Την Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024 δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο hellasjournal.com άρθρο του Καθηγητή του Τμήματος Φιλολογίας κ. Κωνσταντίνου Παΐδα με τίτλο «Σκόπιμες διαστρεβλώσεις της έννοιας της γενοκτονίας: Η ανιστόρητη και κατάπτυστη άποψη του Ταγίπ Ερντογάν ότι οι Έλληνες Πόντιοι ήταν δήθεν …”τρομοκράτες”!».
Πιο συγκεκριμένα το άρθρο αναφέρει:
Ένας από τους όρους, τους οποίους έθεσε ο Ταγίπ Ερντογάν στη Σουηδία, προκειμένου να συναινέσει στην ένταξή της στον «Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου» (ΝΑΤΟ), ήταν η έκδοση στην Τουρκία της Γκιουλάν Αβτζί.
Η κουρδικής καταγωγής Γκιουλάν Αβτζί είναι μέλος του σουηδικού κοινοβουλίου και με την ψήφο της είχε γίνει δεκτό από το Σουηδικό κοινοβούλιο στις 11 Μαρτίου 2010 το αίτημα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων (131 ψήφοι υπέρ, 130 ψήφοι κατά).
Σε ομιλία της η Γκιουλάν Αβτζί είχε πει ότι έφτασε η ώρα να αναγνωρίσει η Τουρκία τη γενοκτονία των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων (…) Το τελευταίο στάδιο μιας γενοκτονίας είναι η άρνησή της και η Τουρκία σήμερα βρίσκεται σε αυτό ακριβώς το στάδιο (σχετικά βλ. και Μαλκίδης Θ., Η γενοκτονία των Ελλήνων. Ύβρις, Άτις, Νέμεσις, Τίσις, Αθήνα 2023, σσ. 127-128).
Ο Ερντογάν, ο Τούρκος πρόεδρος ο οποίος συνυπέγραψε με τον Έλληνα πρωθυπουργό τη «Διακήρυξη των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας» την 7η Δεκεμβρίου 2023, σε προεκλογική ομιλία του χθες στη Μαύρη Θάλασσα εξέφρασε την ανιστόρητη και κατάπτυστη άποψη ότι «κατά τη διάρκεια του πολέμου της Ανεξαρτησίας, μία από τις μεγαλύτερες τρομοκρατικές οργανώσεις της περιόδου, οι συμμορίες του Πόντου, δεν έγιναν ανεκτές από την Τοκάτ».
Ο Τούρκος πρόεδρος προφανώς αγνοεί (;) ή δεν αντέχει να θυμάται ότι η σημερινή Τοκάτ είναι η βυζαντινή πόλη Ευδοκιάς –είχε ονομαστεί έτσι από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο προς τιμήν της θυγατέρας του Ευδοκίας- και ότι στην επαρχία της Τοκάτης έως την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923 υπήρχαν 82 χριστιανικοί ναοί (σε αυτούς ιερουργούσαν 87 ιερείς), καθώς επίσης και 79 αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία, στα οποία 94 διδάσκαλοι διαπαιδαγωγούσαν περί τους 2.900 γηγενείς Έλληνες μαθητές.
Κατά τον Λέοντα Μακκά μάλιστα –μεταξύ άλλων σημαντικών θέσεων που κατέλαβε, διετέλεσε και υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ στην κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου- στη διοικητική ενότητα του Τοκάτ το 1918 διαβιούσαν περίπου 15.000 γηγενείς Έλληνες [σχετικά βλ. Maccas L., La grande guerre, les nations et les hommes; réflexions d’un contemporain, Paris 1918, και του ιδίου, L’hellenisme de l’Asie-Mineure: Son histoire-sa puissance-son sort (Avec une carte en couleurs hors-texte), Paris 1919, σποράδην].
Ύστερα από την υπογραφή της «Διακήρυξης των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας» ο Τούρκος πρόεδρος επιδίδεται συστηματικά σε ανιστόρητες και άκρως εμπρηστικές δηλώσεις εις βάρος του Ελληνισμού. Παράλληλα με τη σχεδόν «φετιχιστική καραμέλα» περί του σελτζουκικού θριάμβου στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, πριν από μερικές ημέρες επέκρινε για το λάθος του τον Μπ. Ετζεβίτ, ο οποίος «το 1974 δεν πίεσε προς τον Νότο και δεν κατέλαβε ολόκληρη την Κύπρο».
Χθες χαρακτήρισε τρομοκρατική οργάνωση τον γηγενή Ποντιακό Ελληνισμό, ο οποίος αντιστάθηκε με ηρωισμό, για να αποφύγει την εξόντωση και την εκρίζωσή του από τα πάτρια εδάφη του και, εντέλει, υπέστη γενοκτονία από το επίσημο Τουρκικό Κράτος.
Ορισμένοι εν Ελλάδι εκτιμούν και διαβεβαιώνουν την ελληνική κοινή γνώμη ότι «δεν πρέπει να μας ανησυχεί η ρητορική αυτή του Τ. Ερντογάν, διότι ομιλεί έτσι με στόχο να συσπειρώσει γύρω από τους δικούς του υποψηφίους των τουρκικών δημοτικών εκλογών την πλειοψηφία των ψηφοφόρων».
Η άποψη αυτή, ακόμα και αν είναι εν μέρει βάσιμη, επ’ ουδενί αναιρεί ότι ο Τούρκος πρόεδρος έχει πολλαπλή στόχευση. Δηλητηριάζοντας επί μακρόν και για λόγους προσωπικού πολιτικού συμφέροντος τον τουρκικό λαό με τον ελλέβορο του εθνικισμού και με το κώνειο του αναθεωρητισμού ο Ερντογάν επιχειρεί παράλληλα να επιβάλει μία διαφορετική «ανάγνωση» της Ιστορίας σε όσους λαούς υπήρξαν είτε θύματα είτε παρατηρητές των γενοκτονιών και των θηριωδιών που διέπραξε το τουρκικό κράτος κατά τον 20ο αιώνα εις βάρος διαφόρων λαών (κυρίως μάλιστα εις βάρος του Ελληνισμού).
Με το παραμορφωτικό αυτό πρίσμα ο Τούρκος πρόεδρος επιδιώκει να γαλουχήσει τον τουρκικό λαό κατά τέτοιον τρόπο, ώστε αυτός να αισθάνεται υπερήφανος για τις «δικαιολογημένες εξοντώσεις» (δηλ. για τις γενοκτονίες που διέπραξε το τουρκικό κράτος εις βάρος) του Θρακικού, του Ποντιακού και του Μικρασιατικού Ελληνισμού, αλλά και των Αρμενίων, των Ασσυρίων κ.ά., και να είναι πρόθυμος να ενεργήσει με τρόπο ανάλογο, εάν αυτό «απαιτηθεί για το καλό του τουρκικού έθνους».
Ταυτοχρόνως, με τη νοσηρή αυτήν «ανάγνωση» της Ιστορίας, ο Τ. Ερντογάν επιχειρεί να επιβάλει τους δικούς του «κανόνες του παιχνιδιού», δηλ. τη λογική του «δικαίου του ισχυρού», στον πολιτικό κόσμο και στην κοινή γνώμη της Ελλάδος στο πλαίσιο του ελληνοτουρκικού «διαλόγου», στον οποίο κακώς προσήλθε η Ελλάδα με αυτούς τους όρους.
Οι ανιστόρητες και ηθικώς κατάπτυστες δηλώσεις του Τ. Ερντογάν εις βάρος γηγενών λαών, τους οποίους το επίσημο τουρκικό κράτος επεχείρησε συστηματικά να εξαλείψει –μεταξύ αυτών ο Θρακικός, Ποντιακός και Μικρασιατικός Ελληνισμός- στην πραγματικότητα συνιστούν ψυχολογικό πόλεμο εναντίον της ελληνικής πλευράς κατά τον εξελισσόμενο ελληνοτουρκικό «διάλογο», προκειμένου να μάθουμε και να εθιστούμε στο να (υπ)ακούμε σιωπηλοί και να αποδεχόμαστε αδιαμαρτύρητα τις «αλήθειες» του νεο-οθωμανικού στρατιωτικοποιημένου αναθεωρητισμού.
Το να ακούμε σιωπηλοί τις ανιστόρητες και προκλητικότατες δηλώσεις του Ερντογάν χωρίς να απαντούμε με τη δέουσα επιστημονική σοβαρότητα και τεκμηρίωση –σε ό, τι βεβαίως μας αφορά άμεσα- δεν συνιστά τεκμήριο «νηφαλιότητας» και «εποικοδομητικής συμπεριφοράς», αλλά ένδειξη (αν όχι απόδειξη) υποχωρητικότητας και αδυναμίας.
Η ελληνοτουρκική προσέγγιση, για να αποβεί προς όφελος και των δύο λαών, θα πρέπει να συντελεστεί με απολύτως ανάλογα βήματα και από τις δύο πλευρές. Διαφορετικά, δεν πρόκειται περί προσέγγισης, αλλά περί άλλου πράγματος…
Άλλωστε, όλοι αναγνωρίζουν τα αυτονόητα, ότι δηλ. «το τανγκό χρειάζεται δύο» αλλά και ότι στο τανγκό βήματα προς τα πίσω κάνουν και οι δύο…
Και μία τελευταία διευκρίνιση, ιστορικού και όχι μόνον χαρακτήρα, με αποδέκτη τον Τούρκο πρόεδρο: Στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 ο Ρωμανός Δ΄ Διογένης ηττήθηκε από τον Αλπ Αρσλάν, όχι επειδή οι σελτζουκικές δυνάμεις ήσαν γενναιότερες και καλύτερες, αλλά επειδή ο Ιωσήφ Τραχανειώτης και ο Ανδρόνικος Δούκας πρόδωσαν και εγκατέλειψαν μόνο του στο πεδίο της μάχης τον βυζαντινό αυτοκράτορα για λόγους εσωτερικών πολιτικών σκοπιμοτήτων (ενδεικτικά βλ. Παΐδας Κ., Ματωμένο Στέμμα. Πολιτικές δολοφονίες και απόπειρες πολιτικών δολοφονιών στις ιστοριογραφικές πηγές του 11ου αι. [Μ. Ψελλός, Μ. Ατταλειάτης, Ι. Σκυλίτζης, Αθήνα 2022, σσ. 197-202).
Αυτό, βεβαίως, εκτός από τον Τούρκο πρόεδρο, επιβάλλεται να το έχουμε πάντοτε κατά νουν και εμείς οι ίδιοι…