Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

Η χημερίνη και η κινητική της στον ορό ως νέος διαγνωστικός και προγνωστικός βιοδείκτης σήψης σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς: προοπτική μελέτη

Karampela I, Christodoulatos GS, Vallianou N, Tsilingiris D, Chrysanthopoulou E, Skyllas G, Antonakos G, Marinou I, Vogiatzakis E, Armaganidis A, Dalamaga M. Circulating Chemerin and Its Kinetics May Be a Useful Diagnostic and Prognostic Biomarker in Critically Ill Patients with Sepsis: A Prospective Study. Biomolecules 2022; 12(2):301. doi: 10.3390/biom12020301. PMID: 35204801

Οι λιποκίνες είναι βιολογικά δραστικά μόρια (ορμόνες) που εκκρίνονται κυρίως από τον λιπώδη ιστό και αποτελούν τα τελευταία χρόνια αντικείμενο μελέτης για τις ποικίλες δράσεις τους. Εξαιτίας των ανοσοτροποποιητικών δράσεων τους (προφλεγμονώδεις ή αντιφλεγμονώδεις), υπάρχει έντονο ερευνητικό ενδιαφέρον για τον πιθανό ρόλο τους στη σήψη. Η χημερίνη, μια πρόσφατα αναγνωρισμένη λιποκίνη με δράση παρόμοια των κυτταροκινών, είναι γνωστή ως ισχυρός χημειοτακτικός παράγοντας με αντιμικροβιακές ιδιότητες, ενώ εμπλέκεται στη λιπογένεση, στον μεταβολισμό της γλυκόζης, στην αντίσταση στην ινσουλίνη, την παχυσαρκία και σε ορισμένες κακοήθειες. Ωστόσο, η χημερίνη δεν είχε μέχρι σήμερα μελετηθεί στη σήψη.

Μία πρωτότυπη ενδιαφέρουσα προοπτική ερευνητική μελέτη, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Biomolecules, διερεύνησε τη μεταβολή των επιπέδων της χημερίνης στον ορό βαρέως πασχόντων ασθενών κατά την πρώιμη φάση της σήψης με σκοπό να μελετήσει τη σχέση της χημερίνης και της κινητικής της με τη βαρύτητα και την πρόγνωση της σήψης. Στη μελέτη αυτή συμμετείχαν ως κύριοι ερευνητές Ιατροί από το Εργαστήριο Βιολογικής Χημείας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ (Μαρία Νταλαμάγκα, Καθηγήτρια), τη Β’ Κλινική Εντατικής Θεραπείας (Ειρήνη Καραμπελά, Διευθύντρια ΕΣΥ, Απόστολος Αρμαγανίδης, Καθηγητής,  Ευαγγελία Χρυσανθοπούλου, Επιμελήτρια Β’, Γεώργιος Σκυλλάς, Επιμελητής Β’), το Εργαστήριο Κλινικής Βιοχημείας του ΠΓΝ «Αττικόν» (Γεώργιος Αντωνάκος, Διευθυντής ΕΣΥ, Γεράσιμος Χριστοδουλάτος), τις Παθολογικές Κλινικές του ΓΝΑ «Ο Ευαγγελισμός» (Ναταλία Βαλλιάνου, Διευθύντρια ΕΣΥ) και του Λαϊκού Νοσοκομείου (Δημήτριος Τσιλιγγίρης) και το Μικροβιολογικό Εργαστήριο του Γ.Ν. Νοσημάτων Θώρακα «Η Σωτηρία» (Ιωάννα Μαρίνου, Διευθύντρια ΕΣΥ, Ευάγγελος Βογιατζάκης, τ. Συντονιστής Διευθυντής ΕΣΥ).

Στη μελέτη αυτή προσδιορίστηκε η χημερίνη στον ορό 102 βαρέως πασχόντων ασθενών εντός 48 ωρών από την εμφάνιση της σήψης καθώς και μία εβδομάδα μετά την είσοδο στη μελέτη. Επίσης η χημερίνη προσδιορίστηκε σε μία ομάδα ελέγχου αποτελούμενη από 102 υγιείς μάρτυρες εξομοιωμένους ως προς την ηλικία και το φύλο με τους ασθενείς. Οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν για 28 ημέρες από την είσοδο στη μελέτη και καταγράφηκε η έκβασή τους. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η χημερίνη ήταν σημαντικά αυξημένη στους ασθενείς σε σύγκριση με τους μάρτυρες, ενώ παρουσίασε σημαντική μείωση μία εβδομάδα μετά την εμφάνιση της σήψης, παραμένοντας ωστόσο υψηλότερη από την χημερίνη των μαρτύρων. Οι ασθενείς με σηπτική καταπληξία καθώς και αυτοί οι οποίοι κατέληξαν εντός 28 ημερών παρουσίασαν σημαντικά υψηλότερη χημερίνη σε σύγκριση με αυτούς που εμφάνισαν σήψη και αυτούς που επιβίωσαν, αντίστοιχα. Επιπλέον, οι ασθενείς με σηπτική καταπληξία και οι θανόντες παρουσίασαν σημαντικά μικρότερη απόλυτη και σχετική μείωση των επιπέδων χημερίνης μία εβδομάδα μετά την εμφάνιση της σήψης σε σύγκριση με εκείνους που εμφάνισαν σήψη και αυτούς που επιβίωσαν αντίστοιχα. Με βάση την ανάλυση των καμπυλών ROC, η διαγνωστική αξία της χημερίνης στη διάκριση της βαρύτητας της σήψης ήταν παρόμοια με εκείνη της C αντιδρώσας πρωτεΐνης. Ωστόσο, το σημαντικότερο εύρημα της μελέτης αυτής είναι ότι η αυξημένη τιμή χημερίνης κατά την πρώτη εβδομάδα της σήψης αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα θνητότητας 28 ημερών (Χημερίνη στην έναρξη της σήψης: HR 3.58, CI 1.48–8.65, p = 0.005, Χημερίνη μία εβδομάδα μετά: HR 10.01, 95% CI 4.32–23.20, p < 0.001). Τέλος, η χημερίνη βρέθηκε να συσχετίζεται σημαντικά με τη βαθμολογία των κλιμάκων βαρύτητας SOFA και APACHE II,  τον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων, την CRP, την προκαλσιτονίνη, το γαλακτικό και τους δείκτες ομοιόστασης της γλυκόζης.

Συμπερασματικά, η χημερίνη αυξάνεται σημαντικά πρώιμα στη σήψη ενώ ενδέχεται να έχει διαγνωστική και προγνωστική αξία σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς με σήψη. Απαιτούνται μεγαλύτερες προοπτικές και πολυκεντρικές μελέτες προκειμένου να επιβεβαιωθούν τα ανωτέρω ευρήματα και να αποσαφηνιστούν οι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί που διέπουν τον ρόλο της χημερίνης στη σήψη.

Σύνδεσμος για το πλήρες κείμενο: https://www.mdpi.com/2218-273X/12/2/301/htm

συνοδευτική εικόνα

ΕΚΠΑ © 2024. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος

Μετάβαση στο περιεχόμενο
EN