Στις δημοσκοπήσεις εξακολουθεί να είναι πρώτη πηγή ανησυχίας και αβεβαιότητας η εισοδηματική κατάσταση των πολιτών. Όσο όμως αφήνουμε το θέμα χωρίς να παρεμβαίνουμε δραστικά τόσο οι αγωνίες αυτές θα πυροδοτούνται από αστήρικτες πολιτικές αντιλήψεις (συνήθως «άμεσης» αποτελεσματικότητας!!).
Βασικά ερωτήματα:
α) Ποια είναι η πραγματική θέση των Ελλήνων όσον αφορά την εισοδηματική τους κατάσταση;
β) Συγκλίνει η εισοδηματική τους κατάσταση με αυτήν των Ευρωπαίων και πότε;
γ) Ποιος είναι ο ρόλος της συνόδου των τριών κρίσεων (μνημόνια, COVID, πληθωρισμός) στη διαμόρφωση των μεγεθών αυτών;
δ) Είναι αποτελεσματικές οι πολιτικές που εφαρμόζονται για τη βελτίωση της εισοδηματικής κατάστασης των πολιτών;
Η σχετική θέση των Ελλήνων σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους παρουσιάζει σημαντική υστέρηση (Διάγραμμα 1). Στον δείκτη της υποκειμενικής φτώχειας (πιστεύουν ότι είναι φτωχοί) το 2023, το ποσοστό αυτό διαμορφώθηκε στο 67,1% στην Ελλάδα, ενώ στην Ευρωζώνη ήταν 18,4%. Μεταξύ των κατόχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το ποσοστό στην Ελλάδα ήταν 46,7% έναντι 9,6% στην Ευρωζώνη (καλύτερη θέση και εικόνα της πραγματικότητας). Στον δείκτη του κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού το 2023, το ποσοστό αυτό για την Ελλάδα ανήλθε σε 26,1%, συγκριτικά με το μέσο όρο της Ευρωζώνης που ήταν 21,6%. Επίσης στον δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης (ευαίσθητος βραχυχρόνιος δείκτης), ενώ για την Ευρωζώνη το 2023 ήταν -17, στην Ελλάδα έφτανε το -40, δείχνοντας χαμηλά επίπεδα αισιοδοξίας για την οικονομική τους κατάσταση.
Όσον αφορά στα εισοδήματα, τα ονομαστικά και τα πραγματικά μεγέθη στην Ελλάδα υστερούν αισθητά σε σύγκριση με την Ευρωζώνη. Σε ονομαστικούς όρους, το άνω όριο της μεσαίας τάξης για το 2023 ήταν περίπου 20.100 ευρώ στην Ελλάδα, ενώ στην Ευρωζώνη έφτανε τα 45.140 ευρώ. Αντίστοιχα, το κάτω όριο της μεσαίας τάξης ήταν 6.030 ευρώ στην Ελλάδα και 13.542 ευρώ στην Ευρωζώνη. Το διάμεσο εισόδημα για την ίδια χρονιά ήταν 10.050 ευρώ στην Ελλάδα, ενώ στην Ευρωζώνη ανερχόταν σε 22.570 ευρώ. Το ιδιωτικό κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα στην Ελλάδα ήταν 21.163 ευρώ το 2023, ενώ στην Ευρωζώνη 38.939 ευρώ.
Συμπερασματικά οι Έλληνες αντιλαμβάνονται ότι βρίσκονται πραγματικά αντιμέτωποι με υψηλά επίπεδα φτώχειας, χαμηλά εισοδήματα και χαμηλή καταναλωτική εμπιστοσύνη. Πάντως οι τρεις προβληματικοί δείκτες βελτιώνονται (Διάγραμμα 1) με την πάροδο του χρόνου αλλά αργά.
Περνώντας στο θέμα των πραγματικών μισθών, ο δείκτης τους δείχνει περιορισμένη πρόοδο, με την Ελλάδα να βρίσκεται το 2023 στο 99,8 (με βάση το 2010 =100), ενώ η Ευρωζώνη έχει φτάσει στο 108,1. Σε ονομαστικούς όρους το 2023 η Ελλάδα βρίσκεται στο 98,6 το 2023 (με βάση το 2010=100), ενώ η Ευρωζώνη έχει φτάσει στο 137,1 (Διάγραμμα 2). Αυτό δείχνει ότι και σε όρους μισθών παρατηρείται αξιόλογη υστέρηση η οποία δικαιολογεί τις υποκειμενικές αντιλήψεις περί φτώχειας.
Πού οφείλεται η καθυστέρηση αυτή; Αρχικά, όλοι υποπτευόμαστε τη μεγάλη μνημονιακή κρίση και τις δύο επόμενες κρίσεις, οι οποίες παρεμπιπτόντως ήταν πολύ μικρές σε σχέση με αυτήν του 2008, η οποία έπληξε και την Ευρώπη αλλά βεβαίως πολύ σκληρότερα την Ελλάδα.
Στο Διάγραμμα 3 έχουμε κάνει μία προβολή τι θα είχε συμβεί στο πραγματικό κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα (σε ευρώ, με και χωρίς την κρίση του 2008).
Αλλά στο Διάγραμμα 3 βλέπουμε και κάτι άλλο: οι αποκλίσεις από την τάση διατηρούνται μέσα στον χρόνο.
Το δεύτερο θέμα που μας έρχεται στο μυαλό είναι η παραγωγικότητα στην οικονομία. Είναι σαφές ότι είναι μικρότερη (σχεδόν υποδιπλάσια) από τις ευρωπαϊκές χώρες.
Οι διαφορές στην παραγωγικότητα όμως «δείχνουν» ως υπεύθυνους της εισοδηματικής καθυστέρησης το παραγωγικό πρότυπο της οικονομίας και το επενδυτικό κενό. Με άλλα λόγια, η βελτίωση στους μισθούς και η εισοδηματική κατάσταση είναι σαφείς (Διαγράμματα 1 και 2), αλλά υπάρχει δρόμος μπροστά μας. Σε όρους πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος το επίπεδο του 2008 το προσεγγίζουμε το 2030 (Διάγραμμα 4).
Το τρίτο θέμα σχετίζεται με τα συγκριτικά υψηλά επίπεδα ανεργίας που είχαμε μέχρι τώρα, αλλά και τον «εφεδρικό στρατό εργασίας» που βρίσκεται στα σπίτια ο οποίος τελευταία μόνο δείχνει σημάδια μείωσης (αύξηση απασχόλησης).
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι κυρίως η δημοσιονομική πολιτική φρόντισε να παρεμβαίνει στην κατανομή του εισοδήματος μειώνοντας τις αποστάσεις μεταξύ των εισοδημάτων στο εσωτερικό της οικονομίας με διαχρονική μείωση της ανισοκατανομής (Gini Gof) και τάση αύξησης των μεριδίων των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας έναντι του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος (στις μετρήσεις δεν λαμβάνονται υπόψη η σκιώδης οικονομία και οι μεταφορές εισοδημάτων στο εξωτερικό). Μάλιστα η ανισοκατανομή εισοδημάτων είναι μεγαλύτερη στην Πορτογαλία απ’ ό,τι στην Ελλάδα (Διάγραμμα 5).
Έως ότου επιτευχθεί (ceteris paribus) η προσδοκώμενη αύξηση των εισοδημάτων, στο ενδιάμεσο διάστημα (μέχρι το 2030) κοινωνικά και πολιτικά θα φουντώνουν τα πολιτικά άκρα τα οποία ουσιαστικά προτείνουν την «πώληση του μέλλοντος για την αγορά του παρόντος» συνήθως με την ευνοϊκή διαχείριση της ζήτησης (μείωση ΦΠΑ, κ.λπ.) και ταυτόχρονη διόγκωση του χρέους ή απομείωση της εθνικής ανθεκτικότητας (μείωση αμυντικών δαπανών κ.λπ.).
Γι’ αυτό, από εδώ και πέρα, αυτό που πρέπει να γίνει, μαζί με την ένταση στην παραγωγική ανάπτυξη (π.χ. επενδύσεις, βελτίωση της απονομής της δικαιοσύνης κ.ά.) και τη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας (σταθερή και όχι πλεονασματική τήρηση των υποχρεώσεων χρέους και σταθερή μείωση της αναβαλλόμενης φορολογίας), είναι μια σοβαρή επανατοποθέτηση των προτεραιοτήτων της οικονομικής πολιτικής που θα βασίζεται: α) στα δημοσιονομικά πλεονάσματα (μείωση της παραοικονομίας) και β) στην αναδιοργάνωσή του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ με σκοπό να υπάρξει ένα μεγάλο (όχι απλώς μέτρα, αλλά ορισμένα δισ. ευρώ) πρόγραμμα παρέμβασης για τη βελτίωση της ποιότητας του ελληνικού ανθρώπινου κεφαλαίου. Οι προτεραιότητες θα πρέπει να περιλαμβάνουν από τη μία μεριά την έξοδο «από το σπίτι» του αργούντος εργατικού δυναμικού, τις σχέσεις πολίτη-κράτους, τη βελτίωση του εκπαιδευτικού και του επιμορφωτικού επιπέδου του μαζί με την παρέμβαση στον χώρο της υγείας, και από την άλλη την ολοκληρωμένη (σε μεγάλη έκταση) παρέμβαση στον αιμοδότη της απασχόλησης στην Ελλάδα, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εγκαταλείπεται η φορολογική συμμόρφωσή τους. Και για τους δύο άξονες υπάρχουν και σήμερα παρεμβάσεις, αλλά θεωρούμε ότι θα πρέπει να κινηθούν σε πολύ μεγαλύτερη και γενναία έκταση, με μεγαλύτερη συγκέντρωση «δύναμης πυρός» των παρεμβάσεων, όχι λίγα σε πολλούς, αλλά πολλά στους πιο αποδοτικούς. Εξάλλου, η τελευταία έκθεση για την παραγωγικότητα του ΚΕΠΕ έδειξε κάτι πολύ απλό: ο παράγοντας εργασία (αύξηση απασχόλησης) μας έδωσε τις παρούσες ανάσες ανάπτυξης και λογικά αυτός θα μπορούσε (μεσοπρόθεσμα) να συνεχίσει να το κάνει. Μια τέτοια κίνηση θα ήταν (θετικά) επιπλέον της αναμενόμενης αναπτυξιακής εξέλιξης, η οποία φέρει χαρακτηριστικά υποτονικότητας για την επόμενη δεκαετία και έτσι σε έναν βαθμό αντιμετωπίζεται. Πρέπει δηλαδή να εξασφαλίσουμε την ανάπτυξη, την ασφάλεια της καθημερινότητας και την εθνική ανθεκτικότητα. Αυτό θα μπορούσε να είναι το πολιτικό αφήγημα της περιόδου που λείπει αυτήν την περίοδο. Μπορεί να μην μπορούμε να «διατάξουμε» τη σημαντική-γρήγορη βελτίωση των μισθών, αλλά μπορούμε να κάνουμε τη «διαδρομή» περισσότερο ασφαλή.
Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα Η Καθημερινή, 22 Δεκεμβρίου 2024