Η μεταπολίτευση είναι ένα κορυφαίο γεγονός στην ιστορία της Ελλάδας με επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Στεκόμαστε για λίγο σε μία διάσταση η οποία δεν έχει επαρκώς προβληθεί και είναι αυτή που αναφέρεται στην διαμόρφωση της προσωπικότητας των νέων Ελλήνων της περιόδου της αντίστασης και της μεταπολίτευσης. Έζησαν και αγωνίστηκαν να ανατραπεί ένα καταστροφικό καθεστώς (δικτατορία) για την ζωή και το μέλλον της Ελλάδος. Το γεγονός αυτό επηρέασε μία ολόκληρη γενιά ανθρώπων που είδαν να επιτυγχάνονται οι στόχοι που είχαν θέσει, δηλαδή η ανατροπή της δικτατορίας. Πρόκειται για μία σπάνια ευκαιρία που μπορεί να έχει ένα νέος άνθρωπος και ένα εξαιρετικά ελπιδοφόρο γεγονός για το μέλλον.
Το σημαντικότερο επίτευγμα της πεντηκονταετίας είναι βέβαια η αδιατάρακτη δημοκρατική φιλελεύθερη πορεία της Ελλάδος ακόμα και μετά την «πτώχευση» της Ελληνικής οικονομίας το 2010. Πρόκειται για έναν κολοσσιαίο θεμέλιο λίθο στην πορεία του Ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού που επιτρέπει κάθε εκκίνηση προσπαθειών για πρόοδο. Πέρα από την γενική αυτή πολύ θετική διαπίστωση το σημείωμα αυτό δεν απαριθμεί άλλα θετικά επιτεύγματα της μεταπολιτευτικής περιόδου αλλά όπως ο τίτλος υποδεικνύει, ασχολείται με το τι δεν επιτύχαμε έτσι ώστε να οριοθετήσουμε και τους στόχους μας από εδώ και πέρα.
Θέλει προσοχή το να οριοθετήσεις τι δεν πετύχαμε ως κοινωνία και οικονομία διότι είναι εύκολο να κάνεις κριτική έχοντας στο μυαλό σου μία ιδεατή κατάσταση η οποία δεν λαμβάνει υπόψη της τις δυνατότητες και τους πόρους που διαθέτεις. Αυτό προσπαθήσαμε να αποφύγουμε στο σημείωμα αυτό. Τα σχόλιά μας διατυπώνονται από την πλευρά της πολιτικής οικονομίας. Με άλλα λόγια λαμβάνουν υπόψη τους το οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό πεδίο των γεγονότων και καταστάσεων. Στον απολογισμό συμπεριλαμβάνουμε το τι δεν επιτύχαμε αυτά τα πενήντα χρόνια τοποθετώντας ορισμένες κορυφαίες διαπιστώσεις με ρόλο στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον μας.
Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι δεν κατορθώσαμε (σύνθετο και περίπλοκο πάντως έργο) να μειώσουμε την αβεβαιότητα στην Ελλάδα. Βέβαια πρόκειται για ένα ενδημικό χαρακτηριστικό της Ελληνικής οικονομίας και η ύπαρξη σοβαρών κρίσεων στην Ελλάδα είναι ένα φαινόμενο συνυφασμένο με την εξέλιξη της Ελληνικής οικονομίας από το 1848 μέχρι σήμερα. Το φαινόμενο συνδέεται άμεσα με τον τρόπο γέννησης του νεότερου κράτους, με την γεωγραφική του θέση (εξωτερική πολιτική), με την παραγωγική δομή, την κοινωνική του οργάνωση και τις κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές των Ελλήνων (λαϊκισμός).
Γι’ αυτό και ως δεύτερη διαπίστωση τοποθετούμε το ότι δεν κατορθώσαμε να αποφύγουμε την «πτώχευση» του 2010. Ακόμα και αυτοί που εγκαίρως την είδαν δεν μπόρεσαν να κινητοποιήσουν την κοινωνία. Οι αρμόδιοι φύλακες δεν ήταν στην θέση τους. Όμως αυτή η βαριά διακύμανση της οικονομικής δραστηριότητας έχει ως αποτέλεσμα την μείωση του βαθμού ικανοποίησης από την ζωή των Ελλήνων (τρίτη διαπίστωση) με αποτέλεσμα να βρίσκεται αρκετά πίσω σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες χώρες.
Οι εμπειρίες αυτές έχουν ως αποτέλεσμα (αλλά και ως αίτιο) την διατήρηση ορισμένων κοινωνικών στερεότυπων που επηρεάζουν την Ελληνική πραγματικότητα (τέταρτη διαπίστωση). Αυτά είναι μία ουσιαστική αντίσταση στην κοινωνική και οικονομική μεταβολή αφού το 50% των Ελλήνων (ΕΚΠΑ, Μetron Analysis) έχουν μία μόνιμη εντονότερη στάση αποφυγής κάθε ζημίας σε σύγκριση με την πιθανότητα να έχουν οφέλη από κάποια ενέργειά τους. Παράλληλα οι ορθολογικά σκεπτόμενοι πολίτες δεν αποτελούν πάνω από το 20% του πληθυσμού. Το πρώτο εύρημα θα έπρεπε να είναι σε πορεία αντιστροφής. Ουσιαστικά δεν καταφέραμε να πείσουμε τους Έλληνες να δέχονται την αλλαγή και να αισθάνονται ασφαλέστεροι.
Η πέμπτη διαπίστωση είναι ότι δεν αναπτύχθηκε ένα παραγωγικό μοντέλο που να έχει στο επίκεντρό του την παραγωγή καινοτομίας και αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού παρά τις βελτιώσεις που διαπιστώνονται. Μεταξύ άλλων δεν πείσαμε την ακαδημαϊκή κοινότητα να συνδεθεί περισσότερο με την οικονομία.
Η έκτη διαπίστωση είναι ότι η διαδικασία της αύξησης υποθετικής δυναμικότητας της οικονομίας (output potential) χωλαίνει (επενδυτικό κενό – ανενεργοί πολίτες που δεν βρίσκονται στην εκπαίδευση και στην εργασία, παραγωγικότητα) χωρίς να υπάρχουν εμφανείς πηγές κινητήριας δύναμης για τον δυναμισμό της οικονομίας.
Η έβδομη είναι το ζήτημα της ανάπτυξης της αποτελεσματικότητας του κράτους και του δημόσιου τομέα. Η Ελληνική κοινωνία ζούσε και ζει στα πλαίσια μία οικονομίας όπου το κράτος έχει ένα πολύ σοβαρό ρόλο. Μάλιστα ο ρόλος αυτός ενισχύθηκε τα τελευταία χρόνια ιδίως μετά την μεγάλη ύφεση, τον covid και την ενεργειακή κρίση. Όμως υπό αυτές τις συνθήκες θα πρέπει ο δημόσιος τομέας (νομοθετική λειτουργία και κοινωνική ασφάλεια) να είναι πολύ περισσότερο αποτελεσματικός και να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των πολιτών.
Εάν τώρα τοποθετούσαμε συνοπτικά τους στόχους που θα έπρεπε να επιδιώξουμε από εδώ και πέρα θα έπρεπε πρώτα απ’ όλα να προβάλλουμε την μεγιστοποίηση του Ρυθμού Οικονομικής Μεγέθυνσης δημιουργώντας τις προϋποθέσεις διαχρονικής βελτίωσης της Ικανοποίησης της Ζωής των Ελλήνων.
Ο δεύτερος στόχος είναι η μεγέθυνση της Εθνικής Δύναμης. Πρόκειται για έναν σύνθετο στόχο που περιλαμβάνει βεβαίως το ΑΕΠ, τον πληθυσμό, την ενεργειακή εξάρτηση αλλά και την Αμυντική Ικανότητα της χώρας. Είναι ένας στόχος που εξασφαλίζει την Εθνική αυτοδυναμία στα πλαίσια των ευρύτερων ενταξιακών επιλογών (Ε.Ε. και ΝΑΤΟ).
Τέλος, ο τρίτος στόχος σχετίζεται με την Κοινωνική Συνοχή και την Ανθεκτικότητα. Εδώ συμπεριλαμβάνονται πολύ σημαντικά ζητήματα όπως η διανομή του εισοδήματος και η διαγενεακή κινητικότητα. Η ανθεκτικότητα της κοινωνίας σε μείζονες κρίσεις όπως η κλιματική κρίση και η εξασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας είναι εξαιρετικής σημασίας για την νέα περίοδο που είναι μπροστά μας.
Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Βουλή Επί του Περιστυλίου, τεύχος 80, 17 Ιουλίου 2024, σ. 80.