Επιμέλεια: Δρ. Δημήτριος Καζάνης (ΕΔΙΠ, Τμήμα Βιολογίας ΕΚΠΑ) και Δρ. Αναστασία Χριστοπούλου (Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια ΕΚΠΑ)
Σύνοψη του άρθρου με τίτλο Scientists rush to save 1,000-year-old trees on the brink of death [The Washington Post, 14/7/22]
———————-
Μπορούν τα δέντρα να μιλήσουν; Μπορούν ορισμένα από αυτά, με συνεχή παρουσία αιώνων σε απότομες πλαγιές, στα βραχώδη πρανή φαραγγιών, στα αφιλόξενα δασοόρια ή χαμένα μέσα σε δάση, ανάμεσα σε νεώτερα άτομα, να φανερώσουν τα μυστικά τους; Όλα αυτά που βίωσαν και ξεπέρασαν με επιτυχία στα διάρκεια του μακρύ βίου τους, η γραμμή του οποίου συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας αλλά και στο μέλλον. Ή μήπως δεν είναι έτσι; Μήπως για κάποια από αυτά τα υπεραιωνόβια δέντρα το τέλος είναι κοντά;
Η ανθεκτικότητα και η λειτουργικότητα των δασικών οικοσυστημάτων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ενδογενή ικανότητα επανάκαμψης, η οποία ορίζεται ως η ικανότητα των οικοσυστημάτων και των ειδών να αντέχουν και να ανακάμπτουν ύστερα από μία ή περισσότερες διαταραχές. Σύμφωνα με πρόσφατη εργασία στο περιοδικό Nature με τίτλο: “Emerging signals of declining forest resilience under climate change” η απότομα παρατηρούμενη αύξηση στη θνησιμότητα των δένδρων σε παγκόσμιο επίπεδο εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ικανότητα επανάκαμψης των δασικών οικοσυστημάτων, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα των ολοένα και δυσκολότερων συνθηκών που δημιουργούνται εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Αυξημένα περιστατικά θνησιμότητας παρατηρούνται τα τελευταία 20 χρόνια (περίοδος 2000-2020), με τα τροπικά δάση να παρουσιάζουν μια σημαντική μείωση της ικανότητας επανάκαμψης, γεγονός που φαίνεται να σχετίζεται με τη μειωμένη διαθεσιμότητα νερού και τις απότομες κλιματικές μεταβολές. Από την άλλη πλευρά, τα βόρεια δάση κωνοφόρων φαίνεται να παρουσιάζουν ένα διαφορετικό πρότυπο, με μία μέση αυξητική τάση στην ικανότητα επανάκαμψης, πιθανώς επωφελούμενα από την αύξηση της θερμοκρασίας και της ατμοσφαιρικής συγκέντρωσης του CO2. Συνολικά ωστόσο διαπιστώνεται ότι η κλιματική αλλαγή έχει ωθήσει το ένα τέταρτο των καλύτερα προστατευόμενων δασών της γης σε ένα κρίσιμο στάδιο ως προς την ενδογενή ικανότητα επανάκαμψης, πέραν του οποίου ακόμα και ένα ήσσονος σημασίας περιστατικό ξηρασίας μπορεί να οδηγήσει σε εκτεταμένα και μαζικά περιστατικά θνησιμότητας και καταστροφική πτώση των δασικών πληθυσμών.
Εμβληματικά δένδρα όπως τα υπεραιωνόβια πεύκα του είδους Pinus longaeva στο Εθνικό Πάρκο της Κοιλάδας του Θανάτου στις Δυτικές ΗΠΑ που κατάφεραν να επιβιώσουν για χιλιάδες χρόνια και ύστερα από αμέτρητες φυσικές καταστροφές απειλούνται πλέον άμεσα εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Ήδη το 2018 η Constance Millar, ομότιμη ερευνήτρια οικολογίας της Δασικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ που μελετά τα συγκεκριμένα πεύκα για περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς σε επίσκεψή της στο μονοπάτι του Telescope Peak —το υψηλότερο σημείο στο Εθνικό Πάρκο— ανακάλυψε εκατοντάδες νεκρά ή ετοιμοθάνατα πεύκα. Τα μαζικά αυτά περιστατικά θνησιμότητας συνδέονται με τη χειρότερη ξηρασία των τελευταίων 1200 ετών στις Δυτικές ΗΠΑ και την επακόλουθη προσβολή των δένδρων από ξυλοφάγα κολεόπτερα, τα οποία μέχρι πρόσφατα δεν αποτελούσαν απειλή για το είδος. Φαίνεται όμως ότι η σταδιακή εξασθένιση των δένδρων τα κάνει πλέον ιδιαίτερα τρωτά στη συνδυαστική δράση της ξηρασίας και των επιθέσεων από έντομα.
Και δυστυχώς δεν πρόκειται μόνο για τα πεύκα στην Κοιλάδα του Θανάτου. Άλλα εμβληματικά και υπεραιωνόβια δένδρα φαίνεται να βρίσκονται επίσης σε κίνδυνο, όπως οι γιγάντιες σεκόγιες (Sequoiadendron giganteum) στην Καλιφόρνια. Δένδρα που κατάφεραν να επιβιώσουν φυσικές καταστροφές βιβλικών διαστάσεων και που είναι εξαιρετικά χρήσιμα για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, προσφέροντας καταφύγιο σε πλήθος ειδών χλωρίδας και πανίδας, αλλά και που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και από επιστημονική άποψη, καθώς μέσω της μελέτης των ετήσιων δακτυλίων αύξησής τους και της δενδροχρονολόγησης μπορούμε να αντλήσουμε σημαντικές πληροφορίες για τις κλιματικές συνθήκες του παρελθόντος, κινδυνεύουν άμεσα.
Εκτεθειμένα στον κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής είναι φυσικά και τα δάση της Ευρώπης, με τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα να θεωρούνται ιδιαίτερα τρωτά στην κλιματική αλλαγή (Lindner et al. 2014). Τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα αναμένεται να ανταποκριθούν με διάφορους τρόπους στην κλιματική αλλαγή, με ορισμένα είδη δένδρων, κυρίως στα μεγαλύτερα υψόμετρα, πιθανώς να ευνοηθούν από τις υψηλότερες θερμοκρασίες και τη μεγαλύτερη διάρκεια της αυξητικής περιόδου. Στα χαμηλότερα ωστόσο υψόμετρα, όπου η διαθεσιμότητα νερού αποτελεί τον κύριο περιοριστικό παράγοντα αύξησης, οι μειωμένες βροχοπτώσεις και τα μεγαλύτερης έντασης και διάρκειας περιστατικά ξηρασίας αναμένεται να επιφέρουν μείωση στο ρυθμό αύξησης, αυξημένα περιστατικά θνησιμότητας, αλλά και αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης δασικών πυρκαγιών, παράγοντα που αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κινδύνους για τα δασικά οικοσυστήματα χωρών όπως η Ελλάδα. Εκτεταμένες νεκρώσεις και ξηράνσεις δένδρων παρατηρούνται ήδη στα ελληνικά δάση και αφορούν διάφορα είδη, όπως τα Μεσογειακά πεύκα (Pinus halepensis & P. brutia) αλλά και την ενδημική Κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica), φαινόμενο που αποδίδεται στη συνδυαστική επίδραση παρατεταμένων ξηρασιών, προσβολών από έντομα, παθογόνα και ημιπαράσιτα, όπως το Visum album (ιξός ή γκι).
Παρότι τα νεαρά και μικρότερης διαμέτρου δένδρα φαίνεται να είναι πιο ευαίσθητα στις υψηλές θερμοκρασίες και τις παρατεταμένες ξηρασίες, το παράδειγμα των μαζικών νεκρώσεων πεύκων στην Κοιλάδα του Θανάτου κρούει τον κώδωνα και για τα μεγάλα και εμβληματικά δένδρα που βρίσκονται στα μεγάλα υψόμετρα των ορεινών όγκων της χώρας, όπως το Ρόμπολο (Pinus heldreichii) στον Όλυμπο και στα βουνά της Πίνδου ή τα κυπαρίσσια (Cupressus sempervirens) στα Λευκά όρη της Κρήτης. Άλλωστε στο Σμόλικα έχει καταγραφεί το γηραιότερο εν ζωή δένδρο της Ευρώπης, ο Άδωνης, ένα ρόμπολο ηλικίας μεγαλύτερης των 1075 ετών. Η προστασία αυτών των ζωντανών μνημείων, αλλά και η προσαρμογή της διαχείρισης των δασών της χώρας έναντι των νέων κινδύνων που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή θα πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα, έτσι ώστε να μπορέσουν και οι επόμενες γενιές να γνωρίσουν τους παράξενους και όμορφους αυτούς γίγαντες.
Βιβλιογραφία
https://www.nature.com/articles/s41586-022-04959-9
https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S030147971400379X
https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S0048969721065414