Βιογραφικά σημειώματα και αποτελεσματική παρουσίαση του ερευνητικού έργου [1]
Σύνοψη του άρθρου από τον Κοσμήτορα της Σχολής Θετικών Επιστημών Καθηγητή Γιάννη Εμμανουήλ
Τον τελευταίο καιρό, αναπτύσσεται ένας προβληματισμός σχετικά με τη χρήση του συμβατικού βιογραφικού σημειώματος για την αξιολόγηση των αιτήσεων χρηματοδότησης της έρευνας και των προσλήψεων/προαγωγών στον ακαδημαϊκό χώρο. Ιδρύματα και φορείς χρηματοδότησης σε όλο τον κόσμο επανεξετάζουν την προσέγγισή τους στο θέμα της αξιολόγησης των ερευνητών και συζητούν σχετικά με την ανανέωση των ακαδημαϊκών βιογραφικών που χρησιμοποιούνται για την υποστήριξη των αιτήσεων για θέσεις εργασίας, χρηματοδότησης της έρευνας, προαγωγών και απονομής βραβείων. Οι ερευνητές καλούνται να βρουν τρόπους τεκμηρίωσης των επιτευγμάτων και της αξίας τους, πέρα από μια απλή παράθεση των δημοσιεύσεων και των ομιλιών τους, έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνουν και ζητήματα καθοδήγησης νεότερων ερευνητών, δράσεις προβολής της επιστήμης στην κοινωνία και πολλών άλλων δραστηριοτήτων, οι οποίες δεν οδηγούν απαραίτητα σε δημοσιεύσεις.
Η αποστολή βιογραφικών σημειωμάτων αποτελεί βεβαίως ένα βασικό στοιχείο αξιολόγησης της επάρκειας σε όλες τις επιστημονικές κρίσεις. Οι επιστήμονες που αναζητούν μια θέση εργασίας ή μια επιχορήγηση για την έρευνά τους συχνά αισθάνονται υποχρεωμένοι να απαριθμήσουν με λεπτομέρεια κάθε δημοσίευση, παρουσίαση και βραβείο που έλαβαν σε ένα ενιαίο έγγραφο, με στόχο να επηρεαστούν θετικά οι επιτροπές αξιολόγησης με το μέγεθος και τον όγκο του. Ένα τέτοιο τυπικό βιογραφικό ακολουθεί ενδεχομένως ένα πεπαλαιωμένο πρότυπο. Οι φορείς χρηματοδότησης που επιθυμούν να επανεξετάσουν τον τύπο του βιογραφικού σημειώματος που λαμβάνουν, ως μια απάντηση στην εντεινόμενη εστίαση στη διαθεματικότητα, την ισότητα, τη διαφορετικότητα και την ισότιμη συμμετοχή στον χώρο της επιστήμης, διαμόρφωσαν ένα νέο τύπο βιογραφικού στο «Βιογραφικό Σημείωμα για Ερευνητές», το οποίο παρουσιάστηκε το 2019 από τη Βασιλική Εταιρεία στο Λονδίνο. Ο στόχος αυτού του τύπου του βιογραφικού σημειώματος είναι να επιτρέψει στους ερευνητές να παρουσιάσουν καλύτερα τη συνεισφορά τους στην έρευνα και στην ευρύτερη κοινωνία. Παρόμοιες πρωτοβουλίες έχουν αναληφθεί από ερευνητικά συμβούλια στην Ολλανδία και το Λουξεμβούργο.
Κατά συνέπεια, οι ερευνητές καλούνται να επεξεργαστούν εκ νέου τα βιογραφικά τους σημειώματα, δίνοντας έμφαση στην ποιότητα έναντι της ποσότητας, ενώ ταυτόχρονα περιλαμβάνουν και στοιχεία για τον ευρύτερο αντίκτυπο της έρευνάς τους. Από την άλλη πλευρά, οι επιτροπές επιλογής προσωπικού και αξιολόγησης των ερευνητικών προτάσεων για επιχορηγήσεις καλούνται να εξετάσουν βιογραφικά σημειώματα αυτού του τύπου, παράλληλα με αυτά του κλασικού τύπου. Ένα βασικό πρόβλημα με τα τυπικά βιογραφικά σημειώματα είναι ότι αυτά τείνουν να περιγράφουν το ερευνητικό έργο αποκλειστικά με ποσοτικούς όρους, όπως είναι ο αριθμός των δημοσιεύσεων και ο δείκτης απήχησης (impact factor) των περιοδικών στα οποία αυτές εμφανίζονται. Έτσι όμως, αγνοούνται πολλά στοιχεία που αφορούν σε μια επιστημονική καριέρα. Για παράδειγμα, δράσεις που δεν αποτυπώνονται απαραίτητα σε ένα βιογραφικό σημείωμα αφορούν στην επικοινωνία της επιστήμης στο ευρύ κοινό και σε απαραίτητες προκαταρκτικές ενέργειες για την προετοιμασία μεγάλων ερευνητικών έργων.
Ακαδημαϊκά βιογραφικά που αποτυπώνουν ακριβέστερα το επιστημονικό ταλέντο θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν μόνο μερικές ουσιαστικές δημοσιεύσεις, τις οποίες οι επιτροπές προσλήψεων και αξιολόγησης θα μπορούσαν ρεαλιστικά να διαβάσουν και να εκτιμήσουν. Αυτό οδηγεί σε μια απομάκρυνση από τις εξαντλητικές λίστες δημοσιεύσεων και παρουσιάσεων και στη μείωση του «θορύβου», που δεν αντικατοπτρίζει πάντα δίκαια τα προσόντα για μια πρόσληψη ή για μια ερευνητική επιχορήγηση. Ταυτόχρονα, η εστίαση σε λίγα μόνο αποτελέσματα εξοικονομεί πόρους στη διαδικασία αξιολόγησης, βελτιώνει τη δυνατότητα σύγκρισης μεταξύ των νέων και των πιο ώριμων ερευνητών και καθιστά λιγότερο εμφανείς τις μειώσεις στον ρυθμό δημοσίευσης, που είναι αποτέλεσμα των διακοπών σταδιοδρομίας. Έτσι, εξισορροπούνται μερικώς οι άνισοι όροι του ανταγωνισμού που συχνά εμφιλοχωρούν στις διαδικασίες αυτές. Οι παραδοσιακές μέθοδοι αξιολόγησης του δημοσιευμένου έργου αποτελούν ενδεχομένως εμπόδιο στην ποικιλομορφία και την ισότητα στην επιστήμη. Επιστήμονες που ίσως να μην εντυπωσίαζαν με τις δημοσιεύσεις ή τους δείκτες απήχησης των περιοδικών που δημοσιεύουν, θα είχαν την ευκαιρία να περιγράψουν δράσεις καθοδήγησης νεότερων ομάδων ερευνητών και δράσεις ενημέρωσης του κοινωνικού συνόλου, τομείς όπου μέλη από υπό-εκπροσωπούμενες δημογραφικές ομάδες συχνά υπερέχουν.
Η τρέχουσα χρήση των βιογραφικών σημειωμάτων εμποδίζει επίσης την εξέλιξη της σταδιοδρομίας επιστημόνων στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίοι πρέπει να εργαστούν με περιορισμένους πόρους και υποδομές. Για παράδειγμα, η έμφαση στις δημοσιεύσεις και τους δείκτες απήχησης των περιοδικών είναι ιδιαίτερα προβληματική για τους Αφρικανούς ερευνητές, εν μέρει λόγω των δαπανηρών τελών δημοσίευσης. Αν και ο δείκτης απήχησης είναι πιθανότατα ένα αξιόπιστο μέτρο της ποιότητας ενός περιοδικού, η δημοσίευση σε περιοδικά με υψηλούς δείκτες απήχησης δεν πρέπει να αποτελεί το βασικό στοιχείο της αξιολόγησης των ερευνητών. Μια προσέγγιση στα βιογραφικά που εστιάζει περισσότερο σε έργα που βοηθούν τις τοπικές κοινότητες, θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξισορρόπηση των όρων ανταγωνισμού για τους ερευνητές των αναπτυσσόμενων χωρών που υποβάλλουν αιτήσεις για θέσεις εργασίας ή για ερευνητικές επιχορηγήσεις με διεθνή ανταγωνισμό.
Η επιστολή, που συνήθως συνοδεύει τα βιογραφικά σημειώματα, δίνει στους υποψηφίους μια ευκαιρία να περιγράψουν σύντομα την ιστορία της σταδιοδρομίας τους και να τονίσουν τις πιο σημαντικές εργασίες τους. Οι λίστες δημοσιεύσεων δεν έχουν τόσο μεγάλο νόημα σήμερα, όσο είχαν για προηγούμενες γενιές επιστημόνων. Καθώς ο χώρος της επιστήμης έχει γίνει ιδιαίτερα ανταγωνιστικός, οι λίστες των δημοσιεύσεων έχουν γίνει πολύ μεγαλύτερες και έτσι η πληροφοριακή αξία που αυτές εμπεριέχουν έχει μειωθεί. Επίσης, η αξιολόγηση με βάση μετρικές, όπως είναι ο αριθμός των δημοσιεύσεων και των αναφορών σε αυτές, ευνοεί σε μεγάλο βαθμό τους ερευνητές σε συγκεκριμένους τομείς. Ο αριθμός των εργασιών των ερευνητών στην ιατρική είναι αδύνατο να συγκριθεί με τον αντίστοιχο αριθμό των ερευνητών που εργάζονται σε άλλους τομείς, όπως είναι οι ανθρωπιστικές επιστήμες. Καθώς τέτοιου είδους συγκρίσεις ενδέχεται να είναι σημαντικές στο πλαίσιο της επιλογής για την απονομή διεθνών βραβείων που προσελκύουν αιτήσεις από όλα τα επιστημονικά πεδία, οι φορείς απονομής τους πρέπει να λαμβάνουν υπόψη αυτή την ποικιλομορφία των επιστημονικών πεδίων. Τα βιογραφικά θα μπορούσαν να είναι πιο αποτελεσματικά αν υπήρχε χώρος για μία σύντομη επεξηγηματική δήλωση των επιτευγμάτων του επιστήμονα και του αντικτύπου τους, της συνεισφοράς του στο κοινωνικό σύνολο ή της αριστείας στη διδασκαλία και την καθοδήγηση νέων επιστημόνων. Τέτοιες σύντομες δηλώσεις θα μπορούσαν να συμπληρώνουν τα παραδοσιακά βιογραφικά. Το Εθνικό Ταμείο Έρευνας του Λουξεμβούργου αναφέρει ότι αυτό το μοντέλο του αφηγηματικού βιογραφικού θα επιτρέψει στον αιτούντα να αξιολογηθεί πιο δίκαια ως προς το επιστημονικό του όραμα, την εμπειρία και τη συνεισφορά του στην επιστήμη και την κοινωνία. Ανάλογα, το Βιογραφικό Σημείωμα για Ερευνητές της Βασιλικής Εταιρείας είναι ένα έγγραφο που βασίζεται στην αφήγηση και επικεντρώνεται σε τέσσερα βασικά ερωτήματα: (α) πώς έχετε συμβάλει στη δημιουργία νέας γνώσης; (β) πώς έχετε συμβάλει στην ανάπτυξη νέων επιστημόνων; (γ) πώς έχετε συνεισφέρει στην ευρύτερη ερευνητική κοινότητα; και (δ) πώς έχετε συμβάλει στην ευρύτερη κοινωνία;
Η χρήση εναλλακτικών μορφών βιογραφικών σημειωμάτων έχει εγείρει ορισμένες αντιδράσεις από ώριμους κυρίως ερευνητές, οι οποίοι βλέπουν την υιοθέτηση αυτών των μορφών βιογραφικών ως μια αδικαιολόγητη παρέμβαση στη διαδικασία αξιολόγησης από τους χρηματοδότες. Ένας ακόμα λόγος αντίδρασης από την επιστημονική κοινότητα στη χρήση αυτού του τύπου των βιογραφικών συνίσταται στο γεγονός ότι η εξήγηση του αντικτύπου ή της σημασίας της εργασίας των ερευνητών παρέχει ένα αθέμιτο πλεονέκτημα σε όσους έχουν ισχυρές επικοινωνιακές δεξιότητες και εμποδίζει όσους ενδέχεται να μην είναι τόσο πειστικοί, συμπεριλαμβανομένων των επιστημόνων που μιλούν την αγγλική ως δεύτερη ή τρίτη γλώσσα. Είναι σαφές ότι η αποτελεσματικότητα της χρήσης των βιογραφικών αυτών θα εξαρτηθεί τελικά από την ετοιμότητα των επιτροπών αξιολόγησης να τα αποδεχτούν. Αρκετά ιδρύματα έχουν ήδη υπογράψει τη Διακήρυξη του Σαν Φρανσίσκο για την αξιολόγηση της έρευνας, η οποία προσφέρει ένα πλαίσιο που, μεταξύ άλλων, αποθαρρύνει τη χρήση των δεικτών απήχησης των περιοδικών στις αποφάσεις πρόσληψης και χρηματοδότησης.
Οι αλλαγές στη μορφή των βιογραφικών φαίνεται ότι είναι αναπόφευκτες. Οι νεότεροι ερευνητές έχουν τη δυνατότητα να δώσουν τον δικό τους ορισμό για το τι αξίζει να καταγραφεί και τι σημαίνει να είναι κάποιος επιτυχημένος ερευνητής. Μπορεί σίγουρα να αναφερθεί μια εργασία με πληθώρα αναφορών, αλλά δεν πρέπει να αγνοηθεί και ο αντίκτυπος που μια εργασία έχει στην ευρύτερη κοινωνία. Και τα δύο έχουν μια θέση στη διαδικασία αξιολόγησης της έρευνας.
[1] με βάση το άρθρο “Time to rethink the scientific CV”, Nature 604, 203-205 (2022)