Τις τελευταίες δεκαετίες έγινε σαφές ότι τα μη μεταδοτικά χρόνια νοσήματα, τα λεγόμενα νοσήματα φθοράς, του ενήλικου πληθυσμού έχουν τις απαρχές τους στην ενδομήτρια ζωή του ανθρώπου. Στα χρόνια, μη μεταδοτικά νοσήματα, συγκαταλέγονται η παχυσαρκία κεντρικής κατανομής, δηλαδή η ονομαζόμενη κοιλιακή παχυσαρκία, η αρτηριακή υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία, ο σακχαρώδης Διαβήτης, η μη αλκοολική λιπώδης διήθηση του ήπατος, τα οποία χαρακτηρίζουν το λεγόμενο μεταβολικό σύνδρομο, και τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τα οποία στο σύνολό τους ευθύνονται για το 70% των θανάτων στο δυτικό κόσμο.
Η ενδομήτρια ζωή είναι ακριβώς το παράθυρο μέγιστης αναπτυξιακής πλαστικότητας του αναπτυσσόμενου οργανισμού, κατά το οποίο παθήσεις της εγκύου, π.χ. η παχυσαρκία της, η αρτηριακή της υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, αλλά και η διατροφή της καθώς και η ψυχική της ευεξία καθορίζουν κατά πολύ την επάρκεια παροχής θρεπτικών συστατικών στο αναπτυσσόμενο έμβρυο. Κατά συνέπεια δυσμενείς ενδομήτριες επιδράσεις, όπως π.χ. ανεπαρκής προσφορά θερμίδων, ανεπάρκεια του πλακούντα, κάπνισμα της εγκύου ή κατάχρηση ουσιών, π.χ. αλκοόλ, αλλά και αυξημένο στρες οδηγούν σε ανεπαρκή ενδομήτρια αύξηση του εμβρύου και τελικά αυξημένο κίνδυνο το νεογνό να γεννηθεί λιποβαρές, δηλαδή με χαμηλό βάρος για τη διάρκεια κύησης. Η ανεπαρκής αυτή ενδομήτρια ανάπτυξη, στην εξωμήτρια ζωή, μπορεί να διαταράξει τα αισθήματα πείνας και κορεσμού του βρέφους και στη συνέχεια του παιδιού ευνοώντας την αποθήκευση θρεπτικών συστατικών στο λιπώδη ιστό με αποτέλεσμα την εδραίωση παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας, η οποία αποτελεί παράγοντα αυξημένου κινδύνου για παχυσαρκία στην ενήλικη ζωή αυξάνοντας τον μεταβολικό και καρδιαγγειακό κίνδυνο. Στον αντίποδα της ενδομήτριας υπολειπόμενης ανάπτυξης, και η υπερβολική έκθεση του εμβρύου σε αυξημένα επίπεδα γλυκόζης της εγκύου ή στην παχυσαρκία της εγκύου οδηγεί σε γέννηση νεογνού με μεγάλο βάρος γέννησης, το οποίο επίσης διατρέχει αυξημένο κίνδυνο για μελλοντική παχυσαρκία και μεταβολικό σύνδρομο. Είναι κατανοητό λοιπόν πώς η ενδομήτρια ζωή προδιαθέτει σε μελλοντική ευαλωτότητα/προδιάθεση για νοσήματα φθοράς. Δεν είναι όμως μόνο οι 270 μέρες, δηλαδή οι 9 μήνες της ενδομήτριας ζωής που αυξάνουν τον μεταβολικό κίνδυνο, αλλά σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης και τα δύο πρώτα χρόνια εξωμήτριας ζωής, δίνοντας αθροιστικά τη σημασία στις πρώτες 1000 μέρες ζωής (270 μέρες ενδομήτριας ζωής+365 του πρώτου έτους ζωής + 365 μέρες του δεύτερου έτους ζωής). Στο πρώτο έτος της εξωμήτριας ζωής μεγάλη σημασία έχει η εξασφάλιση αποκλειστικού μητρικού θηλασμού τουλάχιστον κατά τους πρώτους 6 μήνες ζωής και στη συνέχεια η εισαγωγή των ημιστερεών τροφών με τρόπο που θα εξασφαλίσει έκθεση του βρέφους σε πολλές γευστικές επιλογές, ώστε να εξασφαλιστεί η παροχή τόσο των απαραίτητων μικρο- αλλά και μακροθρεπτικών συστατικών της τροφής με ιδιαίτερη έμφαση στην κατανάλωση φρούτων και λαχανικών. Στη συνέχεια, και μέχρι την ολοκλήρωση του δεύτερου έτους ζωής του νηπίου έμφαση πρέπει να δοθεί γενικά στις υγιεινές συνήθειες ζωής, όπως ο καλός ύπνος, η συστηματική σωματική δραστηριότητα, που συστήνεται να είναι ενταγμένη σε μία ρουτίνα τόσο του παιδιού όσο και της ευρύτερης οικογένειας, ακόμη και η οργάνωση των οικογενειακών γευμάτων σε μια δομημένη καθημερινότητα, αποφεύγοντας τα γεύματα από ταχυφαγεία ή την κατανάλωση έτοιμων φρουτοχυμών. Ας μην ξεχνάμε ότι οι γονείς πρέπει να είναι πρότυπα συμπεριφοράς (role models) με διατήρηση ενός προγραμματισμού στη ζωή τους και καθορισμένο πρόγραμμα γευμάτων, ύπνου και σωματικής άσκησης. Η συμμετοχή σε κοινές δραστηριότητες έχει μεγάλο αντίκτυπο στη συνολική ψυχοκοινωνική ευεξία των μελλοντικών γενεών.
Είναι σαφές λοιπόν ότι η σύγχρονη Ιατρική πρακτική έχει απομακρυνθεί από τη στεγνή αντιμετώπιση της ασθένειας, αλλά εστιάζει πλέον στην πρόληψη νοσημάτων και κυρίως στη συνολική ευεξία του ατόμου, τόσο σωματική όσο και ψυχοκοινωνική, αλλά και στην εξασφάλιση της ευεξίας των επερχόμενων γενεών.
Δρ. Χριστίνα Κανακά-Gantenbein, MD, PhD, FMH (CH)
Καθηγήτρια Παιδιατρικής-Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας
Διευθύντρια Α’ Παιδιατρικής Κλινικής και Χωρεμείου Ερευνητικού Εργαστηρίου
Ιατρικής Σχολής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών