του Καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Χ. Συριστατίδη
Ο όρος “επαναλαμβανόμενη αποτυχία εμφύτευσης” (repeated implantation failures – RIF) υποδηλώνει την αποτυχία εμφύτευσης μετά από επαναλαμβανόμενες εμβρυομεταφορές καλής ποιότητας εμβρύων μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση. Αν και αυτό το κλινικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται συχνά και υπάρχει εκτενής σχετική βιβλιογραφία, δεν υπάρχει καθολικά αποδεκτός ορισμός της πάθησης.
Δύο από τις πιο συχνά προτεινόμενες, χρησιμοποιούμενες και μελετημένες παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του RIF είναι ο τραυματισμός του ενδομητρίου και η στρατηγική κατάψυξης όλων των εμβρύων (“freeze-all”). Και οι δύο στοχεύουν στη βελτίωση της ανεξήγητης ελαττωματικής υποδεκτικότητας του ενδομητρίου που οδηγεί στην μη επίτευξη κύησης.
Η θετική επίδραση της πρώτης παρέμβασης αναφέρθηκε αρχικά πριν από 15 χρόνια σε μη τυχαιοποιημένες δοκιμές. Οι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί περιλαμβάνουν την αύξηση της έκκρισης κυτοκινών, ιντερλευκινών και αυξητικών παραγόντων. τη διαφοροποίηση των ανοσοκυττάρων σε μακροφάγα ή δενδριτικά κύτταρα. και την αποκατάσταση των φυσικών φονικών κυττάρων της μήτρας. Τα αποτελέσματα από τις κλινικές δοκιμές είναι αντικρουόμενα.
Όσον αφορά τη δεύτερη παρέμβαση, στηρίζεται στο γεγονός ότι υπάρχει ασυγχρονισμός μεταξύ της κατάστασης του εμβρύου και της κατάστασης του ενδομητρίου, το οποίο έχει γίνει ακατάλληλο για εμφύτευση και προκαλείται από τα υψηλά επίπεδα στεροειδών λόγω της αξωγενούς υπερδιέγερσης των ωοθηκών. Έτσι, το στάδιο ωρίμανσης του ενδομητρίου φαίνεται να είναι πιο «προχωρημένο» τη στιγμή της εμβρυομεταφοράς. Σε αυτή την ιδέα, και μέσω της εξέλιξης της υαλοποίησης, η εκλεκτική κατάψυξη όλων των εμβρύων ακολουθούμενη από επακόλουθους κύκλους μεταφοράς κατεψυγμένων-απόψυξης αναφέρθηκαν ως αποτελεσματικές στη βελτίωση των τελικών αποτελεσμάτων, παρέχοντας ένα πιο «φυσιολογικό» ενδομήτριο περιβάλλον.
Μέσω μίας μη τυχαιοποιημένης κλινικής δοκιμής, έγινε μία συνδυασμένη προσπάθεια αξιολόγησης την επίδρασης του συνδυασμού του τραυματισμού του ενδομητρίου μέσω υστεροσκόπησης και της τεχνικής freeze-all στις παραμέτρους της εγκυμοσύνης σε μια ομάδα ασθενών με επαναλαμβανόμενες αποτυχίες εμφύτευσης (repeated implantation failures – RIF).
Αυτή διεξήχθη στις Μονάδες Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής της Γ’ Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής, Νοσοκομείο «Αττικόν», Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, και στο Κέντρο IVF Αθηνών, μία Ιδιωτική Κλινική Γονιμότητας στην Αθήνα.
Αναφορικά με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε, η ομάδα μελέτης αποτελούνταν από 30 ασθενείς με RIF που υποβλήθηκαν σε τραυματισμό ενδομητρίου μέσω υστεροσκόπησης. Η υστεροσκόπηση λάμβανε χώρα στην 1η φάση του κύκλου κάθε ασθενούς (6η – 9η ημέρα) και 1 μήνα πριν την έναρξη ενός κατεψυγμένου κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Την ομάδα ελέγχου απετέλεσαν άλλοι 30 ασθενείς με RIF, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε έναν τυπικό κύκλο απόψυξης εμβρύων χωρίς την επικουρική θεραπεία πριν.
Το πρωταρχικό καταληκτικό αποτέλεσμα ήταν η ζωντανή γέννηση.
Εφαρμόστηκαν αναλύσεις Logistic και Regression Poisson για να αποκαλύψουν πιθανούς ανεξάρτητους προγνωστικούς παράγοντες για όλα τα αποτελέσματα που θα προέκυπταν.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι τα ποσοστά ζώντων γεννήσεων ήταν παρόμοια μεταξύ των δύο ομάδων (8/30 έναντι 3/30, p = 0,0876). Αναφορικά με τα δευτερεύοντα καταληκτικά αποτελέσματα, τόσο τα ποσοστά της βιοχημικής και κλινικής εγκυμοσύνης, αλλά των αποβολών ήταν επίσης ανεξάρτητες από τη διαδικασία (p = 0,7812, p = 0,3436 και p = 0,1213, αντίστοιχα).
Ο μόνος συγχυτικός παράγοντας που σχετίστηκε με αυξημένα ποσοστά βιοχημικής εγκυμοσύνης ήταν ο αριθμός των ωοκυττάρων που ανακτήθηκαν κατά την διάρκεια της ωοληψίας στον φρέσκο κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης που προηγήθηκε (0,1618 ± 0,0819, p = 0,0481).
Οι ερετνητές συμπέραναν ότι η προσθήκη του τραυματισμού του ενδομητρίου στη στρατηγική κατάψυξης όλων των εμβρύων σε υπογόνιμες γυναίκες με RIF δεν βελτιώνει σημαντικά τα ποσοστά εγκυμοσύνης, συμπεριλαμβανομένου του ποσοστού γέννησης ζώντων νεογνών. Κατέληξαν δε, ότι μια σωστά διεξαχθείσα προοπτική τυχαιοποιημένη μελέτη με επαρκές μέγεθος δείγματος ασθενών βασιζόμενη στα συγκεκριμένα αποτελέσματα της μελέτης αυτής, θα μπορούσε να δώσει μια τελική απάντηση στο συγκεκριμένο ερευνητικό ερώτημα.