαιρεθούν από το ταμείο των 150 δισ. για την ευρωπαϊκή άμυνα η Τουρκία, οι ΗΠΑ και η Βρετανία- προφανώς χάρη στη σθεναρότατη αντίδραση της Γαλλίας- φαίνεται ότι μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό προηγούμενο υπέρ της άποψης που είναι ζωτικής σημασίας για τα εθνικά μας συμφέροντα. Επίσης, η σπουδή και ο κυνισμός της Τουρκίας να δηλώσει εκ προοιμίου ότι θα ζητήσει ανάλογης σοβαρότητας «ανταλλάγματα» από την Ε.Ε., προκειμένου να συνδράμει στην ευρωπαϊκή άμυνα, είναι ένα στοιχείο που θα πρέπει να προσεχθεί δεόντως από την Ελλάδα.
  • Ποια είναι η θέση της Ελλάδος στην επιχειρούμενη «πιεστική και δια της πλαγίας» ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., μολονότι η Τουρκία καταφανέστατα δεν πληροί τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις (π.χ. δεν αναγνωρίζει ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε., το κράτος δικαίου στο εσωτερικό της παρουσιάζει σοβαρότατα προβλήματα, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων και από τη σημερινή σύλληψη του Ε. Ιμάμογλου, δημάρχου της Κωνσταντινούπολης και προσωπικού πολιτικού αντιπάλου του Ρ.Τ. Ερντογάν, κ.λπ.);
  • Για ποιον λόγο από ελληνικά χείλη σε δημόσια βήματα προωθείται στην ελληνική κοινή γνώμη η θέση ότι η Τουρκία έχει «δικαιώματα» στο Αιγαίο, τα οποία δικαιώματα όμως δεν απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο, από το Δίκαιο της Θάλασσας και από τις Διεθνείς Συνθήκες;
  • Για ποιον λόγο από ελληνικά χείλη σε δημόσια βήματα καλλιεργείται στην ελληνική κοινή γνώμη η αίσθηση ότι αδυνατούμε να αντιπαρατεθούμε επί του πεδίου με την Τουρκία για την προάσπιση της εθνικής μας κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων; Δεν αντιλαμβάνονται ορισμένοι ότι με τον τρόπο αυτόν και η διαπραγματευτική μας ισχύ σε οιοδήποτε «τραπέζι διαπραγμάτευσης» αποδυναμώνεται και το ηθικό του Ελληνικού Λαού και των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεών μας υπονομεύεται;
  • Για ποιον λόγο από ελληνικά χείλη σε δημόσια βήματα επιχειρείται η εδραίωση στη συνείδηση του Ελληνικού Λαού της αντίληψης ότι μετά το επεισόδιο της Κάσσου έχουν δημιουργηθεί ανεπιστρεπτί νέα «τετελεσμένα» εις βάρος μας στο Αιγαίο;
  • Για ποιον λόγο από ελληνικά χείλη σε δημόσια βήματα ενσπείρεται η άποψη ότι, εάν η Ελλάδα εναντιωθεί στη συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα, θα απομονωθεί από τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. και αυτό θα είναι κακό για την ίδια; Η Ουγγαρία π.χ. φοβήθηκε ποτέ να βρεθεί αντιμέτωπη με όλα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε., όσες φορές θεώρησε ότι τα συμφέροντά της τής επέβαλλαν να διαφοροποιηθεί;

Στα ερωτήματα αυτά θα μπορούσαν να προστεθούν αρκετά ακόμα και εξίσου καίρια. Βεβαίως, εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος: «προς τι τα ερωτήματα, όταν ουδείς αρμόδιος προτίθεται να απαντήσει σε αυτά πειστικά;»

Τα ερωτήματα πρέπει να τίθενται, γιατί οι απαντήσεις ενίοτε αναδύονται στην σκέψη όσων τα ακούν, ακόμα και αν εκείνοι που οφείλουν να δώσουν τις συγκεκριμένες απαντήσεις σιωπούν. Κυρίως, όμως, κάποια ερωτήματα επιβάλλεται να τίθενται, διότι σε αυτά θα απαντήσει εντέλει με τρόπο αμείλικτο η ίδια η Ιστορία…

Πρώτη δημοσίευση εδώ

ΕΚΠΑ © 2025. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος

Μετάβαση στο περιεχόμενο
EN