Η δεύτερη επικαιροποιημένη έκδοση του λευκώματος «Το Συμβούλιο της Επικρατείας – Ο θεσμός και τα πρόσωπα» είναι γεγονός. Ο στόχος του τόμου φιλόδοξος, να διατηρήσει τη θεσμική μνήμη του Δικαστηρίου ζωντανή, αναλλοίωτη και κυρίως προσβάσιμη σε όλους όσοι θελήσουν να την εξερευνήσουν.
Από το 2005, έτος κατά το οποίο υπό την προεδρία του τότε Προέδρου του Δικαστηρίου Χρίστου Γεραρή αλλά και την καθοριστική εποπτεία του Επίτιμου Αντιπροέδρου Κίμωνα Χαλαζωνίτη κατέστη εφικτή η έκδοση, μεσολάβησαν κρίσιμες εξελίξεις που έκριναν αναγκαία την επικαιροποίησή της. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας που είχε αναδειχθεί κατά τις αρχαιρεσίες της 29ης Οκτωβρίου 2020, απαρτιζόμενο από τους Παναγιώτη Τσούκα, Ευάγγελο Αργυρό, Κωνσταντίνο Γεωργακόπουλο, Ιωάννη Ρόκα και Δημήτρη Τομαρά ανέλαβε την πρωτοβουλία της νέας έκδοσης.
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης η οποία διοργανώθηκε την Τρίτη 2 Απριλίου 2024 στη Μεγάλη Αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών παρέστη η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, η οποία απηύθυνε έναν σύντομο χαιρετισμό. Ακολούθησαν εισηγήσεις από την Πρόεδρο του ΣτΕ Ευαγγελία Νίκα, την Επίτιμη Πρόεδρο του ΣτΕ, μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Ε.Κ.Π.Α. και Πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού Ειρήνη Σαρπ, τον Πρόεδρο της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ Παναγιώτη Τσούκα και τον Επίτιμο Πρόεδρο του ΣτΕ Δημήτριο Σκαλτσούνη. Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με την αποτίμηση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας όλα αυτά τα χρόνια από τον Ομότιμο Καθηγητή Νομικής του Ε.Κ.Π.Α. Νίκο Αλιβιζάτο.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με τον χαιρετισμό της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου η οποία σημείωσε: «Με χαρά παρευρίσκομαι σήμερα στην εκδήλωση για την παρουσίαση του επικαιροποιημένου λευκώματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, πέντε μόλις χρόνια πριν από τη συμπλήρωση ενός αιώνα λειτουργίας του. Χρονικό διάστημα κατά το οποίο το Δικαστήριο, στελεχωμένο από εξαιρετικούς λειτουργούς, άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην οργάνωση και λειτουργία της Πολιτείας, αποτελώντας τον πλέον σταθερό πυλώνα της. Η σημασία του λευκώματος για τη θεσμική μνήμη του Δικαστηρίου είναι, επομένως, προφανής. Οι θεσμοί δεν είναι απρόσωπα σχήματα, αλλά διαμορφώνονται και παίρνουν την αξία τους από εκείνους που τους υπηρετούν. Και το λεύκωμα, φέρνοντας σε επαφή με τα πρόσωπα που διαμόρφωσαν την ιστορία του Δικαστηρίου όχι μόνο τους δικαστές που τώρα υπηρετούν σε αυτό, αλλά με την κοινωνία ολόκληρη, παροτρύνει τις νεότερες γενιές να εμπνευσθούν από τις παλαιότερες, προκειμένου να αρθούν στο ύψος του θεσμού, ανταποκρινόμενοι στις υψηλές απαιτήσεις που καθορίσθηκαν από την πρώτη μέρα λειτουργίας του. Να διατηρήσουν τη συνέχεια της νομολογίας, προσαρμόζοντάς την όταν απαιτείται, και πάντα με προσοχή και σεβασμό, στις συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά, να βελτιώσουν ό,τι μπορεί να βελτιωθεί και να διορθώνουν τα λάθη που διαπιστώνονται, έτσι ώστε να παραδώσουν μια μέρα στους επόμενους ένα ακόμη καλύτερο Δικαστήριο. Αλλά και οι παλαιότερες γενιές έχουν την ευκαιρία να μεταλαμπαδεύσουν στις νεότερες, μέσα από τις δικές τους εμπειρίες, τις αξίες που συνέχουν διαχρονικά το Δικαστήριο, όπως η πίστη στους δημοκρατικούς θεσμούς, η προσωπική ανεξαρτησία, η επιστημονική επάρκεια, το ήθος, η ελευθεροφροσύνη, η ευπρέπεια, η εντιμότητα, η φιλοτιμία, ο ζήλος, η εργατικότητα, η συναδελφικότητα, το αίσθημα ευθύνης.
Με τις σκέψεις αυτές, συγχαίρω όσους συνέβαλαν στο έργο της επικαιροποίησης του λευκώματος, και, απευθυνόμενη κυρίως στους νέους συναδέλφους, τους καλώ, πιστοί στον όρκο τους, να αποδίδουν έγκαιρη και αποτελεσματική δικαιοσύνη, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Έργο δύσκολο και βαρύ, έργο όμως όχι ακατόρθωτο, που συνοψίζει το χρέος του κάθε δικαστή προς την κοινωνία, την οποία έχει ταχθεί να υπηρετεί».
Η Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Ευαγγελία Νίκα σημείωσε ότι κίνητρο για την επικαιροποίηση της εμβληματικής αυτής έκδοσης είναι η απόδοση φόρου τιμής σε όσες και όσους υπηρέτησαν τον θεσμό και δεν υπάρχουν πια, καθώς και στην αφοσίωση εκείνων που σταδιοδρόμησαν και θα σταδιοδρομήσουν στο Δικαστήριο.
Επιπλέον, στη σύντομη εισήγησή της, στάθηκε και σε μία παραδοξότητα, η οποία παρατηρείται με ιδιαίτερη συχνότητα στις μέρες μας. Παρά το γεγονός, όπως ανέφερε, ότι οι πολίτες εκδηλώνουν κάθε εκτίμηση προς την Δικαιοσύνη, οι δικαστές καθίστανται ολοένα και περισσότερο αντικείμενα ελέγχου και κριτικής. Στη σημερινή εποχή της προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεν είναι σαφές ποια πρέπει να είναι η ανταπόκριση των δικαστών, άλλωστε, όπως υπογράμμισε, οι δικαστές στον ευρωπαϊκό χώρο δεν είναι αιρετοί, δεν είναι πολιτικοί, ούτε σταυροφόροι ιδεών, αντίθετα οι δικαστές σε μια δικαοκρατούμενη Πολιτεία είναι αμερόληπτοι κριτές και αυτή τη θεσμική αποστολή καλούνται να διαφυλάξουν.
Τέλος, επεσήμανε ότι η έκδοση συνιστά μοναδική ευκαιρία προκειμένου το Δικαστήριο να αποκτήσει ένα εξωστρεφές πρόσημο, να ανοιχθεί ακόμη περισσότερο σε ένα κοινό που δεν γνωρίζει αρκετά, κάτι εξαιρετικά σημαντικό, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι η επιρροή που έχει ασκήσει το Συμβούλιο Επικρατείας στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου είναι καθοριστική.
Εν συνεχεία, ακολούθησε η εισήγηση της Επίτιμης Προέδρου του ΣτΕ, μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης του Ε.Κ.Π.Α. και Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού Ειρήνης Σαρπ η οποία, σημείωσε ότι οι καιροί που διανύουμε είναι απαιτητικοί, όσο ποτέ άλλοτε, καθότι όλα σχεδόν αλλάζουν, τα περισσότερα με ιλιγγιώδεις ταχύτητες και ολοσχερώς.
Το Συμβούλιο Επικρατείας, όπως εκτίμησε, καλείται να αναμετρηθεί αποτελεσματικά με όσα πρωτόγνωρα φέρνουν οι νέοι καιροί. Παρά τις προκλήσεις της εποχής, τόνισε ότι, μελετώντας την εποχή του Δικαστηρίου και μέσα από αυτή τις αποφάσεις του αλλά και την ιστορία των ανθρώπων που υπηρέτησαν σε αυτό, διαπιστώνει κανείς ότι αυτό επιβίωσε μέσα από αλλεπάλληλες κρίσεις, προσαρμόστηκε στις εκάστοτε ανάγκες και τελικώς κέρδισε την αναγνώριση και τον σεβασμό.
Εξέφρασε, μάλιστα, την πεποίθηση ότι το Ανώτατο Ακυρωτικό της χώρας θα συνεχίσει και στο μέλλον να αποτελεί τον εγγυητή του κράτους δικαίου, καθώς και ότι οι λειτουργοί του θα εξακολουθήσουν να έχουν την αίσθηση ότι αποτελούν μέλη ενός ενιαίου σώματος με κοινή ιστορία και κοινές αξίες, οι οποίοι συνεχίζουν και εμπλουτίζουν το έργο εκείνων που προηγήθηκαν. Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε: «την αίσθηση ότι αποτελείς μέλος αυτού του ενιαίου σώματος, έναν κρίκο στην αλυσίδα που ξεκίνησε από τον Κωνσταντίνο Ρακτιβάν, δεν την χάνεις ούτε όταν αποχωρείς από την υπηρεσία».
Τέλος, ευχήθηκε στους νεότερους συναδέλφους της να γίνουν καλύτεροι από τους παλιότερους, να δουν τα σφάλματα που αυτοί έκαναν χωρίς να τα επαναλάβουν και κυρίως να φέρουν το Δικαστήριο στο μέλλον. Να διατηρήσουν, όπως επεσήμανε, το Συμβούλιο Επικρατείας έναν τόπο υπερηφάνειας για όλες και όλους.
Ακολούθως, ο Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας Παναγιώτης Τσούκας, αφού ανέφερε ότι η έκδοση του τόμου δεν εξυπηρετεί κανέναν άμεσο πρακτικό σκοπό, δεν αποβλέπει δηλαδή στη θεραπεία καμιάς από τις πιεστικές και επείγουσες λειτουργικές ανάγκες του Δικαστηρίου, έδωσε έμφαση στη θέση ότι αποβλέπει σε κάτι εξόχως σημαντικό. Να συστήσει, όπως υπογράμμισε, το Συμβούλιο της Επικρατείας προς τα έξω αλλά και προς τα έσω, να παρουσιάσει ακριβέστερα το Δικαστήριο σε όσες και όσους βρίσκονται έξω από αυτό, μα και όσους υπηρετούν και θα υπηρετούν σε αυτό.
Ο τόμος, όπως ανέφερε, μιλάει για το Συμβούλιο της Επικρατείας στη συγχρονία, στη διαχρονία αλλά και στην προοπτική του χρόνου. Καθώς στις σελίδες του τόμου βιογραφούνται, ακροθιγώς έστω, όλες και όλοι οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας και καθώς στους περισσότερους εξ αυτών απεικονίζεται η μορφή, ο τόμος αναδεικνύεται σε έναν ένυλο τόπο συνάντησης στον οποίο όλοι όσοι υπηρέτησαν και θα υπηρετήσουν στο Δικαστήριο ενώνονται σε ένα αδιάκοπο συνεχές. Ένα αδιάκοπο συνεχές το οποίο σχηματίζει, τελικώς, τη γενεαλογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, από τον Κωνσταντίνο Ρακτιβάν έως τη νεότερη σήμερα δόκιμη εισηγήτρια.
Μάλιστα, όπως σημείωσε, η γενεαλογική ανασύσταση του δικαστηρίου συνιστά έναν από τους προέχοντες τρόπους για να επικοινωνηθεί στο ευρύ κοινό η ταυτότητα των μελών που το απαρτίζουν. Και τούτο διότι η γενεαλογική ανασύσταση του δικαστηρίου είναι εκείνη που, από κοινού με την ερευνητική ιστοριογραφική μελέτη της νομολογίας, καθιστά εφικτή τη σημερινή αφήγηση της ιστορίας του, δηλαδή τη σύνθεση σ’ ένα ενιαίο αφήγημα των πολλών και αναμφίβολα διαφορετικών μεταξύ τους προσωπικοτήτων, που υπηρέτησαν στο Δικαστήριο στα 95 χρόνια λειτουργίας του.
Τέλος, η πρωτοβουλία της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, που με την παρουσίαση αυτή έλαβε «σάρκα και οστά», όπως τέλος ανέφερε, εκκινεί από μια θεμελιώδους σημασίας παραδοχή, ότι τη ζωή την κατανοούμε βλέποντας πίσω, αλλά τη ζούμε βλέποντας μπροστά. Και ότι το παρόν είναι εκεί όπου συμμετέχει το παρελθόν και το μέλλον.
Εν συνεχεία, ο Επίτιμος Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Δημήτριος Σκαλτσούνης ανέφερε ότι η επικαιροποίηση του λευκώματος κατέστη αναγκαία λόγω των εξελίξεων που όλα αυτά τα χρόνια μεσολάβησαν. Κάποιες από τις εξελίξεις, όπως ενδεικτικά ανέφερε, εντοπίζονται στο γεγονός ότι οι εξουσίες του ακυρωτικού δικαστή ανανεώθηκαν, νομοθετικά και νομολογιακά, επίσης εισήχθη ο θεσμός της πρότυπης δίκης, ενώ ενσωματώθηκαν και νέες τεχνολογίες στη λειτουργία του Δικαστηρίου. Αυτή η χρονική συγκυρία, όπως σημείωσε, ήταν η καταλληλότερη για μια νέα έκδοση, καθότι δύο σημαντικές αλλαγές σχεδιάζονται, η πρώτη δικονομική, με τελικό σκοπό την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, και η δεύτερη κτιριακή, καθότι το Δικαστήριο εγκαταλείπει προς ώρας την έδρα του, το Αρσάκειο Μέγαρο, με το οποίο έχει ταυτιστεί τα τελευταία 32 χρόνια.
Ο τόμος, όπως υπογράμμισε, αφηγείται το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του Δικαστηρίου, για να αναφέρει επίσης τις επιμέρους συμβολές που θα συναντήσει κανείς διατρέχοντας το λεύκωμα.
Επιπροσθέτως, ανέφερε ότι στον τόμο θα «συναντήσει» κανείς συναρπαστικά γεγονότα τα οποία διαμορφώνουν, σε τελική ανάλυση, την ιστορία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Θα αναμετρηθεί αναγνωστικά, ας πούμε, με απροκάλυπτες επιθέσεις στη Δικαιοσύνη σε ανώμαλες πολιτικές περιόδους, συνυφασμένες πολλές φορές και με προσωπικά δράματα· τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του Ρακτιβάν λίγο πριν από το τέλος της θητείας του και τον θάνατό του· την απόλυση από την κυβέρνηση Τσολάκογλου των Παπαφράγκου και Γαζή, προέδρου και εισηγητή αντίστοιχα στη δίκη για το Αρχιεπισκοπικό ζήτημα του 1938 με την αιτιολογία ότι κρίθηκαν ακατάλληλοι περί την υπηρεσία· την αποπομπή του Στασινόπουλου από το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου μετά την έκδοση υπό την προεδρία του αποφάσεων της Ολομέλειας με τις οποίες ακυρώθηκαν απολύσεις δικαστών και την συνακόλουθη παραίτηση των μελών του δικαστηρίου. Ιστορίες, δηλαδή, που έχουν σφραγίσει το Δικαστήριο έτσι όπως το γνωρίζουμε σήμερα.
Ο ίδιος ολοκλήρωσε την ομιλία του με την ευχή να ανανεωθεί, παρουσία όλων, το ραντεβού στην εκδήλωση για τον εορτασμό των 100 ετών από την ίδρυση του Δικαστηρίου.
Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με την ομιλία του Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α. Νίκου Αλιβιζάτου, ο οποίος, αρχικώς, προχώρησε στην παράθεση κάποιων στατιστικών στοιχείων. Πιο συγκεκριμένα, όπως ανέφερε, το λεύκωμα παρουσιάζει βιογραφικά σημειώματα των 372 δικαστών, από το σύνολο των 381, οι οποίοι υπηρέτησαν στο Συμβούλιο Επικρατείας από το 1929 έως σήμερα. Σήμερα, παρατήρησε ότι, υπηρετούν 168 συνολικά δικαστές, από τους οποίους 116 είναι γυναίκες και 51 άνδρες. Πρόκειται, δίχως άλλο, για την σημαντικότερη μεταβολή στη σύνθεση του δικαστηρίου, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι η αείμνηστη Πηνελόπη Αθανασοπούλου, πρώτη γυναίκα στο δικαστήριο, διορίστηκε εισηγήτρια μόλις το 1958, ότι η κυρία Αθανασία Τσαμπάση, υπήρξε η πρώτη Αντιπρόεδρος το 2004, και η σημερινή Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, υπήρξε η πρώτη Πρόεδρος το 2018. Όπως επί λέξει ανέφερε: «δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί κανείς για την ταχύτητα με την οποία η μεταβολή αυτή συντελέστηκε σε λιγότερο από τρεις γενιές».
Ένα ακόμη εξίσου ενδιαφέρον στοιχείο που συνάγεται από τα βιογραφικά σημειώματα, σύμφωνα με τον καθηγητή Αλιβιζάτο, είναι ότι 250 από τους βιογραφούμενους, δηλαδή πάνω από τα 2/3, κατάγονται από τη Νότια Ελλάδα, ιδίως από την Πελοπόννησο, και μόνο 32 από την Βόρεια Ελλάδα, με τα νησιά εν συνεχεία να καταλαμβάνουν την τρίτη θέση με 27 περιπτώσεις, τις χώρες του εξωτερικού την τέταρτη θέση με 17 περιπτώσεις και την Κρήτη μόλις την πέμπτη θέση με 13 περιπτώσεις. Επιβεβαιώνεται, έτσι, όπως ανέφερε, η εντύπωση ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας ήταν και παραμένει βαθύτατα ένας παλαιοελλαδίτικος θεσμός. Σύμφωνα με τον ίδιο, κάτι τέτοιο πιστοποιείται και από ένα δεύτερο στοιχείο, που συνίσταται στην alma mater των δικαστών.
Επιπλέον, αναφερόμενος στον θεσμό του Συμβουλίου της Επικρατείας, υπενθύμισε ότι φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση του 1974 και σε 5 χρόνια ένας αιώνας από την ίδρυση του Δικαστηρίου. Οι επέτειοι αυτές προσφέρονται για απολογισμούς και κυρίως για αναστοχασμό.
Όπως παρατήρησε, το 1974 ήταν για το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως και για τόσους άλλους θεσμούς του νεοελληνικού κράτους, έτος τομή. Και αυτό διότι η Ελλάδα πέρασε στην εποχή της συνταγματικής νεωτερικότητας, ξαναέγινε κράτος δικαίου.
Προτού, όμως, φτάσουμε εκεί, προηγείται, όπως ανέφερε, η περίοδος του Μεσοπολέμου. Τόσο το 1911 όσο και το 1929 ο Ελευθέριος Βενιζέλος οραματίστηκε το Δικαστήριο περισσότερο ως δικαστήριο παρά ως οιονεί δεύτερο νομοθετικό σώμα, όπως αυτό αντιμετωπιζόταν τον 19ο αιώνα. Στο Μεσοπόλεμο, όπως εκτίμησε, το Δικαστήριο ανταποκρίθηκε στην αποστολή του, ιδίως στις υποθέσεις του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου, αφού ακολούθησε με ιδιαίτερη ευλάβεια τη νομολογία του Γαλλικού Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Μάλιστα ιδιαίτερο ενδιαφέρον κατά τον Καθηγητή Αλιβιζάτο παρουσιάζει το γεγονός ότι την εποχή εκείνη το Συμβούλιο Επικρατείας, πέρα από την υιοθέτηση της νομολογίας του Conseil d’État, τόσο στο πεδίο του εννόμου συμφέροντος όσο και του παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, κατάφερε να προσθέσει μια σειρά από νεωτερισμούς, οι οποίοι, σε συνδυασμό με τον έλεγχο της αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων και μέσω αυτής της υπέρβασης των άκρων διακριτικής ευχέρειας, καθιέρωσαν από τα πρώτα βήματα του Δικαστηρίου την αίτηση ακυρώσεως ως το αποτελεσματικότερο και δημοφιλέστερο ένδικο βοήθημα για τον αδικούμενο Έλληνα πολίτη στην έννομη τάξη της χώρας μας. Λιγότερο θετικός, ωστόσο, όπως ανέφερε, ήταν ο απολογισμός της πρώτης αυτής φάσης λειτουργίας του Δικαστηρίου στον έλεγχο της άσκησης των γενικότερων αρμοδιοτήτων του κράτους – ενός κράτους που παρέμενε βαθιά πελατειακό.
Εν συνεχεία και με την Απελευθέρωση του 1944, σημείωσε ότι, το Συμβούλιο της Επικρατείας διεκδίκησε, στην βραχέα έως τότε ιστορία του, άμεσα πολιτικό ρόλο, ελέγχοντας αν όντως συνέτρεχε εξαιρετική ανάγκη για την έκδοση αναγκαστικών νόμων, ενόσω ταυτόχρονα λειτουργούσε η Βουλή, με στόχο να περιορίσει την ισχύ των πρώτων μεταπολεμικών κυβερνήσεων και τρόπον τινά να τις «υποτάξει» σε κανόνες δικαίου. Ωστόσο, όπως ανέφερε και ο Φαίδων Βεγλερής, κατά τον Νίκο Αλιβιζάτο, η συγκεκριμένη νομολογία υποτάσσοντας την κρατική δράση εμπόδισε τελικώς την επανίδρυση του κράτους σε νέες βάσεις και αποθάρρυνε τις βαθύτερες τομές. Βέβαια, όπως υπογράμμισε, γι’ αυτό δεν έφερε ευθύνη το Δικαστήριο όσο κυρίως ο εμφύλιος πόλεμου του 1946/9, η διεξαγωγή του οποίου επέβαλε άλλες προτεραιότητες στις κυβερνήσεις των Αθηνών.
Το ίδιο, σύμφωνα με τον καθηγητή, θα έλεγε κανείς ότι ίσχυσε και στις δεκαετίες του 1950/60, όταν με ελάχιστες εξαιρέσεις το Συμβούλιο Επικρατείας δεν τόλμησε να αντιταχθεί στο λεγόμενο παρασύνταγμα, με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις τη διοικητική εκτόπιση των πολιτικά ύποπτων και τον έλεγχο των πολιτικών φρονημάτων.
Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ιδίως στα χρόνια της νομολογίας του 1980, επιβεβαιώθηκε, όπως ανέφερε, ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους στην οικονομία αλλά και γενικότερα. Αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη σημειώνονταν στην Ευρώπη και την Αμερική η ακριβώς η αντίθετη τάση, ήταν η εποχή του νεοφιλελευθερισμού της Θάτσερ και του Ρίγκαν. Σε εμάς, ωστόσο, η πολιτική των κρατικοποιήσεων της πρώτης δεκαετίας του ΠΑΣΟΚ επιβραβεύτηκε από το δικαστήριο ως ένδειξη κοινωνικής ευαισθησίας. Η ευθύνη, όμως, εν προκειμένω δεν μπορεί να καταλογιστεί κατ’ αποκλειστικότητα στο Δικαστήριο, δεδομένου ότι το συνταγματικό κείμενο είχε κρατοκεντρικές διατάξεις, όπως σημείωσε.
Εν συνεχεία, ακολούθησε η δεκαετία του 1990, που αναμφίβολα ανήκει στο πέμπτο τμήμα και συνιστά, παρά τις όποιες ενστάσεις, τη σημαντικότερη συμβολή του δικαστηρίου όχι μόνο στο κεφάλαιο για την προστασία του περιβάλλοντος αλλά και στη συζήτηση για το πώς πρέπει να διεξάγεται η ερμηνεία του Συντάγματος. Μια ερμηνεία, που όπως διερωτήθηκε, «πρέπει να γίνεται ως καθηλωμένο έργο παλαιών εποχών ή ως ζωντανό κείμενο;».
Ακολούθως, επεσήμανε ότι, η νομολογία της δεκαετίας του 2000, η οποία παρατάθηκε εξαιτίας των μνημονίων, χαρακτηρίστηκε από την αντίστροφη τάση, την αποδοχή δηλαδή των συντελούμενων ιδιωτικοποιήσεων με ταυτόχρονη χάραξη κάποιων κόκκινων γραμμών. Το ενδιαφέρον είναι ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας αυτής περιόδου, αρχής γενομένης από την υπόθεση του βασικού μετόχου, άρχισε να απασχολεί το δικαστήριο, το υπαρξιακό ζήτημα της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου – υπεροχής μόνο έναντι των νόμων ή και έναντι του Συντάγματος; Όσο κι αν με διάφορες τεχνικές το δικαστήριο αποφεύγει να δώσει την απάντηση στο θεμελιώδες αυτό ερώτημα, έχει φτάσει, όπως χαρακτηριστικά τόνισε, «η ώρα για το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι».
Στο τέλος της ομιλίας του αναφέρθηκε στο σκέλος των προκλήσεων. Δύο είναι κατά τη γνώμη του καθηγητή Αλιβιζάτου οι μεγαλύτερες από αυτές τις προκλήσεις, από τη μία ο «πολυεπίπεδος συνταγματισμός» και από την άλλη η κλιματική κρίση. Όσον αφορά το πρώτο, φοβάται ότι αν παραταθεί επ’ αόριστον η σημερινή μεταβατική φάση προς την ίδρυση μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, οι δυσκολίες της εναρμόνισης εθνικού και ενωσιακού δικαίου θα επιταθούν, και αυτό θα γίνει σε βάρος της ασφάλειας δικαίου. Από την άλλη, αναφορικά με την κλιματική αλλαγή, επιβάλλεται μια επιτάχυνση της μεταρρύθμισης του κράτους και ταυτόχρονη αναβάθμιση της διακρατικής αλληλεγγύης, κάτι που συνεπάγεται αλλαγές και στον ρόλο των δικαστών. Για παράδειγμα, όπως σημείωσε, εάν τα δικαστήρια παραμείνουν προσηλωμένα στις αρχές ενός στείρου θετικισμού, παραβλέποντας τα προφανή, ότι δηλαδή ο κόσμος αλλάζει στις μέρες μας με πολύ ταχύτερους ρυθμούς απ’ όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας, μοιραία θα ξεπεραστούν.
Βέβαια, όπως εκτίμησε, η αντιμετώπιση των δύο αυτών μεγάλων προκλήσεων στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, θα αποτύχει, εάν δεν ληφθούν υπόψη και οι εθνικές ιδιαιτερότητες. Στη χώρα μας ως πρώτη θα ιεραρχούσε τον άνευ λόγου ακραίο διπολικό κοινοβουλευτισμό. Η απουσία ευρύτερων συναινέσεων, ακόμη και για τα βασικά, συνεπάγεται, όπως τόνισε, υποβάθμιση των θεσμικών αντιβάρων. Ταυτόχρονα, η άλλη μεγάλη απειλή τόσο για την Ελλάδα όσο και την Ευρώπη εν γένει είναι η απειλούμενη εγκατάλειψη θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος πρόνοιας.
Τέλος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο απολογισμός του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι θετικός. Μάλιστα, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, ελλείψει δεύτερης Βουλής, που να μπορεί να ανακόψει τη ροπή των κυβερνώντων για ανέλεγκτη και απεριόριστη εξουσία, και με ανεξάρτητες αρχές που δυστυχώς παραμένουν ευάλωτες σε έξωθεν πιέσεις, το βάρος της ευθύνης που αναλογεί, όπως παρατήρησε, στους Έλληνες δικαστές ξεπερνάει το σύνηθες μέτρο που ισχύει για τους ομολόγους τους στα υπόλοιπα δικαστήρια της δυτικής Ευρώπης.
Βλ. επίσης:
https://daily.nb.org/featured/symvoulio-tis-epikrateias-o-thesmos-kai-ta-prosopa/
https://www.presidency.gr/chairetismos-tis-proedroy-tis-dimokratias-katerinas-sakellaropoyloy-stin-paroysiasi-toy-tomoy-to-symvoylio-tis-epikrateias-o-thesmos-kai-ta-prosopa/