της Σμαράγδης Μαρινάκη, Επίκουρη Καθηγήτρια Νεφρολογίας, Κλινική Νεφρολογίας και Μεταμόσχευσης Νεφρού ΕΚΠΑ, Ιατρική Σχολή, Λαϊκό Νοσοκομείο
Ο εμβολιασμός για SARS-CoV-2 αποτελεί τον μοναδικό αποτελεσματικό και εφαρμόσιμο σε μεγάλη έκταση προληπτικό τρόπο ελέγχου της πανδημίας COVID-19. Τα mRNA εμβόλια της Pfizer (BNT162b2) και Moderna (m1273) έχουν ευρεία χρήση, εφόσον από τις διεθνείς μελέτες έχουν αποδειχθεί ασφαλή και αποτελεσματικά.
Τα άτομα με μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων έχουν αυξημένο κίνδυνο για όλες τις σοβαρές επιπλοκές οι οποίες σχετίζονται με λοίμωξη από τον ιό SARS-CoV-2 ενώ διατρέχουν περίπου 3,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να καταλήξουν μετά από νόσο COVID-19 συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό. Για το λόγο αυτό, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, συμπεριλήφθηκαν στις πρώτες ομάδες προτεραιότητας μεταξύ των ευπαθών πληθυσμών για εμβολιασμό έναντι του COVID-19. Δυστυχώς, αποτελέσματα μελετών δείχνουν μειωμένη ανοσοαπάντηση σε άτομα με μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων, ακόμα και μετά από δύο ή/και τρεις δόσεις εμβολίου και με τα δύο διαθέσιμα mRNA εμβόλια, ενώ τα δεδομένα από τη χρήση άλλων διαθέσιμων εμβολίων σε αυτόν τον πληθυσμό είναι πολύ περιορισμένα.
Σε μία μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό “Vaccines”, οι Καθηγητές και Ιατροί της Κλινικής Νεφρολογίας και Μεταμόσχευσης της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στο Νοσοκομείο Λαϊκό Σμαράγδη Μαρινάκη, Ευστάθιος Ξαγάς, Παρασκευή Τσούτσουρα και Ιωάννης Ν. Μπολέτης, σε συνεργασία με τον Σωτήρη Ρούσσο και τους καθηγητές Άγγελο Χατζάκη και Βάνα Σήψα του Εργαστηρίου Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής και τους Ιατρούς του Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου (ΩΚΚ) Δημήτρη Ντεγιάννη και Σταμάτη Αδαμόπουλο μελέτησαν την αντισωματική απάντηση, την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα ένα μήνα μετά από πλήρη εμβολιασμό με ένα από τα δύο mRNA εμβόλια σε ένα μεγάλο πληθυσμό 455 μεταμοσχευμένων συμπαγών οργάνων. Η αντισωματική απάντηση αν και γενικά χαμηλή (39%), ήταν υψηλότερη μεταξύ όσων εμβολιάστηκαν με το εμβόλιο mRNA1273 (Moderna) συγκριτικά με το εμβόλιο BNT162b2 (Pfizer/BioNTech). Η θετικοποίηση των αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό με το εμβόλιο της Moderna ήταν 47% συγκριτικά με 36% σε αυτούς που εμβολιάστηκαν με αυτό της Pfizer (p=0.025) , ενώ οι διάμεσοι τίτλοι αντισωμάτων ήταν 31 ( εύρός7-372) AU/ml και 11 (εύρος 7-215) AU/ml, αντίστοιχα.
Στην πολυπαραγοντική ανάλυση, ο εμβολιασμός με το εμβόλιο BNT162b2, η λήψη αντιμεταβολίτη και κορτικοστεροειδών, το θήλυ φύλο, και η μεγάλη ηλικία ήταν παράγοντες που σχετίζονταν αρνητικά με την ανάπτυξη αντισωμάτων, ενώ το είδος του μεταμοσχευθέντος οργάνου ήταν επίσης στατιστικά σημαντική μεταβλητή. Αναφορικά με την ασφάλεια, δεν παρουσιάστηκε κανένα μείζον σύμβαμα ενώ ήπιες ανεπιθύμητες ενέργειες με συχνότερη τον πόνο στο σημείο της έγχυσης διαπιστώθηκαν στο 69% και 63% των ασθενών μετά την 1η και 2η δόση αντίστοιχα.
Μετά την αρχική μελέτη, οι ίδια ομάδα ερευνητών, έχει προχωρήσει σε περαιτέρω μελέτη και των δύο παραμέτρων της ανοσοαπάντησης, δηλαδή τόσο της χυμικής ανοσίας (τίτλος εξουδετερωτικών αντισωμάτων) όσο και της κυτταρικής ανοσίας με τη μέθοδο Quantiferon (IFN-γ release assay).
Επί του παρόντος, έχει ολοκληρωθεί και η δεύτερη μελέτη που περιλαμβάνει μία ομάδα 144 μεταμοσχευμένων συμπαγών οργάνων στους οποίους μετρήθηκε η αντισωματική απάντηση έναν και 3 μήνες μετά τη 2η καθώς και ένα μήνα μετά την 3η δόση εμβολίου. Να σημειωθεί, ότι μετά την αρχική μελέτη που έδειξε υπεροχή της ανοσοαπάντησης με το εμβόλιο Moderna,, όλοι οι μεταμοσχευμένοι έλαβαν αυτό το είδος εμβολίου ως 3η και 4η αναμνηστική δόση. Επιπρόσθετα εξετάστηκε η απάντηση της κυτταρικής ανοσίας πριν και μετά την 3η αναμνηστική δόση.
Ένα μήνα μετά τις δύο πρώτες δόσεις ο διάμεσος τίτλος των αντισωμάτων ήταν 11 AU/ml (7–211) ενώ θετικό τίτλο αντισωμάτων είχαν 52 ασθενείς (36%). Τρεις μήνες μετά τις δύο πρώτες δόσεις οι αντίστοιχες τιμές ήταν 28 AU/ml (7 –350) και 65 (45%) αντίστοιχα, γεγονός που δείχνει ότι σε αυτό τον πληθυσμό, εκτός από μείωση, υπάρχει και καθυστέρηση της ανοσοαπάντησης. Ένα μήνα μετά την 3η δόση με το εμβόλιο mRNA1273 (Moderna), ο διάμεσος τίτλος των αντισωμάτων ήταν 1204 AU/ml (15–10859) ενώ θετικό τίτλο αντισωμάτων είχαν πλέον 103 (71.5%) ασθενείς. Επιπλέον, η θετικοποίηση των αντισωμάτων μετά την τρίτη δόση δεν φάνηκε πλέον να συσχετίζεται με το είδος του αρχικού εμβολίου.
Σε 49 ασθενείς διενεργήθηκε έλεγχος της κυτταρικής ανοσίας με τη μέθοδο απελευθέρωσης ιντερφερόνης-γ (Quantiferon). H ανταπόκριση μετά τις δύο πρώτες δόσεις βρέθηκε ιδιαίτερα χαμηλή, στο 10% (5/49) ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά σε 52 ασθενείς μετά την τρίτη δόση ανήλθαν στο 42% (22/52). Υψηλά επίπεδα αντισωμάτων πριν την τρίτη δόση συσχετίστηκαν με υψηλότερη πιθανότητα ανάπτυξης κυτταρικής ανοσίας μετά από αυτή. Τα αποτελέσματα αυτά θα ανακοινωθούν τον Ιούνιο στο Πανελλήνιο Συνέδριο Νεφρολογίας, ενώ και αυτή η μελέτη βρίσκεται στο στάδιο της συγγραφής προς δημοσίευση.
Επιπλέον, η ίδια ερευνητική ομάδα διενεργεί ανάλυση της κινητικής των αντισωμάτων μετά και την 4η δόση εμβολίου ενώ σε επιλεγμένο αριθμό ασθενών, μελετάται η κυτταρική ανοσία μετά τη 2η και 3η επαναληπτική δόση εμβολιασμού και με τη μέθοδο ELISPOT, στο ΙΒΕΑΑ, υπό την επίβλεψη του καθηγητή Ανδρεάκου.
Με δεδομένη την μειωμένη ανοσοαπάντηση και τον υψηλό κίνδυνο λοίμωξης ακόμα και μετά από πλήρη εμβολιασμό στους λήπτες συμπαγών οργάνων, οι μελέτες αυτές έχουν συμβάλει καθοριστικά στη βελτιστοποίηση της καθιερωμένης εμβολιαστικής πρακτικής σε αυτό τον ευάλωτο πληθυσμό ανοσοκατεσταλμένων ασθενών.