Η Ορθόδοξη Θεολογία είναι πρώτιστα Θεολογία Εκκλησιαστική, επειδή τόσο κατά τη φύση της, όσο και κατά το σκοπό της, σχετίζεται με την ίδια τη ζωή της Εκκλησίας και δεν αποτελεί μια απλή περιγραφή ή έναν ιστορικό σχολιασμό ή στοχασμό της πραγματικότητας της Εκκλησίας.
Η Θεολογία δεν μπορεί να αποτελεί αποκλειστικά μία αφηρημένη έννοια ή μία αναφορά στον Θεό ή στα περί του Θεού, πολλώ δε μάλλον δεν ταυτίζεται αποκλειστικά και μόνο με αυτό που ονομάζουμε ακαδημαϊκή ή πανεπιστημιακή Θεολογία, γι’ αυτό και μπορούμε να τη συσχετίσουμε ανάλογα, έχοντας ως βάση τα προγράμματα σπουδών, όχι υπό την κλασσική τους δομή μόνο αλλά και ως προγράμματα με τα οποία θα επιτυγχάνεται η ερμηνευτική των κειμένων και των ιστορικών γεγονότων. Για το σκοπό αυτόν απαιτείται ένα «νέο» πρόγραμμα θεολογικών σπουδών, το όποιο θα καθιστά την ίδια την Θεολογία, ως εμπειρία και ως επιστήμη, παράγοντα και φορέα πολιτισμού.
Είχε αναφερθεί από τον γράφοντα, ότι: «η ουσιαστικότερη κρίση των θεολογικών σπουδών, η όποια προκαλεί και την αμφισβήτηση ή μειώνει τη σημασία τους και κλονίζει την αξιοπρέπειά τους, με όλα τα συμπαρομαρτούντα, έχει να κάνει με αυτό καθαυτό το περιεχόμενο του θεολογικού μας λόγου και του ρόλου τον όποιο καλούνται να διαδραματίσουν οι θεολογικές σπουδές σήμερα, στον ταχύτατα εξελισσόμενο κόσμο, ο όποιος χρησιμοποιεί πλέον τη γνώση όχι γιά τη γνώση αλλά γιά τη ζωή και την επιστήμη, όχι γιά αυτοϊκανοποίηση των ερευνητών και των μελετητών, αλλά γιά να βοηθήσει τον άνθρωπο, τον κόσμο και την κοινωνία. Αυτός άλλωστε είναι και ο ουσιαστικότερος σκοπός της θεολογικής επιστήμης» (2004).
Θεωρώ ότι αυτό πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία και τον κανόνα του σημερινού προβληματισμού μας γιά το μέλλον των θεολογικών σπουδών στην Ελλάδα.
α) Τήν υπέρβαση της αποκλειστικής ορολογίας. Πολλές φορές η θεολογική ορολογία εγκλωβίζεται στην επανάληψη του γράμματος, χωρίς την ερμηνεία όμως, καταντά «νεκρό γράμμα», καθίσταται απολίθωμα και μουσειακό έκθεμα παλαιών εποχών, το όποιο γνωρίζουμε αλλά δεν καταφέρνουμε να το προσφέρουμε στο ζωτικό χώρο της ανθρώπινης κοινωνίας ως τρόπο και περιεχόμενο ζωής. Γιά να δώσουμε αυτήν την προοπτική του θεολογικού μας λόγου, πρέπει να υπερβούμε την ιστορικότητα και αυτάρκεια της θεολογικής γλώσσας και ορολογίας και να αναχθούμε σε θέματα που άπτονται της ανθρώπινης ζωής ως οριακά σημεία της ύπαρξης και όχι απλά ως ζητήματα ή προτάσεις που αποβλέπουν στην ηθική βελτίωση της ζωής και μόνο ή στην οργάνωσή της κατά τρόπο «ηθικιστικό».
Όταν προτείνω ως σκοπό των θεολογικών σπουδών την υπαρξιακή ερμηνεία της ιστορικής ορολογίας και του θεολογικού λεξιλογίου, δεν σημαίνει ότι υιοθετώ και την κατάργηση ή την αντικατάστασή της, όπως αυτή αναφέρεται και διασώζεται στις παραδοσιακές μορφές του ακαδημαϊκού υπόβαθρου των θεολογικών σπουδών, αντίθετα μάλιστα θεωρώ αυτές τις παραδοσιακές μορφές ως βασική προϋπόθεση στην οποιασδήποτε συστηματική και θεολογική ερμηνεία ως δεδομένες, δεν μπορούν όμως να θεωρηθούν ως πανάκεια, όταν καλούμεθα να δώσουμε κάποιες ερμηνευτικές προεκτάσεις, οι όποιες αγγίζουν τα όρια του πολιτισμού. Γιά παράδειγμα η χρήση του θεολογικού όρου «ομοούσιος», ο οποίος γιά τους θεολόγους αποτελεί «terminus technicus», τι «σημαίνει» σήμερα γιά τον σύγχρονο άνθρωπο και τη ζωή του; Τίποτα, εάν ο συγκεκριμένος όρος δεν ερμηνευθεί και δεν «παραδοθεί» με τις αντίστοιχες εκκλησιολογικές και ανθρωπολογικές του συνέπειες και προεκτάσεις.
Ή υπάρχουσα λοιπόν διαλεκτική μεταξύ του ιστορικού λεξιλογίου και της υπαρξιακής του ερμηνείας θα πρέπει να αποτελέσει την ικανή και αναγκαία συνθήκη στο πλαίσιο των θεολογικών σπουδών, άλλως η Θεολογία κινδυνεύει να οδηγηθεί σε μία κηρυγματική έκπτωση του ίδιου του λόγου της χωρίς καμμία άλλη σημασία.
β) Την υπέρβαση του «επιστημονικού απομονωτισμού». Δηλώνω εξαρχής ότι η προτεινόμενη υπέρβαση δεν υπονοεί, ούτε συνεπάγεται κάποια ομολογιακή κατάργηση του ορθόδοξου χαρακτήρα των θεολογικών σπουδών, αντίθετα μάλιστα αποτελεί πρόταση γιά ενίσχυση και προβολή του ουσιαστικού τους περιεχομένου.
Είναι ανάγκη πλέον να διαμορφωθούν τα προγράμματα των θεολογικών μας σπουδών όχι μόνο υπό την προοπτική της ανάπτυξης μίας συνεργασίας μεταξύ ομοδόξων, ετερόδοξων ή διαθρησκειακών τμημάτων αλλά και με συναφείς ή παράλληλες ανθρωπιστικές επιστήμες και τεχνολογίες αιχμής. Χρειάζεται δηλαδή να αναπτυχθεί ένας σοβαρός διεπιστημονικός διάλογος εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας, για να εντοπιστούν οι διαφορές, να υποδειχθούν οι συμπτώσεις, να επιβεβαιωθεί η αναγκαιότητα των θεολογικών σπουδών και μάλιστα των ορθοδόξων, ώστε να αποδειχθεί η ευρύτερη προσφορά τους και η άξια τους. Στη σύγχρονη εποχή των συνεργασιών, η Θεολογία δεν μπορεί να καλλιεργεί την ιδέα ενός «γνωσιολογικού μονισμού» ή μιας αυτοεγκλωβιζόμενης αποκλειστικότητας, εν ονόματι μιας αυτάρεσκης ορθοδοξομανίας και ενός αυτάρκους επιστημονικού απομονωτισμού.
γ) Την υπέρβαση της ερμηνείας τού ιστορισμού και την υιοθέτηση της εσχατολογικής ερμηνευτικής. Είναι γνωστό ότι τό ιδεώδες τού ιστορισμού έγκειται στην γνώση του παρελθόντος. Ομιλούμε όμως γιά μία συστηματική απόδοση, προβολή και αναπαράσταση στο παρόν των δεδομένων τού παρελθόντος με κάθε δυνατή ακρίβεια και πιστότητα.
Στη σύγχρονη πραγματικότητα το ερμηνευτικό ενδιαφέρον στρέφεται κυρίως προς το μέλλον (εσχατολογία) και όχι προς το παρελθόν (ιστορισμός), ούτε μόνο προς το παρόν (υπαρξισμός). Η διαλεκτική μεταξύ ζωής και θανάτου απαιτεί την υπέρβαση της παλαιάς ερμηνευτικής και την υιοθέτηση της εσχατολογικής ερμηνευτικής, γιατί τίποτε δεν θεωρείται πλέον ως δεδομένο αλλά ως ζητούμενο και προσδοκώμενο, ένώ και η ίδια η ιστορία έχει τη δική της θέση στην πορεία αυτής της αναζήτησης.
Υπό αυτήν την προοπτική η Θεολογία απορρίπτει κάθε έννοια «αποκλειστικότητας» έναντι των άλλων ομολογιών, Εκκλησιών, θρησκειών και πολιτισμών και μπορεί να διαλέγεται μαζί τους, ώστε να εδραιώσει την Αλήθεια του Ευαγγελίου, ως τρόπο εκκλησιαστικής ζωής.
Προς επίτευξη αυτής της εσχατολογικής ερμηνευτικής είναι απαραίτητη η ενίσχυση του λεγάμενου «Συστηματικού κλάδου» στο πρόγραμμα των θεολογικών σπουδών, με συγκεκριμένο προσανατολισμό ως «κοινωνίας», η όποια προσλαμβάνει τον κόσμο, τον άνθρωπο και την ιστορία και τους μεταμορφώνει.
Όμως και τα ανθρωπολογικά ζητήματα, όπως αυτά προβάλλονται από την ανάπτυξη των συγχρόνων βιοτεχνολογιών και της μοριακής και κβαντικής επιστήμης, αποτελούν για την ορθόδοξη θεολογική σκέψη terra ingognita.
Ή εμβάθυνση στο συγκεκριμένο χώρο είναι πλέον απαίτηση των καιρών, εάν αναλογιστούμε ότι ο 21ος αιώνας είναι γιά τη Θεολογία όχι μόνο ο αιώνας της εκκλησιολογίας αλλά και της ανθρωπολογίας .
Υπό την προοπτική του διεπιστημονικού διαλόγου ή προσέγγιση των επιτευγμάτων της βιοτεχνολογίας και της μοριακής επιστήμης ή της κβαντομηχανικής και της «άνθρωπικής κοσμολογικής αρχής» (anthropic cosmological principle) απαιτούν μία εις βάθος μελέτη και προβληματισμό, της πατερικής ανθρωπολογίας και κοσμολογίας, θέματα τα όποια δεν μπορούν να μην συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα των θεολογικών σπουδών.
Θεωρώ ότι το μέλλον των θεολογικών σπουδών αποτελεί πλέον ζωτικό ερώτημα του αυτοπροσδιορισμού μας: Εάν δηλαδή επιθυμούμε ή όχι να κάνουμε τις ανάλογες υπερβάσεις αφιστάμενοι από οποιεσδήποτε αγκυλώσεις ή μονομέρειες του παρελθόντος.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το μέλλον μας αποκαλύπτεται με μεγαλύτερη ασφάλεια και σε μεγαλύτερο βάθος ως χρέος παρά ως αναμονή και κακό προαίσθημα. Το μέλλον δεν είναι απλώς κάτι το οποίο περιμένουμε αλλά μάλλον κάτι το όποιο πρέπει να δημιουργήσουμε. Η κλήση μας έχει την πηγή της ακριβώς στην ευθύνη του καθήκοντός μας ως θεολόγων.
Πηγή: https://orthodoxia.info/news/to-mellon-ton-theologikon-spoydon-stin-e/