Η Βίλλα Κήρυλος [1] στην Κυανή Ακτή είναι ένα εξαιρετικό κτίριο. Ανήκει στο γαλλικό Κέντρο των Εθνικών Μνημείων [2], το οποίο υπάγεται στο γαλλικό Υπουργείο Πολιτισμού και Επικοινωνίας. Η αρχιτεκτονική της αλλά και η επίπλωσή της εμπνεύστηκε από όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν εν γένει το ύφος και την αισθητική των Αρχαίων Ελλήνων. Χτίστηκε από τον Théodore Reinach (1860-1928), νομικός, πολιτικός, επιγραφολόγος, αρχαιολόγος και ιδιοκτήτης σημαντικής προσωπικής περιουσίας. Η βίλλα συγκεντρώνει και αντανακλά (έπρεπε να πραγματοποιήσει) όλον τον θαυμασμό και τον ενθουσιασμό του εν λόγω Γάλλου λογίου για την Αρχαία Ελλάδα [3]. Δόθηκε με την αποβίωση του Ρενάκ στο Institut de France [4]. Ως ίδρυμα δημοσίου δικαίου έχει την αποστολή να γνωστοποιεί τον ελληνικό πολιτισμό, αρχαίο και σύγχρονο, στο γαλλικό ευρύ κοινό.
Η Βασιλική Μαυροειδάκου-Καστελλάνα η οποία είναι επιφορτισμένη με πολιτιστικές και επιμορφωτικές δράσεις και την επικοινωνία στη Βίλλα Κήρυλος διοργάνωσε μαζί με ακαδημαϊκή επιτροπή ένα διήμερο συνέδριο για τις «Αναπαραστάσεις, μνήμες και κληρονομιές της καταστροφής της Μικράς Ασίας» [5]. Οι ακόλουθοι ακαδημαϊκοί ήταν μέλη της επιστημονικής επιτροπής : ο Christophe Corbier του CNRS [6], ο Loïc Marcou της EHESS-CETOBaC [7], η Μαρία-Ελισάβετ Μητσού της EHESS [8], και ο Νίκος Σιγάλας της EHESS-CETOBaC [9]. Πέντε άλλοι ομιλητές προσκλήθηκαν για τη μαύρη επέτειο από την ελληνική ήττα στη Μικρά Ασία.
Ο Επίκουρος Καθηγητής Hervé Georgelin είχε την τιμή να αντιπροσωπεύσει το Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του ΕΚΠΑ ως κεντρικός ομιλητής με μια παρουσίαση για την πολύ συχνά άγνωστη ποικιλομορφία του πληθυσμού του μεγάλου λιμανιού του Ανατολικού Αιγαίου εστιάζοντας στην αυστηρότητα των ανταγωνιστικών κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών ιεραρχιών στην ύστερη περίοδο της οθωμανικής ιστορίας. Το ιδιαίτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει, κατά την περίοδο αυτή, τα μεγάλα αστικά κέντρα ήταν ο έντονος και θεαματικός κοσμοπολιτισμός, ο οποίος, όμως, εμπνέει μια επιπόλαια και –μάλλον- δηλητηριώδη νοσταλγία.
Ο Timour Muhidine, ειδικός της τούρκικης λογοτεχνίας [10], παρουσίασε το συλλογικό βιβλίο Από τη Σμύρνη ως την Προύσα το οποίο το νέο τουρκικό εθνικό καθεστώς δημοσίευσε μετά από την καταστροφή για σκοπούς φανερής προπαγάνδας, όπως, άλλωστε, το έκανε κάθε παίκτης της τότε διεθνούς ζωής. Οι διάφοροι συγγραφείς του συμμετείχαν σε ένα συλλογικό και καλά οργανωμένο ταξίδι για να γράψουν ο καθένας το κείμενό του. Το αποτέλεσμα είναι ένα ετερόκλιτο έργο που τονίζει τις καταστροφές των εχθρών (πρόκειται για τον ελληνικό στρατό από αυτή την άποψη) και την σκληρή κατάσταση στην οποία βρίσκεται το νέο-ιδρυθέν κράτος. Το ζήτημα είναι ότι τέτοιο βιβλίο αναδημοσιεύεται ως τις μέρες μας, σε σημερινή εκλατινισμένη γραφή, στη διπλανή χώρα με τον τίτλο «Κατηγορώ»: μαρτυρίες Τούρκων συγγραφέων για τη χρονιά του 1922 ( «J’accuse» : les écrivains turcs témoignent sur l’année 1922). Κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρονιάς του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, η νέα εξουσία της Άγκυρας κινητοποιεί τις δυνάμεις της στα μέσα ενημέρωσης και επιζητά να επηρεάσει τη τουρκική αλλά και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Πολυάριθμες εκδόσεις, ομιλίες, ρεπορτάζ κατά παραγγελία (όπως το προαναφερθέν συλλογικό έργο Από τη Σμύρνη ως την Προύσα (D’Izmir à Bursa) που δημοσιεύτηκε το 1922 από τους Halide Edip, F.R. Atay, Yakup Kadri Karaosmanoğlu et M. Asım Us) καταδεικνύουν ότι η προπαγάνδα γίνεται ένα μείζονος σημασίας ζήτημα της περιόδου αυτής. Διεκδικώντας σθεναρά το λόγο και εμμένοντας στο να εισακουστεί, δίνοντας τη δική της εκδοχή της Ιστορίας, όλα αυτά βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων της τουρκικής επανάστασης : όσον αφορά την εξωτερική της δράση, είναι η γαλλική γλώσσα αυτή που θα κληθεί και θα την προωθήσει από χώρες όπως η Ελβετία και η Γαλλία.
Ο Michel Bruneau [11] μίλησε για το βιβλίο που πρόσφατα εξέδωσε στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών παρουσιάζοντας τις παράλληλες πορείες ζωής δυο πρώην κατοίκων στα πέριξ της Σμύρνης, ενός Ρωμιού που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ενός Γάλλου του Μπουρνόβα που έφυγε στη Γαλλία [12]. Ο γεωγράφος συνάντησε τυχαία τη διαδρομή του Γάλλου Jean-Baptiste Muret με αφετηρία κάποια γράμματα που βρέθηκαν σε ελληνικά βιβλία τα οποία ήθελε να πετάξει ένας παλαιοβιβλιοπώλης στο Μπορντώ όπου και ο ίδιος ζει. Στην έρευνά του ο Μπρυνώ σταδιακά βρήκε τους απογόνους του Λεβαντίνου και έτσι κατάφερε να επεξεργαστεί τη δημοσίευση των υπομνημάτων του. Στο Μπουρνόβα, οι δύο άνδρες ανήκαν σε δύο διαφορετικά θρησκεύματα αλλά πήγαιναν στο ίδιο σχολείο και έπαιζαν με όλα τα παιδιά της συνοικίας τους. Το βιβλίο δείχνει περίτρανα ότι υπήρχε απλή, καθημερινή οικειότητα μεταξύ των διάφορων ανθρώπων, παρ’ όλες τις εκ των υστέρων ιδεολογικές τους διαφορές.
Η ανακοίνωση του Christophe Corbier έφερε τον τίτλο: Ελληνισμός ή ιμπεριαλισμός; Ο Ανατόλ Φρανς και ο Πωλ Λουί απέναντι στον ελληνοτουρκικό πόλεμο (1919-1922) και επικεντρώθηκε στα άρθρα δύο αριστερών πολιτικών δημοσιογράφων.
Την εποχή της Διάσκεψης της ειρήνης ο Ανατόλ Φρανς δημοσίευσε ένα σύντομο άρθρο στις 3 Φεβρουαρίου 1919 στην εφημερίδα L’Humanité, με τίτλο: «Η Ελλάδα και η ειρήνη» («La Grèce et la Paix»). Ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας, υπερασπιστής των Αρμενίων και των Φινλανδών, υποστηρίζει τις διεκδικήσεις που εξέθεσε στο Παρίσι ο Βενιζέλος. Στο όνομα της υπεράσπισης των μειονοτήτων, ο Ανατόλ Φρανς πιστεύει ότι είναι απαραίτητη η επέμβαση στη Σμύρνη. Εντάχθηκε έτσι στο στρατόπεδο των Γάλλων Ελληνιστών που είναι οι υπερασπιστές του ονομαζόμενου «Ελληνισμού» (Homolle, Fougères, Joseph Reinach, Sartiaux). Όμως η ελπίδα του για μια ειρηνική και δίκαιη διευθέτηση του ζητήματος διαψεύστηκε γρήγορα και η υποστήριξη που παρείχε στον Βενιζέλο η εφημερίδα L’Humanité αντικαταστάθηκε με καταγγελία του ελληνικού, γαλλικού και βρετανικού ιμπεριαλισμού. Η εξέλιξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (η βίαιη καταστολή των κοινωνικών κινημάτων, η εμφάνιση, το 1920-1922, ομάδων εμπνευσμένων από τον ιταλικό φασισμό) παρουσιάζεται στην εφημερίδα από τον Δημήτρη Πουρνάρα ενώ ο Πωλ Λουί (1872-1955), συντάκτης της ίδιας εφημερίδας και μέλος του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος PCF, καταγγέλει το δυτικό ιμπεριαλισμό και την ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης στη Μικρασιατική καταστροφή. Ενώ η καταστροφή της Σμύρνης καταλαμβάνει τον Σεπτέμβριο του 1922 περιορισμένο χώρο στην εφημερίδα L’Humanité, ο Πωλ Λουί ενημερώνει τον αναγνώστη της ίδιας εφημερίδας για τον κίνδυνο παγκοσμίου πολέμου που συνδέεται με την ελληνοτουρκική σύρραξη εξαιτίας της κινητοποίησης των μουσουλμανικών πληθυσμών στην Αγγλική Αυτοκρατορία και της έμμεσης αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Αγγλία και την Κεμαλική Τουρκία. Ο Πωλ Λουί, τελικά, προφανώς λαμβάνει υπόψη την υποστήριξη της Σοβιετικής Ρωσίας στην Κεμαλική Τουρκία. Όσο για τον Ανατόλ Φρανς, σιώπησε για την κατάρρευση της Ελλάδας το 1922 ενώ συνέχισε να επιτίθεται στον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό στο όνομα του πασιφισμού και της Διεθνούς των Λαών.
Η παρουσίαση του Loïc Marcou απάντησε στην προηγούμενη εισήγηση αναλύοντας την περίπτωση του René Puaux ενθουσιώδη υποστηρικτή της Νέας Ελλάδας. Ο δημοσιογράφος René Puaux (1878-1937) υπήρξε «μεσολαβητής» στη Γαλλία για την καταστροφή της Σμύρνης, ανταποκριτής της παρισινής εφημερίδας Le Temps και της εβδομαδιαίας L’Illustration κατά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), ειδικός στο ζήτημα της Ανατολής και μεγάλος φιλέλληνας. Ο Γάλλος δημοσιογράφος R. Puaux, όπως αποκαλύπτουν τα προσωπικά του αρχεία στα οποία ο Loïc Marcou είχε πρόσβαση, ήταν επίσης γνώστης της κοσμοπολίτικης Σμύρνης. Αν και δεν είδε προσωπικά την καταστροφή της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922, ο R. Puaux επισκέφτηκε «το Μαργαριτάρι του Λεβάντε» τουλάχιστον μία φορά: ήταν τον Φεβρουάριο του 1919, μόλις λίγους μήνες πριν από την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων που έστειλε ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος (15 Μαΐου 1919). Επιπλέον, μόλις καταγράφηκε η καταστροφή της Σμύρνης, ο R. Puaux έγραψε δύο μεγάλα άρθρα -«Ο θάνατος της Σμύρνης» (1922) και «Οι τελευταίες μέρες της Σμύρνης» (1923)- στα οποία ανασκεύασε την τελευταία πράξη της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης του 1919-1922. Σε αυτό προστίθεται ένα μικρότερο άρθρο με τίτλο: «Το δράμα της Σμύρνης» που δημοσίευσε στη La Revue politique et littéraire (Blue Review) στις 7 Οκτωβρίου 1922, καθώς και δύο μπροσούρες αντίστοιχα με τον τίτλο «La Grande Pitié des Christians d’ Orient» (1922) και «Το Ανατολικό Ζήτημα ενώπιον της Βουλής»(1922). Σε αυτά τα πέντε άρθρα ή/και φυλλάδια που δημοσιεύθηκαν σε διάστημα τριών μηνών, μεταξύ Οκτωβρίου 1922 και Ιανουαρίου 1923, ακόμη και πριν από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, ο R. Puaux δεν εμπλέκεται απλά και μόνο σε μια λεπτομερή έρευνα με στόχο την ανασύνθεση των διαφόρων φάσεων της καταστροφής της Σμύρνης με βάση μαρτυρίες που προέρχονται από τον αγγλοαμερικανικό τύπο ή από άτομα που του τις έστειλαν. Λειτουργεί επίσης ως «διαμεσολαβητής» με τη γαλλική κοινή γνώμη, διαψεύδοντας την επίσημη θέση της γαλλικής διπλωματίας -που μεταδίδεται ευρέως από τις μεγάλες παρισινές και επαρχιακές εφημερίδες -, τονίζοντας τις σιωπές ή/και τα λάθη του γαλλικού Τύπου για τις καταχρήσεις από παράτυπα στρατεύματα και Κεμαλικές δυνάμεις. Σε αυτά τα άρθρα όπου κάνει ένα είδος «πρωτο-ιστορίας» της καταστροφής της Σμύρνης με βάση μια σημαντική συλλογή μαρτυριών, ο R. Puaux καλεί τελικά τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να συμμετάσχουν στην υποδοχή των ξεριζωμένων Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία.
Η εισήγηση του Loïc Marcou επιχειρεί να αποτυπώσει μια σύντομη αξιολόγηση του ρόλου του δημοσιογράφου R. Puaux την εποχή της «virality» της ενημέρωσης και της κατασκευής της κοινής γνώμης. Με βάση τα προσωπικά αρχεία του R. Puaux, την ανάγνωση των άρθρων του για την καταστροφή της Σμύρνης, τη διαβούλευση με τον γαλλικό τύπο της εποχής, καθώς και τη χρήση του έργου αναφοράς του Hervé Georgelin για το τέλος της Σμύρνης, ο Loïc Marcou είχε σκοπό να δείξει ότι ο φιλέλληνας δημοσιογράφος R. Puaux δεν σταμάτησε, από το τέλος των γεγονότων, να επιστήσει την προσοχή της γαλλικής γνώμης για την καταστροφή του «Μαργαριταριού του Λεβάντε», ιδίως για τις ευθύνες των κεμαλικών στρατευμάτων στην πυρκαγιά που έπληξε την πόλη από τις 13 έως τις 17 Σεπτεμβρίου 1922, δίνοντας έτσι οριστικά τέλος στο κοσμοπολίτικο παρελθόν της.
Ο Alexandre Toumarkine παρουσίασε την περίπτωση Τούρκων αξιωματικών που άφησαν κάποια μαρτυρία για την πυρκαγιά της Σμύρνης. Η εισήγησή του εξέταζε αρχικά τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάστηκε η κατάληψη της Σμύρνης από τα κεμαλικά στρατεύματα στην 100ή επέτειό της (9 Σεπτεμβρίου 2022). Με βάση τις εκδηλώσεις μνήμης, τις δημοσιεύσεις που συνδέονται με αυτές, καθώς και μια δημόσια έκθεση για την «κατοχή» και την «απελευθέρωση» της πόλης, ο A. Toumarkine συνέκρινε αυτήν την ιστορία, σε γενικές γραμμές απολύτως σύμφωνη με τα απομνημονεύματα πέντε μεγάλων Τούρκων, πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων στην κατάληψη της πόλης. Αυτές οι πηγές αποδεικνύονται πολύ πιο εκπληκτικές από την ιστοριογραφία και τις επετειακές εκδηλώσεις καθώς ταλαντεύονται μεταξύ απόκρυψης, εκφράσεων ανησυχίας και περισσότερο ή λιγότερο σιωπηρής παραδοχής ευθυνών. Αυτές οι μνήμες αντικατοπτρίζουν την ποικιλία των αντιλήψεων για αυτό το γεγονός στην κορυφή του κράτους και τη δυσκολία του τελευταίου να κάνει δική του την κατακτημένη πόλη.
Ο Νίκος Σιγάλας παρουσίασε μια επιτομή της ιστορίας της βίας στο βιλαέτι του Αϊδινίου κατά την περίοδο 1914-1922. Προσπάθησε να προσεγγίσει την βία που υπέστη ο, χριστιανικός και μουσουλμανικός, πληθυσμός της περιοχής στο σύνολό της. Χωρίς να αποφύγει να αποδώσει ευθύνες, εστίασε κυρίως στις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις εντός των ασταθών συστημάτων εξουσίας που εγκαθιδρύθηκαν κατά τις μεταβατικές περιόδους που εξέτασε. Ο ομιλητής αναφέρθηκε στους διωγμούς κατά των Ρωμιών που οργανώθηκαν από τους Νεότουρκους το 1914 στα παράλια της Μικράς Ασίας, στην περίοδο του πολέμου, στην βία κατά των Μουσουλμάνων κατά την κατοχή της Σμύρνης και στην καταστροφή της Σμύρνης κατά την κατάληψή της από τον τουρκικό στρατό.
Η Μαρία-Ελισάβετ Μητσού παρουσίασε τον ρόλο της πρωτοβουλίας της Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ, η οποία ενδιαφέρθηκε για τους πρόσφυγες από την νυν Τουρκία, που δεν έμοιαζαν και τόσο με τους ντόπιους Ελλαδίτες. Οι ηχογραφήσεις της μουσικής τους και οι καταγραφές των συνεντεύξεων τους, οι οποίες σταδιακά, προ παντός μετά από τον Β΄ Π.Π. θα γίνονταν τα αρχεία της προφορικής παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, ήταν πρωτοποριακά βήματα προς την ανάπτυξη της προφορικής ιστορίας όπως και των εθνογραφικών σπουδών στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από τα μεθοδολογικά λάθη ή αδυναμίες τους [13].
Η Βασιλική Μαυροειδάκου μίλησε με πάθος για δύο εργατικές συνοικίες στον Πειραιά, τα Μανιάτικα και τα Ταμπούρια, όπου ντόπιοι, προερχόμενοι κυρίως από τη Μάνη –εξού και η ονομασία της συνοικίας- και πρόσφυγες από τη Μ. Ασία έπρεπε να συζήσουν στο περιθώριο της αθηναϊκής μεγαλούπολης. Αυτό το περιθώριο, όμως, έδωσε την ανεκτίμητη ευκαιρία στις συνοικίες αυτές να διατηρήσουν μέχρι σήμερα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής. Πρόσφατα, όμως, η προέκταση του μετρό που έφτασε ως εκεί θα έχει ως πιθανό αποτέλεσμα μια ραγδαία καινούργια πολεοδόμηση που θα επιφέρει ανεπιστρεπτί τη χαριστική βολή στα ιδιαίτερα πολεοδομικά χαρακτηριστικά μιας άλλης εποχής που ευτύχησαν λόγω συγκυριών να διατηρηθούν στον πέρασμα του χρόνου. Η εισήγηση της Βασιλικής Μαυροειδάκου έφερε τον τίτλο: «Στη σκιά των γιασεμιών: Αστικοποίηση και διασπορά στην ιστορία των δυο εργατικών συνοικιών του Πειραιά, Ταμπούρια/Κερατσίνι και Μανιάτικα/Πειραιά.
Δύο εργατικές συνοικίες του Πειραιά, η συνοικία Ταμπούρια (Κερατσίνι) και η συνοικία Μανιάτικα (Πειραιάς), έχουν κρατήσει τη μνήμη των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και των Μανιατών που ήρθαν να βρουν δουλειά στο λιμάνι του Πειραιά στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι πρόσφυγες στα Ταμπούρια προέρχονταν κυρίως από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Σήμερα, η προσφυγική συνοικία στα Ταμπούρια σχηματίζει ένα τετράπλευρο περίπου ενός χιλιομέτρου από κάθε πλευρά, οι δρόμοι είναι οκταγωνικοί, τα σπίτια έχουν μικρούς κήπους και είναι χτισμένα πίσω με πλάτη και οι δρόμοι πιο στενοί. Οι πρόσφυγες έχουν υιοθετήσει την αρχή των γειτονιών όπως στη Μικρά Ασία, χτίζουν εκκλησίες για να τοποθετήσουν εκεί είτε λείψανα είτε εικόνες.
Το ίδιο κάνουν και οι Μανιάτες. Στα Μανιάτικα δίνουν ονόματα πόλεων του δήμου Λακωνίας ή ονόματα ηρώων του πολέμου της ανεξαρτησίας. Διατηρούν τις ίδιες παραδόσεις όπως η συνάντηση στην ταβέρνα μετά την κηδεία. Η κοινωνία των Μανιατών, με ισχυρή ενδογαμία και αίσθημα φυλετικής δικαιοσύνης, έβλεπε με άσχημο μάτι τον τρόπο με τον οποίο διασκέδαζαν οι Μικρασιάτες. Οι πρόσφυγες είχαν υποστεί συχνά κοινωνικές διακρίσεις από ιθαγενείς. Με τον ερχομό των προσφύγων, το φτηνό εργατικό δυναμικό, η επαγγελματική ζωή θα αλλάξει. Επιπλέον, πολλοί πρόσφυγες επιδιώκουν να βρίσκονται γύρω από συνδικάτα, το Κομμουνιστικό Κόμμα και διάφορες ενώσεις για να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους. Αλλά και κάποιοι Μικρασιάτες έφτασαν στην Ελλάδα με τα κεφάλαιά τους και μπόρεσαν ειδικά στον Πειραιά να δημιουργήσουν εργοστάσια και να επενδύσουν. Η παρουσίαση της Μαυροειδάκου κατέδειξε ότι, ακόμη κι αν αυτές οι δύο κοινότητες είχαν ως κοινό τόπο την εξορία, τη θρησκεία και τη γλώσσα, εντούτοις δεν μπόρεσαν να συνυπάρξουν μέχρι την τρίτη ή την τέταρτη γενιά.
Ο μουσικολόγος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, Λάμπρος Λιάβας [14] εξήγησε πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος της μουσικής παραγωγής και των μουσικών αναπαραστάσεων για τον προσφυγικό πληθυσμό, ο οποίος δεν βρήκε τις καλύτερες συνθήκες εγκατάστασης στην Ελλάδα. Ο συνάδελφος γράφει: «κυρίως μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες της Σμυρνιάς τραγουδίστριας Αγγέλας Παπάζογλου, επιχειρήθηκε μια αναφορά στη συμβολή των προσφύγων στη διαμόρφωση της αστικής λαϊκής μουσικής στην κυρίως Ελλάδα την περίοδο 1922-1940. Μετά την Καταστροφή, ένα μεγάλο μέρος από την κοσμοπολίτικη μουσική παράδοση της Ιωνίας (με επίκεντρο τη Σμύρνη) μεταφέρθηκε στην Αθήνα και στον Πειραιά. Η απώλεια και το τραύμα της προσφυγιάς, τα πρόσωπα και οι ανθρώπινες ιστορίες αποτυπώθηκαν ανάγλυφα στα τραγούδια. Παράλληλα, οι πρόσφυγες, μέσα από το τραγούδι και τον χορό, διακήρυξαν την ταυτότητά τους, εξέφρασαν κοινωνική κριτική και διαμαρτυρία απέναντι στους ντόπιους, επαναδιαπραγματεύθηκαν τη θέση τους στη νέα πραγματικότητα και πήραν κουράγιο να ξαναστήσουν τη ζωή τους. Επιβεβαιώνοντας τον ρόλο του τραγουδιού, που λειτούργησε ως κιβωτός της συλλογικής μνήμης, παρηγοριά και δύναμη κινητήρια για την αναγέννηση κι επανεκκίνηση του προσφυγικού Ελληνισμού μετά τον ξεριζωμό. Το “σμυρναίικο ύφος” επιβλήθηκε στη δισκογραφία (που τότε ξεκινούσε την εγχώρια παραγωγή) και τα «σμυρναίικα» διαδόθηκαν στα καφενεία και στα κέντρα (τις «μπίρες») σε όλα τα αστικά κέντρα, επηρεάζοντας άμεσα την τοπική μουσική ζωή και όλους τους μεταγενέστερους εκπροσώπους του Ρεμπέτικου.»
Ο ανθρωπολόγος και μουσικολόγος Nicolas Elias [15] παρουσίασε τις προσπάθειες ανταλλαγής μεταξύ των μουσικών και τραγουδιστών της Ελλάδας και της Τουρκίας, οι οποίες ευοδώθηκαν σε μία προνομιούχο περίοδο πολιτικής απελευθέρωσης που έλαβε χώρα κατά τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του AKP. Μουσικοί της Ελλάδας προσπάθησαν να αποκτήσουν ξανά την μουσική πρακτική των μακάμ. Τούρκοι μουσικοί ενδιαφέρθηκαν για τις τοπικές παραδόσεις σε μη-τουρκόφωνους πληθυσμούς όπως σε κάποια χωριά του Πόντου. Η κάθε πλευρά προσπάθησε να βγει από τα εθνικά καλούπια της δήθεν τους παράδοσης με χαρακτηριστικό παράδειγμα για την Ελλάδα το μουσικό έργο του Σωκράτη Σινόπουλου.
Ήταν ένα σπάνια τόσο καλά οργανωμένο συνέδριο σε υπέροχες συνθήκες διεξαγωγής. Η σύνθεση των ομιλητών προσέφερε ένα συνεργατικό εποικοδομητικό κλίμα και η ατμόσφαιρα μεταξύ τους ήταν εγκάρδια και εξαιρετικά φιλική. Το Μπωλιέ-συρ-Μερ και η Βίλλα Κηρύλος μας ενθουσίασε. Ο Σύλλογος των Φίλων της Βίλλας και οι παρευρισκόμενοι τόσο οι δια ζώσης όσο και οι εξ αποστάσεως εξέφρασαν την ικανοποίηση τους. Οι εισηγήσεις και τα πρακτικά του συνεδρίου αυτού θα δημοσιευτούν σε ένα συλλογικό τόμο στη σειρά του επιστημονικού περιοδικού του Εθνικού Ινστιτούτου Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμών [16] Les Cahiers Balkaniques [17].
[1] https://www.villakerylos.fr/
[2] https://www.monuments-nationaux.fr/
[3] https://www.persee.fr/doc/keryl_1275-6229_1994_act_3_1_881
[6] https://www.iremus.cnrs.fr/fr/membres-permanents/christophe-corbier
[7] http://cetobac.ehess.fr/index.php?2453
[8] https://www.ehess.fr/fr/personne/marie-elisabeth-mitsou
[9] http://cetobac.ehess.fr/index.php?300
[10] http://cetobac.ehess.fr/index.php?334
[11] https://www.cnrseditions.fr/auteur/michel-bruneau/
[12] Jean-Baptiste Muret, Mémoires de Smyrne et Bournova. Nostalgie d’un Français et d’un Grec smyrniotes (εισαγωγή και επιμέλεια: Michel Bruneau), Αθήνα, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 2022.
[14] https://www.music.uoa.gr/anthropino_dynamiko/meli_dep/lampros_liabas/
[15] http://www.inalco.fr/enseignant-chercheur/nicolas-elias
[16] http://www.inalco.fr