1Μαρία Καζά, 2Ελπίδα Βλαχοπαπαδοπούλου, 3Χ.Τσεντίδης, 1Ικμπουλέ Σάκου, 1Σ.Καρανάσιος, 4Γ.Μαστοράκος, 1Κυριακή Καραβανάκη.
1Μονάδα Διαβήτη και Μεταβολισμού, B’ Παιδιατρική Κλινική, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Π&Α Κυριακού», Αθήνα.
2 Ενδοκρινολογικό Τμήμα, Νοσοκομείο Παίδων «Π&Α Κυριακού», Αθήνα.
3 Ενδοκρινολογικό Τμήμα Μεταβολισμού & Σακχαρώδη Διαβήτη, Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας – Πειραιάς «Άγιος Παντελεήμων», Αθήνα.
4Μονάδα Ενδοκρινολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νοσοκομείο «Αρεταίειο», Αθήνα.
Η σωματική άσκηση αδιαμφισβήτητα αποφέρει πολλά οφέλη στους ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 1 (ΣΔ1). Σε αυτά περιλαμβάνονται η καλή γλυκαιμική ρύθμιση, η μείωση των ημερησίων αναγκών σε ινσουλίνη, η ελάττωση των σχετιζόμενων με ΣΔ1 συννοσηροτήτων και επιπλοκών, η μείωση της θνητότητας και η βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Οι λιποκυτταροκίνες αποτελούν μια υπεροικογένεια ορμονών που εκκρίνονται από τον λιπώδη ιστό και κατέχουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεια της παχυσαρκίας. Η λεπτίνη διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην μακροπρόθεσμη ρύθμιση του σωματικού βάρους και υπό διερεύνηση παραμένει εάν θα μπορούσε να αποτελέσει στο μέλλον προγνωστικό δείκτη καρδιαγγειακού κινδύνου. Αυξημένα επίπεδα λεπτίνης έχουν βρεθεί σε παχύσαρκους ασθενείς και σχετίζονται με τη χρόνια φλεγμονώδη απάντηση, η οποία ευθύνεται για την δημιουργία καρδιαγγειακών παθήσεων, Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2 (ΣΔ2), εκφυλιστικών και αυτοάνοσων παθήσεων. Από μελέτες μάλιστα έχει προκύψει πως η λεπτίνη επιταχύνει την εμφάνιση και εξέλιξη του ΣΔ1 σε μη παχύσαρκα διαβητικά ποντίκια μέσω διέγερσης αυτοάνοσου μηχανισμού καταστροφής των β-παγκρεατικών κυττάρων. Η αδιπονεκτίνη είναι επίσης μια λιποκυτταροκίνη που έχει αντι-αθηρογόνες, αντιδιαβητικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες και βρίσκεται σε μειωμένα επίπεδα σε παχύσαρκα άτομα.
Στόχος της μελέτης μας στη Μονάδα Διαβήτη και Μεταβολισμού της B’ Παιδιατρικής Κλινικής, του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Νοσοκομείο Παίδων «Π&Α Κυριακού», ήταν να προσδιοριστεί η επίδραση της φυσικής δραστηριότητας παιδιών και εφήβων με ΣΔ1 στα επίπεδα λεπτίνης και αντιπονεκτίνης, στην HDL-C και Lp(a).
Ο πληθυσμός της συγχρονικής μας μελέτης περιλαμβάνει 80 παιδιά με ΣΔ1, (36 αγόρια (45%) και 44 (55%) κορίτσια, με μέση±SD ηλικία 14.8±3.4 έτη). Η διάρκεια της νόσου ήταν 5.8±4 έτη και η μέση ετήσια HbA1c%: 8.0±1.41. Σε όλους τους συμμετέχοντες στη μελέτη έγινε καταγραφή του ύψους (ΥΣ), του βάρους (ΒΣ), της περιμέτρου μέσης (ΠΜ) και υπολογίστηκε επίσης ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) και ο λόγος ΠΜ/ΥΣ. Αξιολογήθηκε ο βαθμός της φυσικής δραστηριότητας με σταθμισμένα στον ελληνικό πληθυσμό ερωτηματολόγια και βηματομετρητές. Τέλος, προσδιορίστηκαν μετά από ολονύκτια νηστεία τα επίπεδα λεπτίνης, αντιπονεκτίνης, HDL-C και Lp(a)
Από τον συνολικό αριθμό των συμμετεχόντων στη μελέτη, είκοσι (25%) παιδιά με ΣΔ1 παρουσίασαν αυξημένα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας [≥75% εκατοστιαία θέση (ΕΘ) και ορίστηκαν ως ομάδα σωματικά δραστήρια (ΔΣ)], 40 παιδιά (50%) παρουσίασαν ενδιάμεσα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας (25-75% ΕΘ), ενώ 20 παιδιά (25%) παρουσίασαν μειωμένα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας (≤25% ΕΘ). Στην ομάδα ΔΣ, η παρουσία της άσκησης συσχετίστηκε θετικά με τα επίπεδα HDL-C (beta=0.014, p=0.048) και αρνητικά με τα επίπεδα Lp(a) (beta=-0.004, p=0.035). Οι κύριοι ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες των επιπέδων της λεπτίνης ήταν το φύλο, η ηλικία, το ΒΣ και o ΔΜΣ, ενώ κύριοι ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες της αντιπονεκτίνης ήταν η ηλικία και ο λόγος ΠΜ/ΥΣ.
Σε μοντέλα πολλαπλής λογιστικής παλινδρόμησης η λεπτίνη συσχετίστηκε αρνητικά με τη φυσική δραστηριότητα (beta=-0.43, p=0.015) και θετικά με την αντιπονεκτίνη (beta=0,46, p=0.038). Η αντιπονεκτίνη παρότι δεν συσχετίστηκε με τη φυσική δραστηριότητα (beta=-0.023, p=0.818), παρουσίασε αρνητική συσχέτιση με τη μυϊκή μάζα (beta=-0.0136, p=0.020).
Άξιο αναφοράς αποτελεί το γεγονός ότι στη μελέτη αυτή τα παιδιά με θήλυ φύλο, καθώς και εκείνα με μεγαλύτερη ηλικία παρουσίασαν αυξημένα επίπεδα λεπτίνης συγκριτικά με τα υπόλοιπα. Τα ανωτέρω ευρήματα θα μπορούσαν να αποδοθούν αφενός στα κυκλοφορούντα οιστρογόνα και τον αυξημένο ΔΜΣ των θηλέων συμμετεχόντων και αφετέρου στο αυξημένο ΒΣ των μεγαλύτερων σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά με ΣΔ1. Επιπλέον η αδιπονεκτίνη στην οποία αποδίδονται αντι-αθηρογόνες και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, παρότι δεν συσχετίστηκε άμεσα με την σωματική δραστηριότητα των παιδιών, παρουσίασε αντιστρόφως ανάλογη σχέση με την λεπτίνη (η οποία συσχετίστηκε θετικά με την άσκηση).
Τα αποτελέσματα της εν λόγω μελέτης αναδεικνύουν την αδιαμφισβήτητη θετική επίδραση της σωματικής δραστηριότητας στην υγεία των παιδιών και εφήβων με ΣΔ1, βελτιώνοντας αισθητά τα επίπεδα των λιπιδίων τους, με την αύξηση της HDL-C, που έχει προστατευτική δράση στο ενδοθήλιο, και τη μείωση της Lp(α), που είναι δείκτης καρδιαγγειακού κινδύνου. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι η σωματική δραστηριότητα στον ειδικό αυτό πληθυσμό μελέτης μειώνει τα επίπεδα λεπτίνης, η οποία έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί δείκτη παχυσαρκίας και αντίστασης στην ινσουλίνη. Συνδυαστικά, τα προαναφερθέντα ευρήματα θα μπορούσαν να παρέχουν το έναυσμα στην επιστημονική κοινότητα για την πραγματοποίηση περαιτέρω ευρύτερων μελετών παρακολούθησης, ώστε να επιβεβαιωθεί ότι η άσκηση στα παιδιά με ΣΔ1, εκτός των υπόλοιπων ευεργετικών της επιδράσεων, μειώνει συλλογικά τον καρδιαγγειακό τους κίνδυνο.