Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

*Γράφει η Τζένη Λιαλιούτη επίκουρη καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης στο ΕΚΠΑ.

«Θα επιβιώσει η αμερικανική επιστήμη της προεδρίας Τραμπ;» ήταν το ερώτημα που έθεσε πριν από λίγες ημέρες το, διεθνούς φήμης, επιστημονικό περιοδικό «Nature». Το ερώτημα, που παλιότερα θα ηχούσε ως παραδοξολογία, πυροδοτήθηκε από την επίθεση Τραμπ στις εκπαιδευτικές και ερευνητικές υποδομές των Ηνωμένων Πολιτειών. Από τις πιο ηχηρές εκφάνσεις της επίθεσης υπήρξε η δραστική μείωση της κρατικής χρηματοδότησης προς τα κορυφαία πανεπιστήμια της χώρας, καθώς και ο περιορισμός της διάθεσης ερευνητικών κονδυλίων. Η κίνηση αυτή συνδέθηκε από τον αμερικανό πρόεδρο με μία άνευ προηγουμένου πολιτική παρέμβαση στο περιεχόμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ομως, αυτή η εξέλιξη αποτελεί μία μόνο όψη της ρήξης που καταγράφεται στη σχέση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με τον εκπαιδευτικό και ερευνητικό ιστό της χώρας. Εξίσου κρίσιμες πτυχές αυτής της ρήξης αποτελούν η διαμόρφωση μιας εχθρικής στάσης έναντι των μη αμερικανών ακαδημαϊκών και φοιτητών, καθώς και η αμφισβήτηση της εγκυρότητας και της αξίας της επιστημονικής γνώσης. Οι επιλογές αυτές σηματοδοτούν μία τομή στη σχέση της αμερικανικής κυβέρνησης με την παραγωγή της επιστημονικής γνώσης.

Στα μεταπολεμικά χρόνια, για λόγους που αφορούσαν και τη γεωπολιτική συγκυρία του Ψυχρού Πολέμου, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπήρξε αποφασιστικός παράγοντας της επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης μέσα από τη θεαματική ενίσχυση της κρατικής χρηματοδότησης. Συγχρόνως, ανέδειξε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε τόπο υποδοχής επιστημόνων, καθώς και σε χώρα διάχυσης επιστημονικών και τεχνολογικών προτύπων. Το τρίπτυχο αυτό – κρατική υποστήριξη της έρευνας, προσέλκυση ανθρώπινου δυναμικού υψηλών προσόντων, διαμόρφωση διεθνικών δικτύων διάδοσης των αμερικανικών επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων – θεμελίωσε την επιστημονική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία αποτέλεσε παράλληλα με την οικονομική και στρατιωτική ισχύ, προϋπόθεση της αμερικανικής ηγεμονίας.

Η επιδίωξη της ισχύος παραμένει ασφαλώς προτεραιότητα της προεδρίας Τραμπ. Μεταβάλλει, όμως, τους τρόπους επιδίωξής της. Με αιχμή του δόρατος τις θεωρίες συνωμοσίας που επικεντρώνονται στον κορωνοϊό και στην κινεζική απειλή, ο Τραμπ επιχειρεί με πρόσφατο εκτελεστικό διάταγμα να περιχαρακώσει την ιατρική έρευνα στα όρια του έθνους-κράτους δυσχεραίνοντας τις συνέργειες με τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Η στάση του Ντόναλντ Τραμπ στην πανδημία του κορωνοϊού υπήρξε, άλλωστε, ενδεικτική της ευθείας αμφισβήτησης της επιστήμης και των φορέων της. Ωστόσο, τα παραπάνω δεν θα πρέπει να συνδεθούν μονοσήμαντα με το πρόσωπο του Τραμπ. Από πολλές απόψεις, συνιστούν συνέχεια του αμερικανικού συντηρητισμού και των «πολέμων της κουλτούρας», όπως εκτυλίσσονται τις τελευταίες δεκαετίες στις ΗΠΑ. Ο αμερικανικός συντηρητισμός πολιτικοποίησε το διδακτικό πρόγραμμα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης ταυτίζοντας συγκεκριμένα επιστημονικά πεδία με την αποκαλούμενη πολιτική ορθότητα και την κυριαρχία των φιλελεύθερων ελίτ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε η μάχη κατά της θεωρίας της εξέλιξης στα σχολεία. Ετσι, όταν το 2015 ο Τραμπ στο βιβλίο του για την «τραυματισμένη Αμερική» έγραφε πως το «στρατόπεδο της πολιτικής ορθότητας έχει καταλάβει τα σχολεία μας», αυτό απηχούσε ένα οικείο μοτίβο του συντηρητικού λόγου.

Στοιχεία συνέχειας με όσα εφαρμόζονται από την προεδρία Τραμπ έναντι των εκπαιδευτικών και ερευνητικών θεσμών μπορούμε να εντοπίσουμε και στο ογκώδες μανιφέστο Project 2025 που εξέδωσε, το 2023, ο συντηρητικός οργανισμός παραγωγής ιδεών Heritage Foundation. Το μανιφέστο θέτει στο στόχαστρό του τα ερευνητικά κέντρα των ΗΠΑ, και ιδιαίτερα το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (NIH). Το τελευταίο δαιμονοποιείται για τη δράση του σε μη αποδεκτά, από τον οργανισμό, πεδία έρευνας, ενώ υποδεικνύεται ως πιθανός υπαίτιος για τη δημιουργία του κορωνοϊού. Επιπλέον, καλεί σε συρρίκνωση ερευνητικών φορέων όπως το Γραφείο Ωκεάνιας και Ατμοσφαιρικής Ερευνας, στο οποίο καταλογίζει ότι μέσω της «θεωρητικής επιστήμης» τροφοδοτεί έναν ατεκμηρίωτο πανικό για την κλιματική αλλαγή. Το ίδιο κείμενο παρουσιάζει τα αμερικανικά πανεπιστήμια ως διαβρωμένα από τη «woke» κουλτούρα, αλλά και από την κινεζική προπαγάνδα, ενώ στηλιτεύει την ηγεσία των κορυφαίων πανεπιστημίων της χώρας ως ξένη προς την κουλτούρα και την ιδεολογία του μέσου Αμερικανού. Αξίζει επίσης να προσεχτεί ότι κάνει λόγο για μια «επιστήμη των πολιτών», η οποία θα πρέπει να μπορεί να ελέγχει και να εγκαλεί τη θεσμική επιστήμη για «σφάλματα». Ταυτίζοντας την επιστήμη με τις ελίτ και βάζοντας σε αντιπαράθεση τον μέσο άνθρωπο με τους φορείς της επιστημονικής γνώσης, ο τραμπισμός, αλλά και κύκλοι του αμερικανικού συντηρητισμού, υπονομεύουν την επιστημονική κατανόηση του κόσμου, και άρα τη δυνατότητα της ορθολογικής οργάνωσής του.

ΕΚΠΑ © 2025. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος

Μετάβαση στο περιεχόμενο
EN