Η εφημερίδα Real News, στις 14 Ιουλίου 2024, δημοσίευσε άρθρο του Ομότιμου Καθηγητή Οικονομικών του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Ε.Κ.Π.Α., κ. Παναγιώτη Ε. Πετράκη, με τίτλο «Το νέο πολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη και η καταναλωτική ευημερία».
Πιο αναλυτικά το άρθρο αναφέρει:
Οι αναγνώστες μας ίσως παραξενευτούν γιατί τοποθετούμε τόσο ψηλά την καταναλωτική ευημερία και εμπιστοσύνη των πολιτών. Η απάντηση βρίσκεται στο ότι είναι ίσως ο πλέον ευαίσθητος δείκτης «υψηλής συχνότητας», δηλαδή πρώιμου προβλεπτικού χαρακτήρα, για τις διαθέσεις των πολιτών απέναντι στην πολιτική. Όλα μπορούν να πηγαίνουν στην οικονομία τέλεια. Εάν, όμως, η καταναλωτική συμπεριφορά και η καταναλωτική εμπιστοσύνη δεν βρίσκονται στα καλύτερά τους, τότε εκδηλώνεται πολιτική δυσφορία προς τους διοικούντες. Τον Μάιο του 2023 (πριν τις εκλογές του Ιουνίου) η καταναλωτική εμπιστοσύνη στην Ελλάδα ήταν πολύ ψηλά, όπως ανοδική ήταν και το 2015 και το 2019, ενώ λίγο πριν από τις ευρωεκλογές ήταν σε καθοδική φάση και στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Ουσιαστικά, εάν οι πολίτες αισθάνονται ότι η δυνατότητά τους να καταναλώνουν (βλέπε να ευημερούν) μειώνεται ή ότι κινδυνεύει να μειωθεί, τότε την «πληρώνουν» οι κυβερνώντες, όποιοι και αν είναι αυτοί. Αυτό, μεταξύ άλλων, συμβαίνει και με τον Μπάιντεν στις ΗΠΑ και σε όλη την Ευρώπη. Μάλιστα, με την αντίληψη αυτή συνδέεται η ανάγκη των πολιτών «να γίνονται τα πράγματα», δηλαδή να είναι αποτελεσματικές οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις. Εάν μάλιστα αυτό δεν συμβαίνει, η ανάγκη μετατρέπεται στην αναζήτηση ενός «ισχυρού» κυβερνήτη που θα τους λύσει το πρόβλημα και έτσι οδηγούνται, μαζί και με άλλες αιτίες (μεταναστευτικό, ανασφάλεια) στον αυταρχικό λαϊκισμό που η άνοδός του (μαζί με τον εθνικιστικό συντηρητισμό) παρατηρείται σε όλη την Ευρώπη.
Θα πρέπει, μάλιστα, να προσεχτεί ιδιαίτερα ότι οι τάσεις αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε μία ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού, ανεξαρτήτως της πολιτικής σύνθεσής του, με άγνωστες προοπτικές και με μόνη σταθερά ίσως τον ρόλο της προσωπικότητας.
Οι τελευταίες, λοιπόν, διαπιστώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνουν μια καθυστέρηση στην καταναλωτική ανάκαμψη που είναι ο κυριότερος παράγοντας της διατήρησης της οικονομικής ανάπτυξης. Μάλιστα εκτιμάται ότι αυτή δεν θα αυξηθεί περισσότερο από 1,2% το 2024.
Η θετική αυτή αντίδραση, πάντως, στηρίζεται στην ανάκαμψη των πραγματικών εισοδημάτων που οφείλεται στη βελτίωση των πραγματικών μισθών και στη μείωση του πληθωρισμού μέσα σε μια αρκετά ισχυρή αγορά εργασίας.
Η άποψη που έχει πλέον διαμορφωθεί είναι ότι ο κυριότερος παράγοντας που λειτουργεί καθηλωτικά στην ευρύτερη ανάκαμψη της καταναλωτικής δυνατότητας είναι η σφιχτή νομισματική πολιτική (υψηλά επιτόκια) που οδηγεί (στην Ευρώπη) σε αύξηση ή διατήρηση υψηλών καταθέσεων και μακριά από την κατανάλωση. Μάλιστα, ένας από τους λόγους που διατηρείται ο ρυθμός ανάκαμψης στην ελληνική οικονομία (μαζί με τη θετική επίδραση του τουρισμού) είναι ότι δεν έχουν αυξηθεί τα επιτόκια καταθέσεων (στην Ευρώπη βρίσκονται γύρω στο 3%). Έτσι, η ρευστότητα των πολιτών στην Ελλάδα διοχετεύεται και στη «λευκή» και «σκιώδη» κατανάλωση. Βεβαίως, τα μειωμένα καταθετικά επιτόκια έχουν ως υπόβαθρο την αποκατάσταση της ισορροπίας λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος (μείωση αναβαλλόμενης φορολογίας και ιδιωτικοποίηση των τραπεζών), αλλά διαπιστώνεται ότι η ανάγκη αυτή προκαλεί μεσοπρόθεσμες διαταραχές στην ισορροπία της οικονομίας, οι οποίες θα πρέπει να εξισορροπηθούν με προσεκτικότερο σχεδιασμό, διότι και η παραοικονομία λειτουργεί και το αίσθημα της αδικίας (σε βάρος των αποταμιεύσεων) καλλιεργείται χωρίς να αναφερθούμε στην ανάγκη ενδογενούς ενίσχυσης των επενδύσεων με κυριότερους αποδέκτες τις ΜμΕ.
Με βάση την παραπάνω ανάλυση, όταν θα γίνει περισσότερο αισθητή η μείωση των επιτοκίων σε ευρωπαϊκό επίπεδο η καταναλωτική εμπιστοσύνη θα ενισχυθεί.
Το νέο πολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη, με την ενίσχυση (όχι επικράτηση) «λαϊκίστικων» απόψεων ευνοεί την προοπτική μείωσης των επιτοκίων και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ECB) θα χαρεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των Ευρωπαίων. Όμως, εμπόδιο θα μπορούσε να σταθεί μία μίνι κρίση χρέους, που θα μπορούσε να προέλθει από μία λαϊκίστικη αντίληψη οικονομικής πολιτικής π.χ. στη Γαλλία. Αυτό θα ανάγκαζε την ECB να «ανεχθεί» επί μακρόν υψηλότερα επιτόκια ή να αναλάβει τη μείωσή τους.
Όμως, εντέλει εκτιμούμε ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί, τουλάχιστον σε αξιόλογο βαθμό και ότι το πλαίσιο της αποκατάστασης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, άρα και της πολιτικής εξισορρόπησης, θα επιτευχθεί με θετικές επιδράσεις στον ρυθμό μεγέθυνσης, ο οποίος στην αρχή του έτους προβλεπόταν να κινείται σε μηδενικά επίπεδα.
Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα Real News, 14 Ιουλίου 2024