Κατά κοινή παραδοχή, η εργασία συνιστά αναπόσπαστη και αναγκαία παράμετρο του βίου κάθε ανθρώπου καθώς παρέχει σημαντικά οφέλη όπως η οικονομική ασφάλεια, η μοναδική ευκαιρία ανάπτυξης δεξιοτήτων και ικανοτήτων καθώς και η δυνατότητα εξέλιξης τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Παρά τις όποιες θετικές διαστάσεις της εργασίας, πολλοί συνάνθρωποί μας σήμερα ωθούνται τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς παράγοντες να εργάζονται με πολύ εντατικούς ρυθμούς με άμεση συνέπεια η εργασιακή τους δέσμευση να υπερβαίνει τα ασφαλή όρια και να οδηγεί εν τέλει σε μια κατάσταση γνωστή ως εργασιομανία (workaholism).
Εν αντιθέσει προς την τυπική εργασιακή δέσμευση και την αγάπη προς το εργασιακό αντικείμενο, η εργασιομανία αναφέρεται σε έναν εθιστικό δεσμό με την εργασία, κατ΄ αντίστοιχο τρόπο με την κατάχρηση ουσιών και τα τυχερά παιχνίδια που έχει ως αποτέλεσμα ψυχικές, σωματικές και κοινωνικές επιπτώσεις για τα ίδια τα άτομα όπως και αξιοσημείωτες συνέπειες για το οικογενειακό και εργασιακό τους περιβάλλον.
Η εργασιομανία είναι η αδυναμία του ατόμου να σταματήσει να εργάζεται, ακόμα κι όταν αυτό επηρεάζει αρνητικά την ψυχοσωματική του υγεία ή/και τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Η εργασιομανία δεν είναι απλώς η επιθυμία να είναι κάποιος/α παραγωγικός/ή ή να επιτυγχάνει υψηλούς στόχους αλλά κατ’ ουσίαν πρόκειται για μια καταναγκαστική τάση προς διαρκή εργασία ακόμη και πέραν των απαιτήσεων των υφιστάμενων εργασιακών καθηκόντων. Όσοι/όσες βιώνουν μια τέτοια κατάσταση, συχνά νιώθουν ενοχές, ανασφάλεια ή/και έντονο στρες όταν δεν εργάζονται θεωρώντας ότι υστερούν σε σχέση με τους άλλους συναδέλφους τους. Επίσης, οι εργασιομανείς εργαζόμενοι παραμελούν σε μεγάλο βαθμό την οικογένειά τους, τους φίλους τους και άλλες σημαντικές δραστηριότητες καθώς δίνουν προτεραιότητα στην εργασία έναντι της προσωπικής τους ζωής.
Η εργασιομανία εντοπίζεται ολοένα και περισσότερο στις χώρες του δυτικού κόσμου ως ένα ανησυχητικό φαινόμενο και ιδιαίτερα όσον αφορά τις εργασίες εκείνες που διεκπεραιώνονται από το σπίτι -συμπεριλαμβανομένης και της τηλε-εργασίας από την περίοδο της πανδημίας και μετά- παραβιάζοντας ενίοτε και βάναυσα τα όρια μεταξύ εργασιακής και προσωπικής/οικογενειακής ζωής. Μελέτες για την εργασιομανία έχουν καταλήξει σε επιπολασμούς που κυμαίνονται από 1,5% έως 44,9% με πολιτισμικές παραμέτρους και κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες να δικαιολογούν τη μεγάλη αυτή διακύμανση. Στην Ελλάδα, οι παντοειδείς οικονομικές πιέσεις και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας έχουν οδηγήσει -κυρίως τις τελευταίες δύο δεκαετίες- σε μια ιδιότυπη κουλτούρα όπου οι πολλές/υπερβολικές ώρες εργασίας καθίστανται συχνά ο κανόνας, ιδιαίτερα σε τομείς υψηλής ζήτησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μέσος όρος εβδομαδιαίων ωρών εργασίας στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο μέσο όρο αρκετών ευρωπαϊκών χωρών και πολλοί Έλληνες εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις για να εξισορροπήσουν επαγγελματική και προσωπική ζωή. Οι διαρθρωτικές αλλαγές στην ελληνική εργατική νομοθεσία έχουν ως στόχο να περιορίσουν τις υπερβολικές ώρες εργασίας και να επιβάλουν περιόδους ανάπαυσης με σημαντικό ποσοστό εργαζόμενων, ωστόσο, να αισθάνονται αναγκασμένοι να εργάζονται υπερωριακά, ακραιφνώς για οικονομικούς λόγους. Πρόσφατες έρευνες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι θέσεις εργασίας οι οποίες σχετίζονται με υψηλά ποσοστά εργασιομανίας συνήθως συνεπάγονται έντονο φόρτο εργασίας με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό, αυξημένα επίπεδα εργασιακού στρες και παγιωμένες τάσεις για υπερωριακή απασχόληση. Τέλος, ως προς τον χαρακτήρα των επαγγελμάτων, αρκετά συχνά τέτοιου είδους συμπεριφορές εργασιομανίας παρατηρούνται μεταξύ των εργαζομένων σε επαγγέλματα υγείας και επαγγέλματα τεχνολογιών πληροφορικής, ειδικότητες νομικού χαρακτήρα, του χρηματοοικονομικού τομέα και του εκπαιδευτικού προσωπικού στον ακαδημαϊκό χώρο και τα πανεπιστήμια.
Ο Καθηγητής Οργανωσιακής Ψυχολογίας Αλέξανδρος-Σταμάτιος Αντωνίου αναφέρθηκε στο θέμα μιλώντας στην Καθημερινή σε άρθρο με τίτλο «Με το λάπτοπ της δουλειάς στο νοσοκομείο».
Δείτε ολόκληρο το άρθρο, στο οποίο φιλοξενείται και η συνέντευξη του κ. Αντωνίου.