Μαρτυρία από την πορεία του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1975.
«Ένα πανό θυμάται μισό αιώνα πριν».
Άρθρο του καθηγητή Ιατρικής Δημήτρη Δουγένη στην εφημερίδα «Τα Νέα».

Ένα πανό θυμάται μισό αιώνα πριν
Υπήρξα, θυμάμαι, ένα μοναχικό μα και μοναδικό πανώ. Με δημιούργησαν δύο νέοι τεταρτοετείς φοιτητές Ιατρικής. Ήταν ενεργοί πολίτες μιας κρίσιμης εποχής, και εγώ
ένα λευκό σεντόνι που έγραψαν πάνω μου: «Αδέλφια μας ο ήλιος σας φωτίζει το δρόμο για τη λευτεριά». Ήταν 17 Νοεμβρίου 1975. Δύο χρόνια είχαν περάσει από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η Ελλάδα προσπαθούσε να σταθεί ξανά όρθια, ανάμεσα στη μνήμη και στην ελπίδα, σε μια κοινωνία που αναζητούσε προσανατολισμό και δικαιοσύνη. Τα φοιτητικά δάκτυλα που έσφιγγαν τα ξύλα που με στήριζαν ήθελαν να διαδηλώσουν όχι κάτω από κομματικές σημαίες, αλλά κάτω από το φως της δικής τους συνείδησης. Το ίδιο και εγώ, το πανώ
Καμία φοιτητική παράταξη δεν με δέχτηκε. Ούτε ο Ρήγας, ούτε η Πανσπουδαστική, ούτε κανείς. Ήμουν ένα ανεξάρτητο, ελεύθερο πανό, κι εκείνοι που με ύψωσαν το ίδιο.«Δεν ανήκετε πουθενά», μας είπαν. Κι όμως, εκείνη τη μέρα, ανήκαμε παντού και στις αναμνήσεις μας: στην αλήθεια, στη δικαιοσύνη, στην ελευθερία και σε κείνους που χάθηκαν για αυτήν.
Λίγο πριν από την πορεία, οι φοιτητές μου, είχαν περάσει από τον Ερυθρό Σταυρό, στην 3ης Σεπτεμβρίου.Έδωσαν αίμα. Όχι ως σύμβολο, αλλά ως πράξη ευθύνης και αλληλεγγύης — μια ιατρική χειρονομία προσφοράς προς την κοινωνία, μήπως και αντίδοτο εξαγοράς μιας άτακτης φυγής. Το αίμα εκείνο και εγώ -το πανό γίναμε ένα: σημάδι ζωής, ελπίδας και συνέπειας.
Με τα πολλά, στο ξεκίνημα της πορείας βρήκαμε θέση ανάμεσα στον Ρήγα και στην ΚΝΕ. Η Αθήνα βούιζε από φωνές, συνθήματα και μνήμες.
Και τότε άνοιξα. Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω μου, κι έλαμπαν τα γράμματα: Αδέλφια μας ο ήλιος σας φωτίζει το δρόμο για τη λευτεριά.
Κάποιοι χειροκρόταγαν, λίγοι γιουχάιζαν. Είδα στα μάτια κείνων που με κρατούσαν,— ένα δάκρυ χαράς, συγκίνησης και ανακούφισης. Γιατί είχαν σταθεί εκεί, ελεύθεροι, αξιοπρεπείς, και χωρίς καθοδήγηση τελειώσαμε την πορεία.
Χρόνια πέρασαν. Σκέψεις, πολιτικές, ιδεολογίες άλλαζαν στη χώρα. Εγώ χάθηκα ανάμεσα σε παλιά γράμματα και άλλες μνήμες. Η υγρασία και ο χρόνος με φθείρανε. Ξεχάστηκα, όπως τόσα σύμβολα που σωπαίνουν χωρίς να σβήνουν.
Ώσπου, μια μέρα, με ξετρύπωσε η σύντροφος ενός από τους τότε φοιτητές μου.
Με βρήκε σε κακή κατάσταση, μουχλιασμένο, έτοιμο να διαλυθώ. Με πήγε σε εργαστήρια συντήρησης, σαν κι εκείνα του Μουσείου της Ακρόπολης. Με καθάρισαν, με θεράπευσαν από τους μύκητες, με έραψαν πάνω σε μάλλινο ύφασμα και μου χάρισαν δεύτερη ζωή. Τώρα βρίσκομαι μέσα σε κάδρο, 180 επί 75 εκατοστά, στον τοίχο απέναντί του. Κάθε πρωί με κοιτάζει ο τότε φοιτητής μου και κάποτε αναρωτιέται: αν τα όνειρα και οι προσδοκίες εκείνης της γενιάς δικαιώθηκαν, ή αν ακόμη περιμένουν. Κάποιοι τα εκμεταλλεύτηκαν. Άλλοι τα ξέχασαν. Μα υπάρχουν κι εκείνοι που τα θυμούνται με κρυφή περηφάνεια, που συνεχίζουν να εμπνέονται, να ελπίζουν, να αγωνίζονται.
Κι εγώ, ένα παλιό ξαναζωντανεμένο πανό, θυμάμαι και μαρτυρώ: πως ο ήλιος — ο ίδιος ήλιος που με φώτιζε τότε φωτίζει ακόμη το δρόμο σαν τότε και υπενθυμίζει την ανάγκη να παραμένουμε σε εγρήγορση για την υπεράσπιση των αξιών μας.