Του Παναγιώτη Πετράκη, Ομ. Καθηγητή Οικονομικών ΕΚΠΑ
Ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια νέα κανονικότητα χρηματοπιστωτικής αστάθειας, που έχει ως βασικό χαρακτηριστικό την υψηλότερη από το συνηθισμένο αβεβαιότητα: Η έξοδος από τη μεγάλη ύφεση (Great Recession) του 2008 (2010 για την Ελλάδα) οδήγησε σε μια σύντομη περίοδο ανάκαμψης. Οι προβλέψεις που είχαμε (για τη δυτική οικονομία) την περίοδο 2013-2015 παρέπεμπαν σε μια περίοδο που θα επικρατούσαν θετικοί, χαμηλοί όμως, ρυθμοί ανάπτυξης και χαμηλές επιχειρηματικές αποδόσεις, χαμηλά επιτόκια και σχετικά χαμηλός πληθωρισμός. Όμως η αιφνιδιαστική κρίση της COVID-19 ανέτρεψε την πορεία των πραγμάτων: μεγάλη ύφεση και υψηλές δημοσιονομικές ενισχύσεις απέτρεψαν τα χειρότερα. Η παγκόσμια ρευστότητα έφτασε στο απόγειό της, αφού θα έπρεπε να χρηματοδοτηθεί η σβησμένη μηχανή της οικονομίας για να επιβιώσουν οι άνθρωποι.
Με την έξοδο της Κίνας από τη zero COVID πολιτική, ολοκληρώνεται ο κύκλος των οικονομιών του κόσμου που επανήλθαν στη μετά COVID εποχή. Όμως, αμέσως μετά (Μάρτιος 2021) η απότομη αύξηση της ζήτησης οδήγησε σε πιέσεις κυρίως στις τιμές της ενέργειας και συνακόλουθα άρχισε να αυξάνεται ο πληθωρισμός. Η επιστροφή της ανάκαμψης ήταν σε μερικές χώρες εντυπωσιακή (όπως στην Ελλάδα). Ο κόσμος μπήκε σε κύκλο αυξανόμενου πληθωρισμού, αλλά και, από μακρόν αναμενόμενη, άνοδο των επιτοκίων και συρρίκνωσης της διαθέσιμης ρευστότητας, μαζί με διαδικασίες μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Όμως, το διάλειμμα αυτό κράτησε πολύ λίγο (ίσως έναν χρόνο περίπου) και ήρθε ο πόλεμος στην Ουκρανία: ο πληθωρισμός εντατικοποιήθηκε (ιδίως οι τιμές της ενέργειας), αλλά και η αύξηση των τιμών των τροφίμων. Συνακόλουθα, ήρθε η ανάγκη αύξησης των επιτοκίων για να χαλιναγωγηθούν οι πληθωριστικές προσδοκίες. Η κατανάλωση ενέργειας μειώθηκε, αλλά οι τιμές της επιβάρυναν τα προσωπικά αλλά και εθνικά ισοζύγια πληρωμών. Ο πλούτος άρχισε να μεταφέρεται από τους καταναλωτές και φορολογουμένους στους παραγωγούς ενέργειας και τροφίμων, όπου οι τιμές έχουν πλέον αρχίσει να παρουσιάζουν μία αργή, αλλά σημαντική άνοδο: ο πόλεμος, η κλιματική αλλαγή, ο υπερπληθωρισμός είναι βασικές πλέον αιτίες της. Η αύξηση των επιτοκίων και ο περιορισμός της ρευστότητας στις δυτικές οικονομίες είναι η νέα πραγματικότητα. Ο πληθωρισμός κάμφθηκε, αλλά χωρίς εντυπωσιακό τρόπο, και ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, με πιθανό σενάριο την επέκτασή του και στις γειτονικές χώρες. Η μακροχρόνια διάσταση Δύσης και Ρωσίας είναι γεγονός.
Όμως, το μονιμότερο πρότυπο αύξησης των επιτοκίων και η πρόβλεψη για τη διατήρησή του όλο το 2023 δημιούργησαν μία νέα κατάσταση στον τραπεζικό τομέα, καθώς τα χαρτοφυλάκιά του, σε ομολογιακές αξίες, χάνουν ένα μέρος της αξίας τους. Αυτό προκαλεί κατ’ αρχάς λογιστικές ζημιές. Εδώ, όμως, μπαίνει στην εικόνα ένας παράγοντας που πάντοτε (από τον σχεδιασμό του) εμφιλοχωρούσε στο τραπεζικό σύστημα, αλλά, όταν το κόστος χρήματος (και οι αποφάσεις) ακριβαίνει, έρχεται στην επιφάνεια: η τραπεζική ικανότητα. Όλα τα χρόνια με μηδενικό κόστος χρήματος, μικρή σημασία δινόταν για την ορθότητα και την αποτελεσματικότητα των τραπεζικών αποφάσεων. Τώρα, όλα έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία: οι καταθέσεις εισέρρεαν και αγόραζαν μακροπρόθεσμα ομόλογα (με βραχυχρόνια κεφάλαια), εξυπηρετούσαν περίεργες μεγάλες δοσοληψίες διακίνησης χρημάτων, έκαναν επενδύσεις σε σύνθετα χρματοοικονομικά προϊόντα. Όλα αυτά στον βωμό της επίτευξης μεγαλύτερης απόδοσης στα χαρτοφυλάκια. Δεν είναι, βεβαίως, πλειοψηφούσα η εικόνα αυτή, αλλά συμβαίνει. Αλλά, όταν συμβαίνει σε πολύ μεγάλα ιδρύματα, έχει ακόμα και συστημική αξία. Και όταν υπάρχουν και τα κοινωνικά δίκτυα, τα κακά νέα (και πιθανώς fake) διαχέονται αστραπιαίως, ενώ παράλληλα ο τεχνολογικός τομέας έχει τα προβλήματά του. Σε όλη την περίοδο που θα ζήσουμε από εδώ και πέρα, το οικονομικό περιβάλλον θα είναι πολύ περισσότερο ευαίσθητο. Άρα, στον βαθμό που υπάρχουν χαρτοφυλάκια με προβληματικά (από πλευράς τραπεζικού ορθολογισμού) στοιχεία και συνεχίζεται η άνοδος των επιτοκίων, θα αναδεικνύονται μικρές και μέτριες κρίσεις. Αυτός, εξάλλου, είναι και, από μία πλευρά, ο ρόλος και η χρησιμότητα της ανόδου των επιτοκίων (δημιουργική εκκαθάριση), που έτσι και αλλιώς έχει οροφή μέχρι το τέλος του 2023. Συνεπώς, η προσγείωση της οικονομικής δραστηριότητας, λόγω της ανόδου της αβεβαιότητας, ίσως είναι πιο κοντά μας, όπως και οι αναδιαρθρώσεις του τραπεζικού τομέα (από τις μικρές στις μεγάλες τράπεζες).
Εάν αυτές οι μικρές και μέτριες κρίσεις κατά (κακή) τύχη συνδυαστούν με σημαντικά αρνητικά γεγονότα (π.χ. επαναζωπύρωση του πολέμου στην Ουκρανία, στάση πληρωμών στις ΗΠΑ), ίσως περάσουμε από τη χρηματοπιστωτική αστάθεια στην τραπεζική κρίση. Παρόμοια εξέλιξη θα συμβεί εάν οι τιμές των ακινήτων (μετά από μια σκληρή ύφεση;) μειωθούν και «αποκαλυφθεί» η ευαλωτότητα των χαρτοφυλακίων.
Από την άλλη μεριά, έχουμε πλέον πολύ περισσότερες εμπειρίες και γνώσεις, μια καινούργια αντίληψη της αξίας της αποτελεσματικής κρατικής ρυθμιστικής παρέμβασης και του ρόλου των κεντρικών τραπεζών (τελευταίος δανειστής), με αποτέλεσμα να αισιοδοξούμε ότι θα μπορέσουμε να διαχειριστούμε ικανοποιητικά τη νέα κανονικότητα.
Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα Rean News, Κυριακή 2 Απριλίου 2023
Αναδημοσίευση στο In Deep Analysis: http://indeepanalysis.gr/oikonomia/oi-kriseis-kai-i-nea-kanonikotita