Πρόλογος Δημητρίου Δουγένη, Ομότιμος Καθηγητή Ιατρικής του Ε.Κ.Π.Α.
Πολλά έχουν γραφεί και την επέτειο της ηρωικής Εξόδου του Μεσολογγίου μετα πολύχρονη μάχη και πολιορκία. Όταν η δυνατότητα του ελληνικού στόλου να ανεφοδιάσει την πόλη έγινε αδύνατη, οι αμυνόμενοι ευρισκόμενοι σε δυσχερέστατη κατάσταση από την πείνα αλλά και από ασθένειες, αποφάσισαν την ηρωική τους έξοδο. Η πτώση της «Ιεράς Πόλεως» αναθέρμανε το φιλειρηνικό κίνημα και βοήθησε στην τελική επιτυχία της επανάστασης. Όμως, κατά τη διάρκεια του μακρόχρονου αγώνα, ποια ήταν η υγειονομική κατάσταση μέσα στο Μεσολόγγι? Ποιες οι ασθένειες, τα προβλήματα νοσηλείας, η έλλειψη φαρμάκων και οι επιδημίες? Οι γενναίοι αγωνιστές δεν είχαν να παλέψουν μόνο με τον εχθρό αλλά και με τα εσωτερικά διατροφικά και υγειονομικά προβλήματα. Όλα αυτά μας τα αναφέρει με γλαφυρό τρόπο και μεστό λόγο ο συνάδελφος Ιωάννης Κατσαβός, Αξιωματικός Π.Ν. στο πόνημά του που ακολουθεί και έχει τον τίτλο «Υγειονομική Κατάσταση και Συνθήκες Υγιεινής κατά τις Πολιορκίες του Μεσολογγίου».
Υγειονομική Κατάσταση και Συνθήκες Υγιεινής κατά τις Πολιορκίες του Μεσολογγίου
Κείμενο: Ιωάννης Κατσαβός
Εισαγωγή
Η Ιερή Πόλη του Μεσολογγίου έχει περάσει στην παγκόσμια ιστορία, ως ένα σύμβολο του διαρκούς αγώνα για την ελευθερία. Το ανεπανάληπτο αυτό έπος των Ελεύθερων Πολιορκημένων, θα προσεγγίσουμε από την πλευρά της υγιεινής.
Είναι γνωστό, ότι, προς το τέλος της Γ’ Πολιορκίας, οι συνθήκες υγιεινής είχαν καταστεί τραγικές. Σε πείσμα όμως της λογικής, δεν καταρρακώθηκε το φρόνημα των πολιορκουμένων και η δίψα τους για Ελευθερία.
Η Ιστορία κατέγραψε, πως οι Τουρκοαιγύπτιοι, μετά από τις συνεχείς αποτυχίες τους, στο πεδίο της μάχης, αποφάσισαν να εντείνουν τον αποκλεισμό της πολιορκημένης πόλης, καταλαμβάνοντας τα οχυρωμένα νησάκια της λιμνοθάλασσας και περιμένοντας την πλήρη εξάντληση των υπερασπιστών τους. Η κατάσταση εξελισσόταν όλο και πιο απελπιστική για τους Έλληνες, διότι δυσχεραινόταν ο από θαλάσσης ανεφοδιασμός, ώστε ο υποσιτισμός και οι αρρώστιες να τους εξασθενίσουν και να προκαλέσουν και ακόμη το θάνατο σε πολλούς.
Σύνοψη των Επιχειρήσεων
Το Μεσολόγγι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον αγώνα του 1821. Ειδικότερα, εισέρχεται στην Επανάσταση στις 20 Μαΐου 1821 με τη συμμετοχή 870 ανδρών στην απελευθέρωση του Βραχωρίου (Αγρινίου) στις 11 Ιουνίου 1821. Η πρώτη εν συνεχεία σημαντική εχθρική απειλή, ήρθε στις 20 Ιουλίου 1822 από τη θάλασσα, χωρίς αποτέλεσμα και θα επαναληφθεί ανεπιτυχώς, λίγους μήνες αργότερα, στις 25 Οκτωβρίου με 31 Δεκεμβρίου 1822 (Α’ Πολιορκία). Επόμενη απόπειρα καταλήψεως της πόλης και της περιοχής αποπειράται με την ίδια κατάληξη το β’ εξάμηνο του 1823 (Β’ Πολιορκία).
Η τελευταία πολιορκία, η πιο σημαντική, λαμβάνει χώρα από 15 Απριλίου 1825 έως 10 Απριλίου 1826 (Γ’ Πολιορκία). Με την είσοδο του 1826 οι Τούρκοι, ενισχυμένοι από τις δυνάμεις των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ, εξαπολύουν σφοδρές επιθέσεις, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του Ελληνικού Στόλου υπό τον ηρωικό Ανδρέα Μιαούλη. Οι πολιορκούμενοι ήταν ήδη εξαντλημένοι από την πείνα και τις άλλες στερήσεις και ως μόνη λύση απέμεινε η ΕΞΟΔΟΣ, η οποία και αποφασίζεται να γίνει πράξη τη νύχτα της 10ης προς 11η Απριλίου του 1826. Στη συνέχεια, όμως, κατά την έναρξη της Εξόδου, αντιλαμβάνονται την προδοσία του σχεδίου στους Τουρκοαιγύπτιους. Επικρατούν σύγχυση και πανικός και τα εχθρικά πυρά προκαλούν σοβαρές απώλειες, ενώ τα γυναικόπαιδα αναγκάζονται να επιστρέψουν στην πόλη. Καμία δύναμη όμως δεν ήταν ικανή να αναχαιτίσει εκείνη την ένδοξη πορεία των αγωνιστών προς την ΑΘΑΝΑΣΙΑ.
Τους συνοδεύει την ίδια νύχτα και η ανατίναξη από τον ηρωικό Χρήστο Καψάλη της πυριτιδαποθήκης, όπως και άλλων ισχυρών σπιτιών, όπου κλείστηκαν οι τραυματισμένοι και γενικότερα οι πιο ανήμποροι. Και το ολοκαύτωμα θα συμπληρωθεί στις 12 Απριλίου με την ανατίναξη του ιστορικού Ανεμόμυλου από τον τραγικό Επίσκοπο Ιωσήφ Ρωγών, ο οποίος υπέστη μαρτυρικό θάνατο.
Παράλληλα, περίπου 6000 γυναικόπαιδα θα οδηγηθούν στην πιο φρικτή σκλαβιά και 3100 ζεύγη αυτιών και κεφαλών επιφανών και πολεμιστών θα σταλούν «Πεσκέσι» στον Σουλτάνο.
Προβλήματα Διατροφής
Εξειδικεύοντας σε αυτό το σημείο το θέμα μας, θα εστιάσουμε την προσοχή μας στα ζητήματα της διατροφής. Με την έναρξη της πολιορκίας, εντός της πόλης είχαν αποθηκευτεί μικρές ποσότητες ξηράς τροφής, κυρίως παξιμάδια. Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις για αποστολή ενισχύσεων και τροφίμων, ποικίλοι λόγοι δεν συνεργούσαν. Ακόμα και όταν γινόταν κατορθωτός ο εφοδιασμός, όπως κατά το τελευταίο 10ήμερο του Ιουλίου 1825 και περί τα μέσα Νοεμβρίου 1825, ο εφοδιασμός ήταν περιορισμένος. Με την είσοδο του 1826, κατέπλευσε και πάλι ο Ελληνικός Στόλος με τον ηρωικό Μιαούλη και έφερε λίγα εφόδια. Ωστόσο, έκτοτε το πρόβλημα της έλλειψης τροφίμων γινόταν οξύτερο, λόγω κυρίως της επιστροφής τον Αύγουστο του 1825 μεγάλου μέρους των κατοίκων από τα Ιόνια νησιά και κυρίως από τον Κάλαμο.
Προς τα τέλη του 1825 παρουσιάστηκαν και ελλείψεις σε κρασί και ρακί, τα οποία συχνότατα χρησιμοποιούσαν και ως αναλγητικά και αντισηπτικά των τραυματιών, ενώ η σημαντική ενίσχυση των δυνάμεων του Κιουταχή από την σοβαρή προσθήκη από τις 12 Δεκεμβρίου 1825 των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ.
Είναι, πάντως, εξακριβωμένο ότι, από την αρχή της πολιορκίας παρουσιάστηκε έλλειψη και κρέατος, καθώς και άλλων βασικών τροφίμων. Εντός του περιτειχίσματος, αλλά και στα νησάκια της λιμνοθάλασσας, υπήρχε ένας μικρός αριθμός οικόσιτων ζώων. Σύντομα όμως αυτά καταναλώθηκαν, ώστε τους τελευταίους δύο μήνες της πολιορκίας, να αναφέρονται αρκετές περιπτώσεις κατανάλωσης αλόγων, μουλαριών, γαϊδουριών και κατόπιν σκύλων, γατών, ακόμη και ποντικών. Αλλά και αυτά έλειψαν, λόγω της περίσφιξης του αποκλεισμού από τον εχθρό, δεν υπήρχε δυνατότητα πρόσβασης στους βάλτους πέριξ της λιμνοθάλασσας για τη συλλογή βατράχων προς βρώση. Καταγράφονται, επίσης, εξαιτίας της απόγνωσης, δυστυχώς, ακόμα και σπάνιες περιπτώσεις ανθρωποφαγίας νεκρών, ενώ κυριαρχούσε και το σκορβούτο. Σχετική μαρτυρία του Νικολάου Κασομούλη αναφέρει: «…εκείνη την ημέραν ένας Κραβαρίτης έκοψεν κρέας από το μηρί ενός φονευμένου και το έφαγεν…».
Ακόμη, σύμφωνα με τον Νικόλαο Μακρή: «…ευρέθηκαν πολλοί εις την σκληράν και αναπόδραστον ανάγκην να φάγωσι και ανθρωπίνας σάρκας και, ως διηγούντο, ελάμβανον το ήπαρ εκ των φονευμένων και όντων κράσεως υγιούς, το ετηγάνιζον με έλαιον και έρριπτον ολίγον ξύδι».
Δυσχέρειες Ύδρευσης
Πέραν, όμως των ανωτέρω, αναμφισβήτητα, στο πλαίσιο των συνθηκών υγιεινής στο Μεσολόγγι, περιλαμβάνεται και το δίκτυο ύδρευσης. Ειδικότερα η ύδρευση του Μεσολογγίου πραγματοποιούταν από πηγή εκτός της πόλης (Μάννα) και από δύο δεξαμενές και λίγα πηγάδια εντός των τειχών. Από την αρχή της τελευταίας πολιορκίας, η κύρια πηγή υδροδότησης της πόλης καταλήφθηκε από τους Τούρκους, ενώ και οι δεξαμενές μολύνθηκαν, από την απόθεση άταφων σωμάτων νεκρών πολεμιστών. Με συνέπεια, όλο το καλοκαίρι, να αναγκαστούν να πίνουν το γλυφό νερό των πηγαδιών, το οποίο, όμως, επέφερε τελικά επίταση του αισθήματος της δίψας. Έτσι, αναγκάστηκαν να ανοίξουν και νέα φρεάτια, ώστε να προμηθευτούν επιπλέον ποσότητες πόσιμου ύδατος. Επισημαίνεται, ότι τα φρεάτια κατασκευάστηκαν κατά την πορεία των φλεβών νερού και συχνότατα βρίσκονταν σε τοποθεσίες εκτιθέμενες στα συνεχή πυρά του εχθρικού πυροβολικού και γι’ αυτό η προσέγγισή τους γινόταν κατά βάση τις νυχτερινές ώρες. Τον Οκτώβριο του 1825, όταν ο εχθρός αποσύρθηκε από την πρώτη σειρά χαρακωμάτων, μπόρεσαν να απελευθερώσουν την κύρια πηγή υδροδότησης και να επισκευάσουν το υδραγωγείο, ώστε να έχουν σταθερή προμήθεια ποσίμου ύδατος μέχρι τον Μάρτιο του 1826, λίγο πριν την Έξοδο.
Υγειονομικά Θέματα
Προχωρώντας τώρα, περαιτέρω στην ανάλυση του θέματός μας, θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε υγειονομικά ζητήματα της πόλεως. Συγκεκριμένα, η ένδεια και η έλλειψη υγειονομικών υλικών και μέσων εντός του πολιορκουμένου Μεσολογγίου, είχε και ανάλογο σοβαρό αντίκτυπο στην ιατρική περίθαλψη των τραυματιών και των αρρώστων.
Έλληνες και Ξένοι θεράποντες Ιατροί και Φαρμακοποιοί
(Ξεχωριστή αναφορά θα κάνουμε στον Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ)
Ο Μάγερ, γνωστός στους Μεσολογγίτες ως Ζβίτσερος, (Ελβετός), υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους φιλέλληνες υγειονομικούς του Αγώνα. Βέβαια δεν ήταν γιατρός, όπως επικράτησε να αναφέρεται στην ιστοριογραφία μας, αλλά φαρμακοποιός. Αν και η δημοσιογραφική του δράση κατά την Επανάσταση τον έκανε τόσο γνωστό, εν τούτοις η ιατρική του προσφορά στον Αγώνα δεν ήταν αμελητέα. Γεννήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1798 στη Ζυρίχη. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και ο ίδιος ο Μάγερ εργάστηκε από μικρός ως βοηθός φαρμακοποιού. Το 1817 έλαβε άδεια άσκησης του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, με περιορισμένη όμως ισχύ για ένα μόνο καντόνι. Η προεπαναστατική του δραστηριότητα στην πατρίδα του, δείχνει να είναι άτομο δραστήριο και ικανό, αλλά δεν κατάφερε να σταθεροποιηθεί μόνιμα σε κάποια θέση. Παντρεύτηκε στην Πατρίδα του σε μικρή ηλικία, για να χωρίσει άτεκνος μετά από δύο χρόνια, εργάστηκε ως βοηθός φαρμακείου, άλλαξε διαμονή αρκετές φορές, βρέθηκε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε νεκροτομές, φοίτησε για λίγο Ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, για να αποβληθεί από εκεί, λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, δημιούργησε πολλά χρέη και, τέλος, περισσότερο κυνηγημένος από τα χρέη του και λιγότερο από φιλελληνική ιδεολογία, αποφασίζει να βρει την τύχη του στην επαναστατημένη Ελλάδα. Το Δεκέμβριο του 1821 ήρθε στην Ελλάδα και υπηρέτησε για μικρό χρονικό διάστημα στο πολεμικό πλοίο ”Άρης” του Μιαούλη ως γιατρός. Τελικά εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, τον Φεβρουάριο του 1822, έγινε πολίτης της πόλεως, βαπτίστηκε ορθόδοξος, παντρεύτηκε την Αλτάνη, κόρη του Μεσολογγίτη προεστού Γεωργίου Ιγγλέση και απέκτησε μαζί της δύο κορίτσια. Στο Μεσολόγγι ο Μάγερ οργάνωσε με χρήματα της οικογένειας Ιγγλέση, ένα φαρμακείο. Επίσης οργάνωσε ένα προσωρινό νοσοκομείο για την νοσηλεία των τραυματιών αγωνιστών και των ασθενών, σε μια εγκαταλελειμμένη οικία στην παραθαλάσσια περιοχή.
Όταν οι ανάγκες για περίθαλψη έγιναν πιο πιεστικές, λόγω του μεγάλου αριθμού τραυματιών, ιδίως μετά την μάχη στο Πέτα (4 Ιουλίου 1822), ο Μάγερ και η σύζυγος του Αλτάνη, δεν δίστασαν και μετέτρεψαν την οικία τους σε νοσοκομείο. Εκεί εργάστηκε και η ίδια η Αλτάνη, προσφέροντας νοσηλευτικές υπηρεσίες σε ασθενείς αγωνιστές και τραυματίες, καθώς και στους κατοίκους του Μεσολογγίου και των γύρω περιοχών. Αυτή, αποκλήθηκε από τους Μεσολογγίτες: «Μάννα του Μεσολογγίου». Το φαρμακείο που οργάνωσε ο Μάγερ στο Μεσολόγγι, φαίνεται ότι ήταν πολύ καλά εφοδιασμένο με φάρμακα και υγειονομικό υλικό.
Ο αρχίατρος της Διλοχίας των φιλελλήνων Ντάνιελ Έλστερ, στο ημερολόγιό του, αναφέρει ότι η Μονάδα του δεν διέθετε φάρμακα και προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της Διλοχίας σε φαρμακευτικό και υγειονομικό υλικό, όταν βρέθηκε στο Μεσολόγγι, προμηθεύτηκε, όλα όσα χρειαζόταν από το φαρμακείο του Μάγερ. «Στο Μεσολόγγι, θα γράψει, είχα την ευκαιρία να προμηθευτώ όλα τα αναγκαία από έναν κύριο Meyer από την Ζυρίχη, ο οποίος είχε δημιουργήσει ένα ολόκληρο φαρμακείο με λεφτά της συζύγου του και ο οποίος είχε ασπαστεί, χάριν της συζύγου του, την ελληνική θρησκεία». Επίσης και το νοσοκομείο, που οργάνωσε στο Μεσολόγγι ο Ελβετός φιλέλληνας διέθετε στοιχειώδη υποδομή και χώρους, ώστε να παρασχεθούν περιορισμένες νοσηλευτικές υπηρεσίες στους τραυματίες και ασθενείς. Στο νοσοκομείο αυτό, νοσηλεύτηκαν οι τραυματίες της μάχης του Πέτα της 4ης Ιουλίου 1822. Η ενασχόλησή του με το φαρμακείο και το μικρό νοσοκομείο στο Μεσολόγγι, τον έκανε αρκετά γνωστό και αγαπητό στην πόλη, ώστε το 1823 να του αναθέσει η δημογεροντία την ευθύνη για την προστασία της δημόσιας υγείας, ένα είδος δημοτικού γιατρού. Σχετικά, αναφέρει έγγραφο των προεστών του Μεσολογγίου προς την κυβέρνηση τον Μάιο του 1823: «Ο τόπος πάσχει από μίαν επιδημίαν θανατηφόρον. Έφθασεν ημέρα να αποθανώσι 19 άνθρωποι. Ημείς έχομεν διορίσει τον δόκτορα Μέγερ επιστάτην της εσωτερικής του τόπου υγείας… πλην δεν υπακούουν οι άνθρωποι εις τα σωτήρια και αποτελεσματικά μέτρα. Πρέπει και το περί υγείας κεφάλαιον, να επισύρη την προσοχήν της Διοικήσεως».
Το 1824 ο Μάγερ μαζί με τον γιατρό Μπρούνο, μετά από εντολή της διοίκησης, αναλαμβάνουν να πραγματοποιήσουν νεκροτομή και τοξικολογική εξέταση σε πτώμα, το οποίο θεωρήθηκε ύποπτο για πανώλη. Η εξέταση έδειξε ότι δεν υπήρχε η νόσος. Ο Μάγερ υπέγραψε το πιστοποιητικό ως γιατρός.
Ο Μάγερ επίσης, θα βρεθεί κοντά στον Βύρωνα, τον Απρίλιο του 1824 όταν αυτός αρρώστησε στο Μεσολόγγι. Δεν είναι πάντως βέβαιο, αν τελικά ο Μάγερ έλαβε μέρος στις προσπάθειες των γιατρών του Βύρωνα να τον θεραπεύσουν ή στο ιατρικό συμβούλιο που έγινε, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι έλαβε μέρος στην νεκροψία και την ταρίχευση.
Επίσης από τα τέλη του 1823, ανέλαβε την έκδοση της εφημερίδας ‘’Ελληνικά Χρονικά’’ και συνέδεσε το όνομά του με την εξιστόρηση της επικής πολιορκίας. Από τον Αύγουστο επίσης του 1824 έως αρχές Απριλίου 1825, διορίστηκε μέλος της τριμελούς Διευθυντικής Επιτροπής της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, ενώ από τον Αύγουστο του 1825, πολέμησε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, επικεφαλής τμήματος αγωνιστών. Έπεσε κατά την θρυλική Έξοδο, μαζί με την γυναίκα του και τις δύο του κόρες.
Κρίνεται επίσης, ιδιαιτέρως σημαντικό να υπογραμμίσουμε, ότι το καλοκαίρι του 1822, κατά την άτυχη εκστρατεία του Μαυροκορδάτου στην Ήπειρο, ήρθαν στο Μεσολόγγι ξένοι φιλέλληνες, ιατροί που ανήκαν στη Διλοχία των Φιλελλήνων και στο Τακτικό Σώμα.
Ο πρώτος εξ’ αυτών ήταν ο Γερμανός Ερρίκος Τράιμπερ, ο οποίος έγραψε τις ‘’αναμνήσεις’’ του από τη διαμονή του στην Ελλάδα (1822-1828). Ειδικότερα, ήταν από τους πρώτους που ξεκίνησαν για το μέτωπο της Ηπείρου, στις 22 Μαΐου του 1822, όπου προσέφερε τις υπηρεσίες του ως ιατροχειρούργος. Μετά την καταστροφή του Πέτα, κατά την οποία ξεκληρίστηκε όλη σχεδόν η Διλοχία των Φιλελλήνων και το Τακτικό Σώμα, ο Τράιμπερ έφτασε στο Μεσολόγγι, στο οποίο έμεινε λίγες ημέρες ως φιλοξενούμενος του Μάγερ. Επίσης, ο Τράιμπερ εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι από τις 11 Ιανουαρίου 1824, όπου και φιλοξενήθηκε πάλι από τον Μάγερ. Έμεινε στο Μεσολόγγι έως τις 2 Νοεμβρίου του ίδιου έτους και ενδιαμέσως προσέφερε τις υπηρεσίες του ως γιατρός και του Σώματος Πυροβολικού του λόρδου Βύρωνα. Μάλιστα, ήταν ένας από τους γιατρούς, που συμμετείχαν στην ταρίχευση του πτώματος του ποιητή.
Ο δεύτερος γιατρός, που αναφέρεται, ότι πέρασε από το Μεσολόγγι, ήταν ο Johann Knöffel (Κνέφελ), ο οποίος καταγόταν από την Φρανκφούρτη. Αυτός πάντως, φέρεται ως «Πεσών εν Μεσολογγίω, τον Ιούλιον του 1823».
Ακολούθως, ο τρίτος γιατρός ήταν ο Γερμανός ταγματάρχης Johann Daniel Elster (Έλστερ), ο οποίος ξεκίνησε από τη Μασσαλία για την Ελλάδα και έφθασε στο Μεσολόγγι στις 28 Μαΐου 1822. Παρόλο, που από την Γαλλία μετέφερε μαζί του πολλά φάρμακα, όταν έφθασε στο Μεσολόγγι του είχαν απομείνει ελάχιστα. Εν προκειμένω, σε βιβλίο που εξέδωσε ο γιατρός, για την δράση του στην Ελλάδα, έγραψε σχετικά ότι είχε την ευκαιρία να αποκτήσει ό,τι του χρειαζόταν. Κι αυτό διότι στο Μεσολόγγι γνωρίστηκε με τον Μάγερ. Η ιατρική δράση του Έλστερ, γενικώς στο Μεσολόγγι υπήρξε πλούσια και εν συνεχεία έφυγε για την Πάτρα και μετά για τη Σμύρνη.
Ο τέταρτος, ήταν ο γιατρός Johannsen (Γιόχανσεν), που πέρασε από το Μεσολόγγι και ακολούθησε τον Έλστερ σαν βοηθός του. Είχε καταταγεί στη Διλοχία των Φιλελλήνων στην Κόρινθο, αλλά στην συνέχεια έμεινε στο Μεσολόγγι, γιατί αρρώστησε.
Νοσοκομεία και θεραπευτήρια Μεσολογγίου
Για τα προσωρινά νοσοκομεία, καθώς και για τους αρκετούς πτυχιούχους, αλλά και εμπειρικούς γιατρούς που εργάστηκαν κοντά στους μαχητές και αμάχους στην ιερή πόλη του Μεσολογγίου, για λόγους σεβασμού προς την πολύπαθη πόλη, θα πρέπει να αφιερώσω περισσότερες γραμμές.
Το 1823, με εφόδια και χρήματα από το αγγλικό φιλελληνικό κομιτάτο, ήρθε στο Μεσολόγγι ο Ολλανδικής καταγωγής Άγγλος γιατρός Τζούλιους Μίλινγκεν (Julius Millingen). Το 1824 οργάνωσε νοσοκομείο, στο οποίο γινόταν και διανομή φαρμάκων, καθώς και παροχή ιατρικών συμβουλών σε ασθενείς και τραυματίες, ενώ παράλληλα διετέλεσε και γιατρός του Μπάιρον. Το 1824 βρέθηκε επίσης στο Μεσολόγγι και ο Ιταλός γιατρός Μπρούνο, προσωπικός γιατρός του Μπάιρον και σε κάποιο οίκημα δημιούργησε ιατρείο και μικρό νοσοκομείο, για να εξετάζει ασθενείς και να παρέχει στοιχειώδεις χειρουργικές υπηρεσίες.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας πολιορκίας, οργανώθηκε από το γιατρό Λουκά Βάγια νοσοκομείο για τους τραυματίες, δεν υπήρχαν όμως διαθέσιμα κλινοσκεπάσματα και υγειονομικό υλικό. Η μόνη βοήθεια ήταν η παροχή ιατρικών υπηρεσιών στους τραυματίες. Ιστορεί σχετικά ο αγωνιστής Σπυρομίλιος: «Εκ της αρχής της πολιορκίας η Διοίκησις είχεν πέμψει τον δόκτορα Λουκά Βάγια, διά να συστήση εν νοσοκομείον, αλλ’ η έλλειψις των μέσων κατέστησεν και αυτό το μέτρον μάταιον, καθότι εις το νοσοκομείον δεν εύρισκον άλλον οι άνθρωποι παρά μόνον την επίσκεψιν του ιατρού, υστερούμενοι θροφήν, ιατρικά και στρώματα, ώστε εκοίτοντο χαμαί εις το έδαφος της γης». Ο Λουκάς Βάγιας κατά τα μέσα του 1825 έφυγε από το Μεσολόγγι. Στο Ναύπλιο, όπου πήγε, φαίνεται ότι θα ζήτησε μηνιαίο μισθό, προκειμένου να επανέλθει στο Μεσολόγγι. Έγγραφο προς το εκτελεστικό αναφέρει τον Ιούλιο του 1825 για τον Λουκά Βάγια: «παρακαλείται το Σ.Εκτελεστικόν να του δώση εν, μηνιαίον και να τον διατάξη να απέλθη εις τα εκείσε το ογληγορώτερον διά να επισκέπτεται τους πληγωμένους». O Βάγιας δεν επέστρεψε στο Μεσολόγγι και από τα τέλη Ιουλίου 1825 ανέλαβε υπηρεσία στο νοσοκομείο Ναυπλίου.
Κατά την τρίτη πολιορκία της Ιερής Πόλης (15 Απριλίου 1825-10 Απριλίου 1826) έως την ηρωική Έξοδο, λειτούργησε νοσοκομείο για τους τραυματίες και τους ασθενείς. Ιατρικές υπηρεσίες παρείχαν στο νοσοκομείο οι διπλωματούχοι και εμπειρικοί γιατροί της φρουράς. Μεταξύ των υπερασπιστών της πόλης, κατά την πολιορκία από τα στρατεύματα του Κιουταχή και του Ιμπραήμ, βρέθηκαν κοντά στους μαχητές της φρουράς και είκοσι γιατροί. Οι Κερκυραίοι πτυχιούχοι γιατροί Αυγουστής Θερειανός και Μαυρίκιος Βικέντιος Ρωμανός, λίγο πριν από την Έξοδο, έλαβαν εντολή να βγουν από την πόλη με ειδικές αποστολές, ο πρώτος, προκειμένου να μεταβεί στα Επτάνησα για προμήθεια τροφίμων και ο δεύτερος, προκειμένου να συνοδεύσει, τον Ιανουάριο του 1826, τραυματίες του στόλου και της φρουράς στην Ύδρα. Ο γιατρός Κωνσταντίνος Ραζής, συγγενής του ηρωικού αρχηγού των Μεσολογγιτών Θανάση Ραζηκότσικα, σπούδασε στην Ιταλία και από την αρχή του αγώνα παρείχε ιατρικές υπηρεσίες φιλάνθρωπα στους μαχητές και τους κατοίκους του Μεσολογγίου και κυρίως του Αιτωλικού, όπου ήταν εγκατεστημένος. Όταν έγινε η συνθηκολόγηση του Αιτωλικού, την 1η Μαρτίου του 1826, ο γιατρός αιχμαλωτίστηκε μαζί με όλη την οικογένειά του και μεταφέρθηκε στην Ήπειρο. Απελευθερώθηκε μετά από καταβολή λύτρων και έκτοτε εγκαταστάθηκε στα Επτάνησα. Ο γιατρός Νικόλαος Νίκας, από τα Νεζερά, έμεινε στο Μεσολόγγι, πολεμώντας και γιατρεύοντας μέχρι την Έξοδο. Το ίδιο και ο γιατρός Σταμούλης Μαυρομμάτης, από το Μεσολόγγι, ο οποίος είχε διοριστεί φαρμακοποιός της φρουράς. Ο εμπειρικός γιατρός Ματθαίος Αντωνίου, από τους Δελφούς, καθώς και οι καταγόμενοι από την περιοχή Απόκουρου Αιτωλοακαρνανίας, Χρήστος και Φώτης Αντωνίου πατέρας και γιος, ο Γεώργιος Γένειας από την Άρτα, ο Αθανάσιος Γκέκας από τη Δωρίδα, ο Νικόλαος Κωνσταντίνου από την Κέρκυρα και ο Συνέσιος Χαντζόπουλος από το Μεσολόγγι, έμειναν μέχρι το τέλος της πολιορκίας και διασώθηκαν στην Έξοδο. Επίσης, κατά την πολιορκία ή κατά την ηρωική Έξοδο, έδωσαν τη ζωή τους ο σπουδαγμένος στην Πίζα Μεσολογγίτης γιατρός Παύλος Σιδέρης και ο αδελφός του, φοιτητής της ιατρικής Γεώργιος Σιδέρης, αδέλφια του αρχιπυροβολητή Δημητρίου Σιδέρη, ο οποίος σκοτώθηκε τον Μάιο του 1825. Ακόμη, έδωσαν τη ζωή τους και εμπειρικοί γιατροί, όπως ο Βασίλειος Βονιτζάνος, Γρηγόριος Δούκας, Ιωάννης Ιωνάς, Νικόλαος Κονοφάος και Γεώργιος Κονταξής.
Κυρίαρχη ιατρική μορφή στο Μεσολόγγι, υπήρξε αναμφίβολα ο γιατρός από τη Λευκάδα Πέτρος Στεφανίτσης, που σπούδασε στην Ιταλία και εξελέγη γερουσιαστής στα Επτάνησα. Προεπαναστατικά, το 1825, εναντιώθηκε μαζί με άλλους Επτανήσιους πατριώτες γερουσιαστές στα καταχθόνια σχέδια του Άγγλου αρμοστή της Επτανήσου Θωμά Μαίτλαντ, όταν αυτός προσπάθησε να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στα χέρια του, για να περιορίσει τις ελευθερίες των Επτανήσιων. Στο Μεσολόγγι βρέθηκε από το 1821 έως την Έξοδο, προσφέροντας ιατρικές υπηρεσίες και συμμετέχοντας στην άμυνα της πόλης. Τον Δεκέμβριο του 1825 οι Μεσολογγίτες τον ανακήρυξαν «πολίτη της πόλεως», σε αναγνώριση των υπηρεσιών του. Ο γιατρός σώθηκε κατά την Έξοδο, αλλά έμεινε σχεδόν γυμνός. Για τον γιατρό Στεφανίτση είπε ο Νότης Μπότσαρης: «Ιδού ο αξιότερος όλων. Αυτός έκαμεν όσα δεν εκάμαμεν ημείς όλοι. Επολέμα και ιάτρευεν». Ο Γιάννης Βλαχογιάννης σημείωσε ότι ο Στεφανίτσης κρατούσε ημερολόγιο της πολιορκίας, το οποίο τύπωσε, αλλά δεν έχει βρεθεί. «Τέταρτον ημερολόγιον το του ιατρού Στεφανίτση άγνωστον πότε τυπωθέν, ουδαμού ευρέθη μέχρι σήμερον». Ασφαλώς με τα παραπάνω ο Βλαχογιάννης θα γράψει για το βιβλίο του Στεφανίτση, Απομνημονεύματα, που εκδόθηκε το 1839 και επανεκδόθηκε το 2019, με επιμέλεια Τριαντάφυλλου Σκλαβενίτη, από την Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών.
Φαρμακεία
Σχετικά για τα φαρμακεία και τους φαρμακοποιούς, οι πληροφορίες που υπάρχουν είναι ότι το πρώτο φαρμακείο που άνοιξε ο Ι. Ι. Μάγερ το 1822, ήταν καθαρά ιδιωτική επιχείρηση.
Όταν ήρθε ο Άγγλος Συνταγματάρχης Στάνχοπ στο Μεσολόγγι, τον Δεκέμβριο του 1823, αφού δεν μπόρεσε να οργανώσει νοσοκομείο, ίδρυσε ένα φαρμακείο. Το αναφέρει ο ίδιος σε γράμμα του της 4ης Φεβρουαρίου του 1824 και ότι το φαρμακείο έγινε και είχε επιτυχία. Οι πλούσιοι πλήρωναν μια μικρή τιμή για τα φάρμακά τους, ενώ οι φτωχοί όχι. Σε άλλο του γράμμα αναφέρει πως τα χρήματα για να ανοίξει το φαρμακείο τα έδωσε ο ίδιος, δεν είναι όμως γνωστό, ποιος εργαζόταν σε αυτό.
Όταν ο Μάγερ, τον Δεκέμβριο του 1823 ανέλαβε την σύνταξη της εφημερίδας, το φαρμακείο του έκλεισε.
Φάρμακα είχε φέρει και ο Βύρων όταν ήρθε στην Ελλάδα. Τα είχε αγοράσει στην Ιταλία και του είχαν στοιχίσει 70-80 λίρες, και τα προόριζε για το στρατό, που θα οργάνωνε.
Στο βιβλίο του ο Ιταλός Κόμης Π. Γκάμπα, Υπασπιστής του Βύρωνα, γράφει πως ο λόρδος έφερε πολλά κιβώτια με φάρμακα αρκετά για 1.000 άτομα, και για ένα χρόνο. Ο Απ. Βακαλόπουλος γράφει ότι ο Βύρων, το 1823, έστειλε από την Κεφαλονιά φάρμακα στο Μεσολόγγι για τους πληγωμένους.
Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1824 ήρθε στο Μεσολόγγι το μπρίκι ΑΝΝΑ, που έφερνε εφόδια πυροβολικού που έστελνε το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου. Μαζί με αυτά υπήρχε και μία ποσότητα φαρμάκων και ακόμα 1.000 λίρες, δώρο της Δημαρχίας του Λονδίνου.
Στις αρχές του 1825 και πριν από την τελευταία πολιορκία, ο Ιταλός φαρμακοποιός Πιέτρο Κάρολο είχε ανοίξει στο Μεσολόγγι μια «Σπετσαρία» (φαρμακείο), όπως αναφέρει ο Βλαχογιάννης.
Από τη Ζάκυνθο, ακόμα, έστειλαν «πλήθος ιατρικών» που προσέφερε ο Ζακυνθινός φαρμακοποιός Διονύσιος Δαμουλιάνος και τα έστειλε στο Μεσολόγγι ο Λαδόπουλος με τη μπομπάρδα του Λεονταρίτη.
Τους τελευταίους μήνες της τρίτης πολιορκίας, όπως φαίνεται, υπήρξε κάποια βελτίωση στην περίθαλψη των ασθενών και μια πιο ανθρώπινη μεταχείριση των τραυματιών.
Νοσολογική Κατάσταση
Τώρα, στον τομέα της νοσολογικής κατάστασης, το υγρό και νοσηρό κλίμα της πόλης, λόγω της λιμνοθάλασσας, σε συνδυασμό με την κακή έως ακατάλληλη ποιότητα τροφής, αναγκαστικά προκάλεσαν νόσους του γαστρεντερικού συστήματος. Αναφέρονται συχνότατα επεισόδια διάρροιας και δυσεντερίας και η έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης δεν βοηθούσε στην σύντομη και πλήρη αποκατάσταση της υγείας. Η κακή ποιότητα της διατροφής (π.χ. έτρωγαν βραστά αρμυρίκια) οδήγησε αναπόφευκτα και σε σημεία και συμπτώματα αβιταμίνωσης. Είναι χαρακτηριστικός ο απλός τρόπος καταγραφής τους από τον αυτόπτη μάρτυρα Νικόλαο Κασομούλη:
«…η ασθένεια των περισσοτέρων ήτον ο πονόστομος, και μεταχειρίζοντο ξείδι διά την θεραπείαν, έπειτα, πόνος εις ταις κλειδώσες, γόνατα, στραγάλια και αγκώνες». Ακόμη, στις δύσκολες συνθήκες πολιορκίας, τα άταφα πτώματα δημιουργούσαν εστίες μόλυνσης και δυσωδίας και οι «ελεύθεροι-πολιορκημένοι» ταλαιπωρούνταν και από ψείρες, ιδίως οι ασθενείς και οι τραυματίες. Από τους αρρώστους, περισσότεροι ήταν βέβαια, οι πληγωμένοι του πολέμου, αγωνιστές και απλοί πολίτες που είχαν τραυματιστεί από τις βόμβες. Και οι παθολογικές περιπτώσεις δεν ήταν λίγες. Το καλοκαίρι ήταν οι θέρμες ( ελονοσία), το χειμώνα κρυολογήματα και πνευμονίες.
Σχετικά με τον Μπάιρον
Όταν ο Λόρδος Βύρων αρρώστησε στο Μεσολόγγι, στις αρχές Απριλίου 1824, έσπευσε κοντά του μια ομάδα από επιστήμονες γιατρούς, που είχαν σπουδάσει σε διάφορα πανεπιστήμια της Ευρώπης, όπως ο Ολλανδικής καταγωγής Άγγλος Τζούλιους Μίλινγκεν, που πιθανότατα είχε σπουδάσει σε αγγλικό πανεπιστήμιο, ο νεαρός Ιταλός γιατρός Αλμπέρτο Μπρούνο, προσωπικός γιατρός του Μπάιρον, που είχε σπουδάσει στο Τορίνο, ο Γερμανός Ερρίκος Τράιμπερ, που είχε σπουδάσει στη Γερμανία και είχε μετεκπαιδευτεί στη χειρουργική στο Παρίσι, και, τέλος, ο Έλληνας Λουκάς Βάγιας, που είχε σπουδάσει για αρκετά χρόνια, με έξοδα του Αλή πασά, σε πανεπιστήμια της Βιέννης, του Παρισιού και της Λειψίας. Είναι βέβαιο, ότι αυτοί θα του συνιστούσαν ό,τι διέθετε τότε το καλύτερο θεραπευτικό οπλοστάσιο της επιστήμης.
Ποιά ήταν η θεραπευτική αγωγή που εφάρμοσε το συμβούλιο των γιατρών του Μπάιρον, ο οποίος, σύμφωνα με τη διάγνωση, έπασχε από φλογιστικό ρευματικό πυρετό; Αφαιμάξεις, βδέλλες, καταπλάσματα, εκδόριο, καθώς και χορήγηση οπίου, φλοιού κίνας και νάρδου, η σχεδόν πάγια αντιμετώπιση όλων περίπου των νοσημάτων από τους γιατρούς τότε. Από όλα αυτά, αντικειμενικά, μόνον ο φλοιός κίνας θα ανακούφιζε τον ασθενή από τον πυρετό. Τα άλλα θεραπευτικά μέσα που προτάθηκαν, ουσιαστικά, ουδεμία θεραπευτική δύναμη είχαν σε ασθενή, που έπασχε μάλλον από πνευμονία και πιθανότατα θα είχε προσβληθεί και από ελονοσία. Οι γιατροί Μπρούνο και Βάγιας, ακολουθώντας την ιατρική της εποχής, τάχθηκαν υπέρ της χορήγησης «αντισπασμωδικής αγωγής», ενώ οι γιατροί Μίλινγκεν και Τράιμπερ, τάχθηκαν υπέρ της «αντιφλογιστικής αγωγής». Τελικά, στον Μπάιρον δόθηκαν φάρμακα που κάλυπταν και τις δύο διαγνωστικές προσεγγίσεις, ενώ όλοι οι γιατροί ήταν σύμφωνοι να αυξηθούν οι βδέλλες πίσω από τα αυτιά και στο λαιμό. Οι γιατροί του Μπάιρον εφάρμοσαν την ιατρική που γνώριζαν, την ιατρική που είχαν διδαχθεί στα Πανεπιστήμια που σπούδασαν. Όταν, ο προσωπικός του γιατρός Μπρούνο θερμοπαρακαλούσε, με δάκρυα, στα μάτια τον Μπάιρον να δεχθεί να υποβληθεί σε νέα αφαίμαξη, που είχε αποφασίσει το συμβούλιο των γιατρών, πίστευε ακράδαντα στη θεραπευτική αποτελεσματικότητα της αφαίμαξης, πλην όμως ο Μπάιρον αρνήθηκε να υποβληθεί στην αγωγή αυτή, με αποτέλεσμα να καταλήξει!
Τέλος
Η θυσία του Μεσολογγίου, που επί 12 ολόκληρους μήνες αντιστάθηκε ηρωικά, προώθησε το ελληνικό ζήτημα, όσο καμία άλλη ελληνική νίκη. Οι φλόγες του Μεσολογγίου θέρμαναν τις καρδιές των πολιτισμένων λαών και τους ξεσήκωσαν σε μια αληθινή σταυροφορία για την απελευθέρωση του Ελληνικού Έθνους. Οι ξένες δυνάμεις άρχισαν να κοιτούν σοβαρά την υπόθεση της ελληνικής επανάστασης, ενώ, τόσο η καθυστέρηση όσο και η φθορά των Τουρκοαιγυπτίων στο Μεσολόγγι, έδωσε τη δυνατότητα στις Ελληνικές Δυνάμεις, στην υπόλοιπη Ελλάδα, ν’ ανασυνταχθούν. Δεν είναι υπερβολή να πούμε, ότι η θυσία των υπερασπιστών, αλλά και των αμάχων του Μεσολογγίου, εξασφάλισε την ελευθερία της Ελλάδος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ :
- Γενικά Αρχεία του κράτους (ΓΑΚ)
- Χρ. Ευαγγελάτου : «Ιστορία του Μεσολογγίου». Αθήναι, 1959.
- Νικ. Κασομούλη: «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων». Αθήνα, 1939.
- Νικ. Κολόμβα : «Η Εποποιΐα της Κλείσοβας». Αθήνα, 1997.
- Νικ. Κολόμβα : «Βασιλάδι». Αθήνα, 2010.
- Κ.Γ. Μακρυκώστα : «Μεσολογγίτικα 1821-1826». Αθήνα, 1984.
- Διον. Ρώτα : «Ιστορικό Αρχείο». Αθήναι, 1906.
- Κ. Στασινόπουλου : «Το Μεσολόγγι». Αθήναι, 1925.
- Σπυρίδωνος Τρικούπη : «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως». Αθήναι, 1888.
- Λάζαρου Ε. Βλαδίμηρου : «Γιατροί και Ιατρική στην Επανάσταση του 1821», Εκδ. Μπαλτά, 2014.
- Αριστείδη Γ. Διαμαντή : «Επιτομή Ιστορίας της Στρατιωτικής Ιατρικής και Νοσηλευτικής στην Ελλάδα», Εκδ. Σ.Α.Ν, Αθήνα, 2011.
- Αλληλογραφία Φρουράς Μεσολογγίου (1825-1826), Αθήναι 1963.
- Νικολάου Μακρή: Ιστορία του Μεσολογγίου, Αθήναι 1957.
- Σπυρομίλιου: Απομνημονεύματα της Δευτέρας Πολιορκίας του Μεσολογγίου (1825-1826), Αθήναι 1957.
- Πέτρου Στεφανίτση: Απομνημονεύματα (1821-1839), Αθήνα 2019.