Στις 8 Οκτωβρίου, στις 6.00 μ.μ., θα εγκαινιαστεί στην πλατεία Κοτζιά η εικαστική δράση σε δημόσιο χώρο ‘Moodboard’ του εικαστικού Γιώργου Δρίβα. Έργο από τους πολίτες για τους πολίτες, το ‘Moodboard’ αποτελεί προϊόν συνεργασίας μεταξύ τέχνης και επιστήμης, καθώς αφετηρία έχει τα αποτελέσματα μιας μεγάλης έρευνας του καθηγητή Κοινωνιολογίας του Ε.Κ.Π.Α. Νίκου Παναγιωτόπουλου τα οποία δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο του με τίτλο Οι πολίτες μιλούν για την Ελλάδα (Εκ. Πεδίο, 2021).
Πρωτότυπο, παρεμβατικό, συμμετοχικό, αυτό το εικαστικό έργο έχει μια ρεαλιστική βάση, την κρίση της πολιτικής εκπροσώπησης στη χώρα μας. Χρηματοδοτείται από το υπουργείο Πολιτισμού, ενώ το αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή ο Δήμος Αθηναίων και θα εγκαινιαστεί στις 8 Οκτωβρίου, στην πλατεία Κοτζιά, από τον δήμαρχο Αθηναίων Χάρη Δούκα. Την απογευματινή εκδήλωση θα χαιρετίσει ο πρύτανης του ΕΚΠΑ, καθηγητής Γεράσιμος Γιάσος, ενώ παρεμβάσεις θα γίνουν, με προβολή σε οθόνη, από προσωπικότητες –όχι μόνο της ακαδημαϊκής κοινότητας– και θα ακολουθήσει συναυλία και πάρτι.
Η δράση αποτελείται από μια διαδραστική φωτιστική εγκατάσταση, εμπνευσμένη από το πολύεδρον του έργου “Melencolia I” του Albrecht Dürer, η οποία θα αλλάζει χρώμα με βάση το πως θα δηλώνει ότι αισθάνεται ο εκάστοτε πολίτης-επισκέπτης της, σε σχέση με βασικά ζητήματα της διακυβέρνησης του, στην βάση ενός σύντομου ερωτηματολογίου που θα του απευθύνεται, και αποσκοπεί να σηματοδοτήσει την ανάγκη εφεύρεσης και δημιουργίας ενός είδους ανοιχτού λαϊκού βήματος έκφρασης των πολιτών, νέων μορφών Αγοράς του Δήμου, όπου οι πολίτες θα δηλώνουν και θα καταγράφουν την σχέση τους με τους φορείς εκπροσώπησης και διαχείρισης των ζητημάτων που απασχολούν την ζωή τους.
Αρχικά μαθητής και στη συνέχεια στενός συνεργάτης του κορυφαίου Γάλλου κοινωνιολόγου Πιερ Μπουρντιέ, στο ίδρυμα του οποίου είναι σήμερα αντιπρόεδρος, Ιππότης των Γραμμάτων και των Τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας, με πλούσιο διδακτικό και ερευνητικό έργο, ο καθηγηητής Νίκος Παναγιωτόπουλος εδώ και 15 χρόνια ασχολείται με τη δημόσια κοινωνιολογία «προσπαθώντας ένα κομμάτι των εργασιών μου να μην μένουν σε έναν κύκλο ακαδημαϊκό, αλλά να διαχέονται στους πολίτες», με τον θεατρικό λόγο, τη μουσική, με ντοκιμαντέρ και άλλες δράσεις. Συνοδοιπόρος του αυτή τη φορά είναι ο Γιώργος Δρίβας, ο οποίος με το περίφημο «Εργαστήριο Διλημμάτων» εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2017, ενώ το έργο του παρουσιάστηκε στο Annex M του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Αθήνας αλλά και στο Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Ρώμης.
Μιλώντας στην Εφημερίδα των Συντακτών και την Παρή Σπίνου, ο καθηγητής Νίκος Παναγιωτόπουλος υπογράμμισε: «Απέναντι στο μείζονος σημασίας φαινόμενο της κρίσης της πολιτικής εκπροσώπησης που αποτέλεσε το ερέθισμά μας για να δημιουργηθεί το Μοοdboard, με την αφορμή των 50 ετών από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας και των 80 χρόνων από την απελευθέρωση της Αθήνας, και με την κοινή πεποίθηση πως είναι ο καιρός να φανταστούμε και να δημιουργήσουμε ανοικτούς χώρους αλλά και τρόπους που θα είναι ικανοί να φιλοξενήσουν μια ποικιλία προσεγγίσεων και αναμετρήσεων με τα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα, επιχειρήσαμε να δημιουργήσουμε μια γλώσσα η οποία επικοινωνεί την ανάγκη να ληφθεί υπόψη και να διασφαλιστεί από τους κυβερνώντες η αξιοπρέπεια και αυθεντικότητα των απόψεων των καθημερινών ανθρώπων που αποκλείονται από τον δημόσιο λόγο και τη δημόσια θέα», Επεσήμανε παράλληλα ότι «μια εικαστική γλώσσα η οποία σε συνεργασία με το κοινωνιολογικό βλέμμα επιδιώκει να μετατραπεί σε εργαλείο αποκατάστασης και χειραφέτησης με συμβολική ισχύ, συμβάλλοντας στην ανάδυση ενός απολύτως νόμιμου και αναγκαίου σκοπού: να βγουν οι πολίτες από την αφάνεια, από την ανυπαρξία, να μεταμορφωθούν σε δρώντες πολίτες, σε μετόχους της διακυβέρνησής τους». Για να συμπληρώσει ότι η έρευνά του «διαπίστωσε και εξέτασε και το γεγονός της συνεχώς αυξανόμενης απογοήτευσης των πολιτών εξαιτίας της αίσθησής τους πως οι οδύνες τους δεν έχουν χώρο για να εκφραστούν, πως δεν κατανοούνται από τους κυβερνώντες οι νέες μορφές αλλοτρίωσης που τους κατοικούν αποστερώντας τους, πολύ συχνά πια, τόσο τους όρους όσο και τους λόγους ύπαρξής τους, πως καμιά εξουσία που τους κυβερνά δεν επιμελείται την έλλειψη ελπίδας από την οποία υποφέρουν».
Ουσιαστικά, ο πυρήνας είναι μια βαθιά κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης: «Η απογοήτευση αυτή ενδυναμώνεται από την απομάγευση της πολιτικής στην οποία όλο και περισσότεροι πολίτες οδηγούνται εξαιτίας της συνειδητοποίησης πως ο πολιτικός κόσμος κλείνεται στον εαυτό του απασχολούμενος με τα παιχνίδια και τις διακυβεύσεις της αναπαραγωγής του. Οι πολίτες αισθάνονται όλο και περισσότερο στο περιθώριο του κράτους, το οποίο το αντιμετωπίζουν ως αδιάφορη και ενίοτε ως εχθρική δύναμη στον βαθμό που δεν αποσκοπεί στη φιλία τους, δεν τους ζητά τίποτε άλλο πέρα από τη συνεχή επαφή με τις οικονομικές του υπηρεσίες, και, σε κάθε περίπτωση, δεν τους ζητά την αφοσίωσή τους σε μια συλλογική οργανική αλληλεγγύη και την ενθουσιώδη συμμετοχή τους σε μια καθολικά αναγνωρισμένη συλλογική προσπάθεια. Και πώς να μην αισθάνονται έτσι όταν μέσα από τις καθημερινές πολιτικές διαδικασίες οι πολίτες αναγνωρίζουν την πρακτική ακύρωση της πολιτικής ευθύνης για την ηθική κατάπτωση του κράτους, με τη διπλή έννοια της λέξης, της απώλειας του ηθικού και της ηθικής. Με δυο λόγια καταγράφτηκε μια βαθιά κρίση πολιτικής εκπροσώπησης».
Αυτή η κρίση εκπροσώπησης προκύπτει καθώς «σταδιακά ο πολιτικός κόσμος κλείνεται όλο και πιο πολύ στον εαυτό του, στα δικά του διακυβεύματα. Μετατρέπεται το “ζω για”, σε “ζω από” την πολιτική. Αντιλαμβάνεται ο πολίτης ότι όταν μπαίνει σε αυτό το σύστημα της πολιτικής εκπροσώπησης, σιγά σιγά παράγονται παιχνίδια και συμφέροντα που είναι εντελώς ξένα από τα συμφέροντα για να παραμείνει εκεί. Αυτό οδηγεί σε μια απομάγευση», μας απαντά. «Απομαγευμένοι εντελώς από ένα σύστημα που δεν έχει ούτε ηθική ούτε ηθικό, το μόνο που τους ενώνει είναι… να πας στην Εφορία. Δεν υπάρχει κάτι που να τους εντάσσει ως κοινούς μετόχους σε ένα σχέδιο ηθικό και ο καθένας σταδιακά, με τον τρόπο που εκπροσωπείται οδηγείται στην πολιτική κατάσταση… για την πάρτη του».
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα ο καθηγητής Νίκος Παναγιωτόπουλος επιμένει ότι «δεν μπορούμε να απαντήσουμε με ένα μότο, αλλά εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να υποχρεώσουμε, με κάποιον τρόπο, η πολιτική να θυμηθεί τον ορισμό της. Δηλαδή, ότι ο πολιτικός είναι εκεί για να εκπροσωπεί και επιπλέον ότι καθιστά το πιθανό, δυνατό. Αυτός δεν είναι ο βασικός ορισμός της πολιτικής; Αυτά τα δυο, ότι είμαι εδώ, και είμαι εδώ για να υλοποιήσω κάτι, να κάνω μια ανατροπή ρεαλιστική, να αλλάξω τα πράγματα, έχουν χαθεί εντελώς. Πρέπει να επανεφεύρουμε το πώς θα μπορέσουν οι πολίτες να αναλάβουν ξανά. Θέλω να σηματοδοτήσω την ανάγκη αυτή, ότι είναι στο χέρι των πολιτών και στους πολιτικούς ότι θα πρέπει να μας λαμβάνουν υπόψη». Γι’ αυτό και υπογραμμίζει ότι το κίνητρο για τη συμμετοχή σε αυτή την εικαστική παρέμβαση είναι «να μπορέσω να βάλω σε μια διαδικασία τους υπεύθυνους περί πολιτικής να δημιουργήσουν νέους όρους παραγωγής νέων μορφών συμμετοχικότητας των πολιτών».
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος και ο Γιώργος Δρίβας συνομίλησαν για την εικαστική παρέμβαση αυτή με τον Κ.Β. Κατσουλάρη και η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Bookpress.
«Νίκος Παναγιωτόπουλος: Εγκαταλείψαμε το ασφαλές και γνώριμο πλαίσιο εργασίας μας για να ριψοκινδυνεύσουμε σε ένα έδαφος που στην Ελλάδα δεν είναι ίσως τόσο κωδικοποιημένο και αναγνωρισμένο όσο θα του άξιζε, αναζητώντας μια κοινή γλώσσα, ένα είδος μετα-αφήγησης που όπως είπα δεν έχει, νομίζω, ακόμα αναπτυχθεί αρκετά. Γιατί; Πιστεύω πως είναι καιρός να εφεύρουμε νέα συμβολικά εργαλεία, να δημιουργήσουμε καινοφανείς συμμαχίες ανάμεσα σε διαφορετικούς τύπους πολιτισμικών παραγωγών με βασικό στόχο την διάχυση στο λεγόμενο «πλατύ κοινό» τρόπων κατανόησης ενός κοινωνικού κόσμου που είναι γεμάτος από παράλογες αντιφάσεις οι οποίες τον καθιστούν για πολλούς πολίτες αβίωτο.
Γιώργος Δρίβας: Ήταν σημαντικό για εμάς να ενώσουμε τους δυο τομείς στους οποίους ανήκουμε και να εργασθούμε όσο μπορούμε στο να γεννηθεί από αυτήν την ένωση κάτι που -τουλάχιστον για εμάς- θα άξιζε να υλοποιηθεί. Συζητώντας με τον Νίκο έμαθα ότι ένα από τα βασικά αποτελέσματα της έρευνάς του έδειχνε ότι οι πολίτες είναι βαθιά απογοητευμένοι από τον τρόπο που αντιμετωπίζονται από τις κυβερνήσεις τους. Έτσι σκεφτήκαμε να κάνουμε κάτι μαζί. Θέλησα με κάποιον τρόπο να οπτικοποιήσω αυτήν την πληροφορία. Περαιτέρω, σκέφτηκα ένα έργο που να μπορεί να δίνει την δυνατότητα στους θεατές του να εκφράσουν οπτικά πάνω στο έργο, πόσο απογοητευμένοι γενικώς είναι – ή δεν είναι.
Πώς μπορεί ο μη εξοικειωμένος με τη γλώσσα της τέχνης πολίτης να δει τον εαυτό του σε αυτόν τον διάλογο;
Ν.Π.: Κατ’ αρχάς να τονίσουμε πως επιχειρήσαμε να δημιουργήσουμε ένα κοινό έργο τέτοιο που υπηρετεί τις απαιτήσεις τόσο του εικαστικού κώδικα όσο και των κοινωνικών λειτουργιών της επιστήμης. Δεδομένου του ότι συχνά πολλά έργα πολιτικά “προοδευτικά”, δηλαδή προοδευτικά όσον αφορά το περιεχόμενό τους και την ρητή τους πρόθεση, χαρακτηρίζονται ως συντηρητικά από την αισθητική πλευρά, ενώ έργα πολιτικά ουδέτερα είναι αισθητικά πολύ προοδευτικά, προσπαθήσαμε να αποφύγουμε τον κομφορμισμό της παρέκκλισης. Και αυτό είναι που μας οδήγησε στη συγκριμένη εγκατάσταση η οποία, νομίζουμε και ελπίζουμε, πως μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κατάλληλης και αποτελεσματικής υποδοχής από τους πολίτες.
Γ.Δ.: Το έργο δεν είναι κάποιο κρυπτογράφημα που απαιτεί συγκεκριμένους κώδικες ανάγνωσης και κατανόησης. Αντιθέτως προσπαθεί να εγκαθιδρύσει μια όσο γίνεται μεγαλύτερη αμεσότητα στην σχέση με / και την χρήση του από τους θεατές του. Πρόκειται ουσιαστικά για φως και την χρησιμοποίησή του στον δημόσιο χώρο ως μέσο έκφρασης του κάθε πολίτη. Ο καθένας μπορεί να επηρεάσει τον φωτισμό της εγκατάστασης απαντώντας σε λίγες σύντομες ερωτήσεις για το πώς αισθάνεται. Και παρότι δυστυχώς ένα τμήμα των πολιτών με οπτική αναπηρία δεν θα μπορεί να δει το τελικό οπτικό αποτέλεσμα των απόψεών του, ερευνούμε την δυνατότητα να επαναληφθεί το έργο κάποια άλλη στιγμή και με ήχο ή μουσική. Έτσι λοιπόν οι πολίτες μπορούν να εκφράζονται και να επηρεάζουν άμεσα το φως, καταρχάς, αλλά ίσως και τον ήχο ενός έργου που αντίστοιχα και αυτό τους επηρεάζει όπως κάθε τι που βρίσκεται στον δημόσιο χώρο.
Σε μια εποχή ιδιώτευσης, μέσα από ποιες διεργασίες θα μπορούσε ο δημόσιος χώρος να βρει ξανά την πολιτική λειτουργία του;
Ν.Π.: Είναι μια εξαιρετικά δύσκολη ερώτηση για να απαντηθεί εδώ αν και απολύτως νόμιμη και αναγκαία. Περιορίζομαι να πω ότι στον σημερινό ανομικό κόσμο όπου η πολιτική δεν παύει να απομακρύνεται συνεχώς από τους πολίτες είναι απολύτως επείγουσα ανάγκη να βρεθούν τα υλικά, οικονομικά και, κυρίως, οργανωτικά μέσα για να ενθαρρύνουμε όλους τους αρμόδιους επιστήμονες να ενώσουν τις δυνάμεις τους και τις προσπάθειές τους με εκείνες των ενεργών και μαχόμενων πολιτών προκειμένου να επεξεργαστούν συλλογικά μια σειρά από αναλύσεις και προτάσεις με στόχο την δημιουργία και πολλαπλασιασμό νέων, όπως τις ονομάζω μορφών Αγορών του Δήμου. Χώροι όπου και με την απαραίτητη συνδρομή καλλιτεχνών, συγγραφέων και άλλων αρμόδιων πολιτισμικών παραγωγών θα μετατραπούν σε τόπους διάχυσης εργαλείων κατανόησης του κόσμου, παραγωγής πολιτικής φαντασίας και υπεράσπισης της διεύρυνσης της αμεσοδημοκρατίας.
Γ.Δ.: Στην ίδια λογική με αυτή του Νίκου, πολύ σημαντικό για εμένα είναι να δημιουργήσουμε μικρές Αγορές έκφρασης των πολιτών αλλά και να δώσουμε σε αυτούς μια απτή απόδειξη επέμβασής τους στον δημόσιο χώρο, σε αυτό που τους περιβάλλει και πολλές φορές απλώς τους επιβάλλεται. Έτσι λοιπόν το ζήτημα εδώ είναι βεβαίως η δημόσια έκφραση των πολιτών αλλά και κατ’επέκταση η αίσθηση της δύναμης του να μπορούν να επέμβουν, έστω και κατ’αρχήν συμβολικά σε αυτό που συμβαίνει, μπροστά τους. Και αυτό για μας είναι μια ύψιστη πολιτική πράξη. Αν πολιτική είναι η διαχείριση εξουσίας, τότε ας δώσουμε στους πολίτες την εξουσία να μπορούν όχι μόνο να εκφραστούν και κατ’επέκταση να ακουστούν αλλά και να επέμβουν. Γι’ αυτό σε αυτή μας τη δράση η αίσθησή τους για τα κοινά αλλά εν τέλει και για την ίδια τους την ζωή μεταφράζεται σε χρώμα και φως, ορατό σε όλους στον δημόσιο χώρο. Κι αυτό δεν γίνεται δημαγωγικά αλλά θα έλεγα σχεδόν υπαρξιακά, οντολογικά, μια που οι πολίτες εξομολογούνται κάποιες βαθύτερες σκέψεις και ανησυχίες τους, οι οποίες επηρεάζουν τον εκάστοτε φωτισμό της εγκατάστασης, που εν τέλει δείχνει κάθε μέρα πώς αισθάνονται αυτοί που την κοιτούν.»